Διηγήματα
Podcasts
Τερματικός σταθμός - Διήγημα
Τερματικός σταθμός και άλλα διηγήματα. Οκτασέλιδο + του Μπιλιέτου, 2019
vaniasyrmou.weebly.com/deltaiotaetag…taualpha.html
Συγγραφέας : Βάνια Σύρμου
Αφήγηση : Βάνια Σύρμου
Μουσική : Σπύρος Σύρμος
Μίξη ήχου : Μίνως Μαμαγκάκης
podcaststorytellingmusic
https://www.youtube.com/watch?v=VeUntH8SQPY&t=74s
https://open.spotify.com/artist/4TWZ8CtVrIs4aI8Vqk6KtG?si=3y3BYAQPRme_PjdjrN1bOQ&utm_source=native-share-menu
https://music.apple.com/us/album/3-%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-ep/1561394774
https://www.amazon.de/3-%CE%94%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%92%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%A3%CF%8D%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%85/dp/B091BPH2P3/ref=sr_1_1?__mk_de_DE=%C3%85M%C3%85%C5%BD%C3%95%C3%91&dchild=1&keywords=%CE%92%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1+%CE%A3%CF%8D%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%85+3+%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1&qid=1617883060&s=dmusic&sr=1-1
Κομπάρσος - Διήγημα
Λόγος του '18. e-book ΤοΒιβλίο, 2019
vaniasyrmou.weebly.com/deltaiotaetag…taualpha.html
Συγγραφέας : Βάνια Σύρμου
Αφήγηση : Βάνια Σύρμου
Μουσική : Σπύρος Σύρμος
Μίξη ήχου : Μίνως Μαμαγκάκης
podcaststorytellingmusic
https://www.youtube.com/watch?v=O0lIPkearf0
https://open.spotify.com/artist/4TWZ8CtVrIs4aI8Vqk6KtG?si=3y3BYAQPRme_PjdjrN1bOQ&utm_source=native-share-menu
https://music.apple.com/us/album/3-%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-ep/1561394774
Μια ιστορία για τον Μηνά - Διήγημα
κύμα 2018
Παράξενες Ιστορίες με Γάτες. Εκδόσεις κύμα, 2018
vaniasyrmou.weebly.com/deltaiotaetag…taualpha.html
Συγγραφέας : Βάνια Σύρμου
Αφήγηση : Βάνια Σύρμου
Μουσική : Σπύρος Σύρμος
Μίξη ήχου : Μίνως Μαμαγκάκης
podcaststorytellingmusic
https://www.youtube.com/watch?v=Jon70ZAI-7o
https://open.spotify.com/artist/4TWZ8CtVrIs4aI8Vqk6KtG?si=3y3BYAQPRme_PjdjrN1bOQ&utm_source=native-share-menu
https://music.apple.com/us/album/3-%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-ep/1561394774
κύμα 2018
Παράξενες Ιστορίες με Γάτες. Εκδόσεις κύμα, 2018
vaniasyrmou.weebly.com/deltaiotaetag…taualpha.html
Συγγραφέας : Βάνια Σύρμου
Αφήγηση : Βάνια Σύρμου
Μουσική : Σπύρος Σύρμος
Μίξη ήχου : Μίνως Μαμαγκάκης
podcaststorytellingmusic
https://www.youtube.com/watch?v=Jon70ZAI-7o
https://open.spotify.com/artist/4TWZ8CtVrIs4aI8Vqk6KtG?si=3y3BYAQPRme_PjdjrN1bOQ&utm_source=native-share-menu
https://music.apple.com/us/album/3-%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-ep/1561394774
Τριαντάφυλλα στο πάτωμα
κύμα 2017
Ανθολογία μικρού διηγήματος για τη νύχτα
Ανθολογία μικρού διηγήματος για τη νύχτα
Στρώμα διπλό
Ιστορίες Μπονζάι - Πλανόδιον
28.12.2015
28.12.2015
ΠΟΥΘΕΝΑ ὅμως δὲ βολευόταν γιὰ νὰ βγάλει τὴ νύχτα. Μοναδικό του φορτίο μιὰ σακούλα φαρδιὰ πλαστική. Μιὰ ἀλλαξιὰ καὶ μιὰ κουβέρτα ὅλη του ἡ περιουσία. Τὸ βῆμα του ἀργό, νωχελικό, παράφωνο στὴν βουερὴ κίνηση τοῦ Σαββατόβραδου στὸ κέντρο τῆς πόλης.
Τὸ βράδυ τὸν βρῆκε στὴν πλατεία Κολοκοτρώνη, στὴν παλιὰ Βουλή. Συχνὰ τοῦ πρόσφερε διαμονὴ στὸ γρασίδι τοὺς μῆνες τοῦ Καλοκαιριοῦ. Τώρα ὅμως ἀκόμα κι αὐτὴ τὴν ἔβρισκε ἀφιλόξενη. Συνεχίζοντας τὴν ἀναζήτηση κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Σταδίου. Περιμένοντας τὸ φανάρι, ἡ ματιά του στάθηκε στὴν ἐσοχὴ τοῦ ἀπέναντι πεζοδρομίου. Κομμάτια ἀπὸ μεγάλες χάρτινες κοῦτες, ὄρθια στημένα, ἔκλειναν σχεδὸν ὅλη τὴ γωνία τοῦ πεζοδρομίου. Πέρασε ἀπέναντι θέλοντας νὰ τὸ δεῖ ἀπὸ κοντά. Ἕνα ἄνοιγμα στὴ ἄκρη τοῦ πρόχειρου χάρτινου «τείχους» ἄφηνε νὰ φανεῖ τὸ κουφάρι ἑνὸς καταστήματος ὑποδημάτων. Τὸ κλειστὸ κατάστημα σχημάτιζε ἕνα γάμμα μὲ τὴν ἐπιτοίχια πλαϊνή του βιτρίνα, ἐξασφαλίζοντας ἔτσι ἕνα ἀπάνεμο καταφύγιο. Πλησιάζοντας στὸ ἄνοιγμα καὶ κρυφοκοιτώντας στὸ ἐσωτερικό του, διέκρινε κάτι ποὺ ἀρχικὰ τὸν ξάφνιασε. Στὸ δάπεδο τοῦ αὐτοσχέδιου «δωματίου» ἦταν τοποθετημένο πάνω σὲ στρωμένα χαρτόνια ἕνα διπλὸ στρῶμα καλυμμένο μὲ διπλὴ κουβέρτα. Τόσο καιρὸ στὸ δρόμο, ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀντίκριζε τέτοια «κομφὸρ» καὶ μάλιστα στὴ μέση τῆς Σταδίου. Στὴν ἄκρη τοῦ χάρτινου δωματίου ἀφημένες δυὸ γεμάτες πλαστικὲς σακοῦλες. Σκέφτηκε πρὸς στιγμὴ νὰ περιμένει γιὰ νὰ δεῖ τὸν κάτοχο τοῦ ὑπαίθριου καταλύματος. Ὕστερα τὸ μετάνοιωσε. Δὲ βαριέσαι! Συνέχισε τὸ δρόμο του ἀναζητώντας τὸ δικό του λημέρι.
Βρῆκε προστασία ἀπὸ τὸ κρύο τῆς νύχτας στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς ἐμπορικῆς στοᾶς. Τὰ μαγαζιὰ ὅλα κλειστά. Ποῦ καὶ ποῦ περνοῦσε κανεὶς βιαστικὰ ἀπὸ μπροστά του, ρίχνοντάς του μιὰ κλεφτὴ ματιὰ ἀναμικτου φόβου καὶ οἴκτου. Τυλίχτηκε μὲ τὴν κουβέρτα καὶ ξάπλωσε κουλουριασμένος στὸ φαρδὺ πεζούλι ἑνὸς καταστήματος. Ἔκλεισε τὰ μάτια σφιχτὰ σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἀποκοπεῖ ἀπ' ὅσα τὸν περιέβαλλαν. Ὁ ὕπνος ὅμως δὲν ἐρχόταν. Περασμένα μεσάνυχτα πιά, σηκώθηκε κι ἄφησε τὰ πράγματά του ἐκεῖ, κατοχυρώνοντας τὸ χῶρο.
Περπάτησε ξανὰ πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἡ ἀνάγκη του τὸν τραβοῦσε. Σὲ λίγα λεπτὰ ἦταν ἐκεῖ. Πλησίασε. Τὸ χάρτινο τεῖχος ἦταν τώρα περίκλειστο. Τὸ ἄνοιγμα ποὺ πρὶν ἐπέτρεπε στοὺς ἔξω νὰ δοῦν τὸ ἐσωτερικό του, εἶχε κλείσει μ' ἕνα ἀκόμα χαρτόνι. Κοντοστάθηκε γιὰ δευτερόλεπτα. Ἔπειτα ἔσπρωξε προσεκτικὰ τὸ χαρτόνι καὶ ἔριξε μιὰ λαθραία ματιά. Ἡ θέα τοῦ ἀγκαλιασμένου ζευγαριοῦ ποὺ βρισκόταν ξαπλωμένο στὸ διπλὸ στρῶμα τὸν ἔκανε νὰ πισωπατήσει. Θέλησε νὰ ξανακοιτάξει. Δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ δεῖ πολλά. Μιὰ ἀδέξια κίνηση ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ κάνει τὸν ξαπλωμένο ἄντρα νὰ σηκωθεῖ ὄρθιος στὸ λεπτὸ καὶ νὰ τὸν ἀπειλήσει μ' ἕνα σουγιά: «Φύγε ἀπὸ δῶ ρὲ ἀνώμαλε, γιατὶ σοῦ τὴν ἄναψα!». Ταραγμένος ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ τὴν ἀπειλὴ τό 'βάλε στὰ πόδια.
Ἔφτασε ξέπνοος στὸ κατάλυμα τῆς στοᾶς καὶ κάθισε στὸ πεζούλι. Ἄκουγε τὴν καρδιά του νὰ χτυπᾶ δυνατὰ κι ἕνα πόνο στὸ στομάχι σὰν ἀπὸ γροθιά. Σκυμμένος μὲ τὸ κεφάλι στὰ γόνατα συνειδητοποίησε πὼς ὁ πόνος διαχέονταν σ' ὅλο του σῶμα. Τὸν διαπερνοῦσαν ρίγη.
Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ὁ πόνος ἔδινε σιγὰ σιγὰ τὴ θέση του στὸ θυμὸ καὶ τὴ ζήλεια ποὺ θέριευαν μέσα του.
Ξημερώματα Κυριακῆς. Οἱ δρόμοι ἄδειοι. Ἡ ἀγρύπνια τῆς νύχτας τὸν ἔχει καταβάλει. Ἀνάβει τσιγάρο καὶ βγαίνει στὸ δρόμο νὰ περπατήσει. Τὰ βήματά του τὸν ὁδηγοῦν πάλι ἐκεῖ. Ἀπὸ μακριὰ βλέπει τὰ χαρτόνια ριγμένα πάνω στὸ στρῶμα. Πλησιάζει . Ἡ ἐρημιὰ τῆς πόλης εἶναι σύμμαχός του. Κοιτάζει γύρω του δῆθεν ἀδιάφορα καὶ ἐντελῶς φυσικὰ ἀφήνει τὸ ἀναμμένο τσιγάρο νὰ πέσει πάνω στὰ χαρτόνια. Συνεχίζει τὸ δρόμο του μὲ βῆμα γοργό.
Πηγή:https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2015/12/28/bania-syrmou-stroma-diplo/
Τὸ βράδυ τὸν βρῆκε στὴν πλατεία Κολοκοτρώνη, στὴν παλιὰ Βουλή. Συχνὰ τοῦ πρόσφερε διαμονὴ στὸ γρασίδι τοὺς μῆνες τοῦ Καλοκαιριοῦ. Τώρα ὅμως ἀκόμα κι αὐτὴ τὴν ἔβρισκε ἀφιλόξενη. Συνεχίζοντας τὴν ἀναζήτηση κατευθύνθηκε πρὸς τὴ Σταδίου. Περιμένοντας τὸ φανάρι, ἡ ματιά του στάθηκε στὴν ἐσοχὴ τοῦ ἀπέναντι πεζοδρομίου. Κομμάτια ἀπὸ μεγάλες χάρτινες κοῦτες, ὄρθια στημένα, ἔκλειναν σχεδὸν ὅλη τὴ γωνία τοῦ πεζοδρομίου. Πέρασε ἀπέναντι θέλοντας νὰ τὸ δεῖ ἀπὸ κοντά. Ἕνα ἄνοιγμα στὴ ἄκρη τοῦ πρόχειρου χάρτινου «τείχους» ἄφηνε νὰ φανεῖ τὸ κουφάρι ἑνὸς καταστήματος ὑποδημάτων. Τὸ κλειστὸ κατάστημα σχημάτιζε ἕνα γάμμα μὲ τὴν ἐπιτοίχια πλαϊνή του βιτρίνα, ἐξασφαλίζοντας ἔτσι ἕνα ἀπάνεμο καταφύγιο. Πλησιάζοντας στὸ ἄνοιγμα καὶ κρυφοκοιτώντας στὸ ἐσωτερικό του, διέκρινε κάτι ποὺ ἀρχικὰ τὸν ξάφνιασε. Στὸ δάπεδο τοῦ αὐτοσχέδιου «δωματίου» ἦταν τοποθετημένο πάνω σὲ στρωμένα χαρτόνια ἕνα διπλὸ στρῶμα καλυμμένο μὲ διπλὴ κουβέρτα. Τόσο καιρὸ στὸ δρόμο, ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀντίκριζε τέτοια «κομφὸρ» καὶ μάλιστα στὴ μέση τῆς Σταδίου. Στὴν ἄκρη τοῦ χάρτινου δωματίου ἀφημένες δυὸ γεμάτες πλαστικὲς σακοῦλες. Σκέφτηκε πρὸς στιγμὴ νὰ περιμένει γιὰ νὰ δεῖ τὸν κάτοχο τοῦ ὑπαίθριου καταλύματος. Ὕστερα τὸ μετάνοιωσε. Δὲ βαριέσαι! Συνέχισε τὸ δρόμο του ἀναζητώντας τὸ δικό του λημέρι.
Βρῆκε προστασία ἀπὸ τὸ κρύο τῆς νύχτας στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς ἐμπορικῆς στοᾶς. Τὰ μαγαζιὰ ὅλα κλειστά. Ποῦ καὶ ποῦ περνοῦσε κανεὶς βιαστικὰ ἀπὸ μπροστά του, ρίχνοντάς του μιὰ κλεφτὴ ματιὰ ἀναμικτου φόβου καὶ οἴκτου. Τυλίχτηκε μὲ τὴν κουβέρτα καὶ ξάπλωσε κουλουριασμένος στὸ φαρδὺ πεζούλι ἑνὸς καταστήματος. Ἔκλεισε τὰ μάτια σφιχτὰ σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἀποκοπεῖ ἀπ' ὅσα τὸν περιέβαλλαν. Ὁ ὕπνος ὅμως δὲν ἐρχόταν. Περασμένα μεσάνυχτα πιά, σηκώθηκε κι ἄφησε τὰ πράγματά του ἐκεῖ, κατοχυρώνοντας τὸ χῶρο.
Περπάτησε ξανὰ πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἡ ἀνάγκη του τὸν τραβοῦσε. Σὲ λίγα λεπτὰ ἦταν ἐκεῖ. Πλησίασε. Τὸ χάρτινο τεῖχος ἦταν τώρα περίκλειστο. Τὸ ἄνοιγμα ποὺ πρὶν ἐπέτρεπε στοὺς ἔξω νὰ δοῦν τὸ ἐσωτερικό του, εἶχε κλείσει μ' ἕνα ἀκόμα χαρτόνι. Κοντοστάθηκε γιὰ δευτερόλεπτα. Ἔπειτα ἔσπρωξε προσεκτικὰ τὸ χαρτόνι καὶ ἔριξε μιὰ λαθραία ματιά. Ἡ θέα τοῦ ἀγκαλιασμένου ζευγαριοῦ ποὺ βρισκόταν ξαπλωμένο στὸ διπλὸ στρῶμα τὸν ἔκανε νὰ πισωπατήσει. Θέλησε νὰ ξανακοιτάξει. Δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ δεῖ πολλά. Μιὰ ἀδέξια κίνηση ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ κάνει τὸν ξαπλωμένο ἄντρα νὰ σηκωθεῖ ὄρθιος στὸ λεπτὸ καὶ νὰ τὸν ἀπειλήσει μ' ἕνα σουγιά: «Φύγε ἀπὸ δῶ ρὲ ἀνώμαλε, γιατὶ σοῦ τὴν ἄναψα!». Ταραγμένος ἀπὸ τὸ θέαμα καὶ τὴν ἀπειλὴ τό 'βάλε στὰ πόδια.
Ἔφτασε ξέπνοος στὸ κατάλυμα τῆς στοᾶς καὶ κάθισε στὸ πεζούλι. Ἄκουγε τὴν καρδιά του νὰ χτυπᾶ δυνατὰ κι ἕνα πόνο στὸ στομάχι σὰν ἀπὸ γροθιά. Σκυμμένος μὲ τὸ κεφάλι στὰ γόνατα συνειδητοποίησε πὼς ὁ πόνος διαχέονταν σ' ὅλο του σῶμα. Τὸν διαπερνοῦσαν ρίγη.
Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ὁ πόνος ἔδινε σιγὰ σιγὰ τὴ θέση του στὸ θυμὸ καὶ τὴ ζήλεια ποὺ θέριευαν μέσα του.
Ξημερώματα Κυριακῆς. Οἱ δρόμοι ἄδειοι. Ἡ ἀγρύπνια τῆς νύχτας τὸν ἔχει καταβάλει. Ἀνάβει τσιγάρο καὶ βγαίνει στὸ δρόμο νὰ περπατήσει. Τὰ βήματά του τὸν ὁδηγοῦν πάλι ἐκεῖ. Ἀπὸ μακριὰ βλέπει τὰ χαρτόνια ριγμένα πάνω στὸ στρῶμα. Πλησιάζει . Ἡ ἐρημιὰ τῆς πόλης εἶναι σύμμαχός του. Κοιτάζει γύρω του δῆθεν ἀδιάφορα καὶ ἐντελῶς φυσικὰ ἀφήνει τὸ ἀναμμένο τσιγάρο νὰ πέσει πάνω στὰ χαρτόνια. Συνεχίζει τὸ δρόμο του μὲ βῆμα γοργό.
Πηγή:https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2015/12/28/bania-syrmou-stroma-diplo/
Τερματικός Σταθμός
Ιστορίες Μπονζάι - Πλανόδιον
6.9.17
6.9.17
15.42. ΣΤΑΘΜΟΣ ΒΙΚΤΩΡΙΑ.Τὸ τρένο μὲ κατεύθυνση τὸν Πειραιὰ φθάνει σὲ δύο λεπτά. Ἡ πλατφόρμα γεμίζει κόσμο. Στέκεται κοντὰ στὴν κίτρινη γραμμή. Οἱ μύτες τῶν παπουτσιῶν της μόλις ποὺ τὴν ἀγγίζουν. Περιμένει τὸ τρένο τῆς ἐπιστροφῆς. Δὲν κοιτάζει τὸ ρολόι, εἶναι σίγουρη πὼς θὰ 'ρθεῖ στὴν ὥρα του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει εἴκοσι χρόνια τώρα χωρὶς καμιὰ ἐξαίρεση. Κάθε ἐργάσιμη στὶς 15.40 βρίσκεται στὸ σταθμό. Τὴν ὁδηγοῦν τὰ πόδια της, χωρὶς πάντα νὰ τὸ θέλει. Μὲ σκυμμένο κεφάλι καὶ ὤμους κυρτοὺς κοιτάζει τὸ ὅριο τῆς κίτρινης γραμμῆς. Τὸ βάρος της γέρνει πρὸς τὰ μπρός. Περιμένει νὰ ἀκούσει τὸν ἦχο τοῦ τρένου, ν' ἀνοίξουν οἱ πόρτες καὶ νὰ κρυφτεῖ στὸ βαγόνι.
Τὸ τρένο φθάνει στὴν ὥρα του. Οἱ πόρτες ἀνοίγουν. Κάθεται κοντὰ στὸ παράθυρο. Τὴν προτιμᾶ αὐτὴ τὴ θέση. Μὲ τὸ κεφάλι ἐλαφρὰ ἀκουμπισμένο στὸ παράθυρο τοῦ βαγονιοῦ, μπορεῖ νὰ ξεχνᾶ τὸ στοιβαγμένο πλῆθος ποὺ κρέμεται ἀπὸ τὶς χειρολαβές, παραδομένο στὴν κούραση τοῦ ἀπομεσήμερου. Στὸ πρόσωπό της διακρίνεις μιὰ σύσπαση πόνου. Τὸ βλέμμα της ἄδειο πλανιέται ἔξω ἀπ' τὸ βαγόνι. Ὁ ἕνας σταθμὸς διαδέχεται τὸν ἄλλο χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει. Οἱ πολυκατοικίες, τὰ δέντρα, τὰ καταστήματα, οἱ δρόμοι τρέχουν μπροστά της χωρὶς νὰ τὰ βλέπει. Κλείνει τὰ μάτια σφιχτὰ καὶ προσπαθεῖ ν' ἀδειάσει τὴ σκέψη της προσηλώνοντας τὴν προσοχή της στὸν ἦχο τοῦ τρένου.
Ὅταν τὰ ξανανοίγει, τὸ βλέμμα της συναντᾶ τὸ χαμόγελο ἑνὸς νεαροῦ ποὺ στέκεται στὴν ἀπέναντι ἄκρη τοῦ βαγονιοῦ. Κοιτάζει ἀμέσως ἀλλοῦ προσπαθώντας νὰ τὸν ἀποφύγει. Βυθίζεται ξανὰ σὲ σκέψεις χαζεύοντας ἔξω ἀπ' τὸ παράθυρο.
«Συγγνώμη, γνωριζόμαστε;» Μιὰ φωνὴ σταθερὴ καὶ θερμὴ ἔρχεται ἀπὸ τ' ἀριστερά της. Ἀνοίγει τὰ μάτια ξαφνιασμένη. Ὁ νεαρὸς ἀπὸ ἀπέναντι κάθεται τώρα δίπλα της , διατρέχει μὲ τὸ βλέμμα του τὸ πρόσωπό της καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Γνωριζόμαστε;». «Σ' ἐμένα μιλᾶτε;» τοῦ ἀπαντᾶ ἐνοχλημένη. «Ναί, σᾶς κοιτάζω ἐδῶ καὶ ὥρα καὶ προσπαθῶ νὰ θυμηθῶ ἀπὸ ποῦ σᾶς ξέρω». Βρίσκει τὸ κλισέ του συμπαθητικό, γιατὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ἴδιο ἐκεῖνο φιλικὸ χαμόγελο. Τὸ πρόσωπό της ἀρχίζει νὰ ξεμουδιάζει. Τὰ φρύδια της βρίσκουν ξανὰ τὴν ἤρεμη θέση τους. Διατηρεῖ τὴ σοβαρότητά της. «Δὲ νομίζω» ἀπαντᾶ κοφτὰ καὶ κοιτάζει μπροστά. Μιὰ κυρία στὸ ἀπέναντι κάθισμα παρακολουθεῖ ἀδιάκριτα τὴ σκηνή. Περνοῦν ἕνα- δυὸ λεπτὰ ἀμηχανίας.
Καιρὸ εἶχαν νὰ τὴν κοιτάξουν ἔτσι στὰ μάτια.Τό 'χει σχεδὸν ξεχάσει. Πρέπει νά 'ναι καμιὰ εἰκοσαριὰ χρόνια νεότερός της. Ἔχει τὴν ἄνεση καὶ τὴν αὐτοπεποίθηση τῆς νεότητας. Θάρρος, θράσος ἢ καὶ τὰ δυὸ μαζί. «Λοιπόν;». «Λοιπὸν τί;». Φτιάχνει ἀσυναίσθητα τὰ ἀτημέλητα μαλλιά της. «Φαίνεστε λυπημένη». «Ναί, μιὰ δυσάρεστη εἴδηση» τοῦ ἀπαντὰ μὲ μιὰ ἀπρόσμενα γιὰ ἐκείνη ἐξομολογητικὴ διάθεση. «Ἴσως αὐτὸ νὰ σᾶς ἔκανε νὰ νιώσετε καλύτερα». Ἀνοίγει τὴν τσάντα του καὶ τῆς προσφέρει ἕνα λουλούδι στὸ σχῆμα τῆς καμέλιας, φτιαγμένο ἀπὸ κόκκινο γκοφρὲ χαρτί. «Τὰ φτιάχνω ὁ ἴδιος». Δεύτερη ἔκπληξη. Μοιάζει μὲ ταχυδακτυλουργικὸ κόλπο. Τολμᾶ νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα. Βλέμμα ἤρεμο στὸ χρῶμα τοῦ μελιοῦ. «Πολὺ ὄμορφο! Εὐχαριστῶ» τοῦ χαμογελά. Δὲν ξέρει γιατί, ἀλλὰ θέλει νὰ τολμήσει. «Ὡραῖο χαμόγελο! Πρέπει νὰ χαμογελᾶτε συχνότερα». Κι ἄλλο κλισέ. Ἀκόμα κι ἂν εἶναι φάρσα ἀρχίζει νὰ τὸ διασκεδάζει. «Ποῦ κατεβαίνετε;». «Καλλιθέα». «Μὰ μόλις περάσαμε τὸ Παλαιὸ Φάληρο». Κάνει νὰ σηκωθεῖ πανικόβλητη μαζεύοντας τὴ τσάντα της. Τὴν σταματᾶ πιάνοντάς της τὸ χέρι. «Τί θὰ 'λεγες γιὰ ἕνα καφὲ στὸν Πειραιά; Πλησιάζουμε...». Ξαφνιάζεται. Ρίχνει μιὰ ἀμήχανη ματιὰ γύρω της, μήπως τοὺς κοιτάζουν. Εὐτυχῶς τὸ βαγόνι ἔχει μισοαδειάσει. Ξανακάθεται. Κοιτάζει τὸ χάρτινο λουλούδι ποὺ κρατάει ἀκόμα στὸ χέρι της. Ἡ μοναξιά της τὴν περιμένει σπίτι εἴκοσι χρόνια τώρα. Ἄς περιμένει λίγο ἀκόμα. Στὸ κάτω-κάτω δὲ σοῦ χαρίζουν κάθε μέρα... χάρτινα λουλούδια. «Ναί, γιατί ὄχι;» Ἐξάλλου, ἔχουν ἤδη φτάσει στὸν τερματικὸ σταθμό.
Οἱ πόρτες ἀνοίγουν. Βγαίνουν μαζί. Ἐκεῖνος τὴν ἀγγίζει ἐλαφρὰ στὴν πλάτη δίνοντας τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι ζευγάρι. Προχωρώντας πρὸς τὴν ἔξοδο αἰφνιδιάζεται ἀπὸ μιὰ παρέα τεσσάρων νεαρῶν ποὺ τοὺς κλείνουν τὸ δρόμο χειροκροτώντας. Ὁ συνοδός της φαίνεται νὰ ἀνταποδίδει τὸν ἐνθουσιασμὸ σηκώνοντας τὰ χέρια ψηλὰ σὲ στάση θριάμβου.
«Καλά, φίλε δὲν παίζεσαι! Μὲ τὴ σημερινή σου ἐπιτυχία ἀνέβηκες ἐπίπεδο στὸ 'HUMAN CATCH'! Ὁ χρόνος ποὺ τερμάτισες ἦταν καταπληκτικός!» Ἀκούει τὰ ἐνθουσιώδη σχόλια τῆς παρέας ποὺ τὸν ἐπιβραβεύει γιὰ τὸ ὑψηλὸ σκόρ. Αὐτὸ ποὺ καταφέρνει νὰ δεῖ στὶς ὀθόνες τῶν κινητῶν τους καθὼς τὰ κραδαίνουν θριαμβευτικὰ εἶναι ὁ ἑαυτός της, ἀπαθανατισμένος σὲ μιὰ κλεμμένη στιγμὴ στὸ βαγόνι τοῦ τρένου, μὲ τὸ σύνολο τῶν κερδισμένων πόντων κάτω δεξιά. Μὲ βλέμμα ἀκίνητο τὸν κοιτάζει στὰ μάτια προσπαθώντας νὰ καταλάβει. Δὲν τῆς ἀπαντᾶ. Τὸν βλέπει νὰ σηκώνει τοὺς ὤμους γελώντας μὲ τὴν ἄνεση τοῦ νικητῆ.
Χωρὶς νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις, κατευθύνεται μὲ βῆμα ἀργὸ πρὸς τὴν ἔξοδο τοῦ σταθμοῦ, ὅταν συνειδητοποιεῖ πὼς στὸ χέρι της κρατάει ἀκόμη τὸ χάρτινο λουλούδι. Δὲν τὸ πετᾶ. Τὸ κρατᾶ γιὰ νὰ τῆς θυμίζει τί δὲν πρέπει πιὰ νὰ περιμένει.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2017/09/06/sirmou-bania-termatikos-stathmos/
Τὸ τρένο φθάνει στὴν ὥρα του. Οἱ πόρτες ἀνοίγουν. Κάθεται κοντὰ στὸ παράθυρο. Τὴν προτιμᾶ αὐτὴ τὴ θέση. Μὲ τὸ κεφάλι ἐλαφρὰ ἀκουμπισμένο στὸ παράθυρο τοῦ βαγονιοῦ, μπορεῖ νὰ ξεχνᾶ τὸ στοιβαγμένο πλῆθος ποὺ κρέμεται ἀπὸ τὶς χειρολαβές, παραδομένο στὴν κούραση τοῦ ἀπομεσήμερου. Στὸ πρόσωπό της διακρίνεις μιὰ σύσπαση πόνου. Τὸ βλέμμα της ἄδειο πλανιέται ἔξω ἀπ' τὸ βαγόνι. Ὁ ἕνας σταθμὸς διαδέχεται τὸν ἄλλο χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει. Οἱ πολυκατοικίες, τὰ δέντρα, τὰ καταστήματα, οἱ δρόμοι τρέχουν μπροστά της χωρὶς νὰ τὰ βλέπει. Κλείνει τὰ μάτια σφιχτὰ καὶ προσπαθεῖ ν' ἀδειάσει τὴ σκέψη της προσηλώνοντας τὴν προσοχή της στὸν ἦχο τοῦ τρένου.
Ὅταν τὰ ξανανοίγει, τὸ βλέμμα της συναντᾶ τὸ χαμόγελο ἑνὸς νεαροῦ ποὺ στέκεται στὴν ἀπέναντι ἄκρη τοῦ βαγονιοῦ. Κοιτάζει ἀμέσως ἀλλοῦ προσπαθώντας νὰ τὸν ἀποφύγει. Βυθίζεται ξανὰ σὲ σκέψεις χαζεύοντας ἔξω ἀπ' τὸ παράθυρο.
«Συγγνώμη, γνωριζόμαστε;» Μιὰ φωνὴ σταθερὴ καὶ θερμὴ ἔρχεται ἀπὸ τ' ἀριστερά της. Ἀνοίγει τὰ μάτια ξαφνιασμένη. Ὁ νεαρὸς ἀπὸ ἀπέναντι κάθεται τώρα δίπλα της , διατρέχει μὲ τὸ βλέμμα του τὸ πρόσωπό της καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Γνωριζόμαστε;». «Σ' ἐμένα μιλᾶτε;» τοῦ ἀπαντᾶ ἐνοχλημένη. «Ναί, σᾶς κοιτάζω ἐδῶ καὶ ὥρα καὶ προσπαθῶ νὰ θυμηθῶ ἀπὸ ποῦ σᾶς ξέρω». Βρίσκει τὸ κλισέ του συμπαθητικό, γιατὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὸ ἴδιο ἐκεῖνο φιλικὸ χαμόγελο. Τὸ πρόσωπό της ἀρχίζει νὰ ξεμουδιάζει. Τὰ φρύδια της βρίσκουν ξανὰ τὴν ἤρεμη θέση τους. Διατηρεῖ τὴ σοβαρότητά της. «Δὲ νομίζω» ἀπαντᾶ κοφτὰ καὶ κοιτάζει μπροστά. Μιὰ κυρία στὸ ἀπέναντι κάθισμα παρακολουθεῖ ἀδιάκριτα τὴ σκηνή. Περνοῦν ἕνα- δυὸ λεπτὰ ἀμηχανίας.
Καιρὸ εἶχαν νὰ τὴν κοιτάξουν ἔτσι στὰ μάτια.Τό 'χει σχεδὸν ξεχάσει. Πρέπει νά 'ναι καμιὰ εἰκοσαριὰ χρόνια νεότερός της. Ἔχει τὴν ἄνεση καὶ τὴν αὐτοπεποίθηση τῆς νεότητας. Θάρρος, θράσος ἢ καὶ τὰ δυὸ μαζί. «Λοιπόν;». «Λοιπὸν τί;». Φτιάχνει ἀσυναίσθητα τὰ ἀτημέλητα μαλλιά της. «Φαίνεστε λυπημένη». «Ναί, μιὰ δυσάρεστη εἴδηση» τοῦ ἀπαντὰ μὲ μιὰ ἀπρόσμενα γιὰ ἐκείνη ἐξομολογητικὴ διάθεση. «Ἴσως αὐτὸ νὰ σᾶς ἔκανε νὰ νιώσετε καλύτερα». Ἀνοίγει τὴν τσάντα του καὶ τῆς προσφέρει ἕνα λουλούδι στὸ σχῆμα τῆς καμέλιας, φτιαγμένο ἀπὸ κόκκινο γκοφρὲ χαρτί. «Τὰ φτιάχνω ὁ ἴδιος». Δεύτερη ἔκπληξη. Μοιάζει μὲ ταχυδακτυλουργικὸ κόλπο. Τολμᾶ νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα. Βλέμμα ἤρεμο στὸ χρῶμα τοῦ μελιοῦ. «Πολὺ ὄμορφο! Εὐχαριστῶ» τοῦ χαμογελά. Δὲν ξέρει γιατί, ἀλλὰ θέλει νὰ τολμήσει. «Ὡραῖο χαμόγελο! Πρέπει νὰ χαμογελᾶτε συχνότερα». Κι ἄλλο κλισέ. Ἀκόμα κι ἂν εἶναι φάρσα ἀρχίζει νὰ τὸ διασκεδάζει. «Ποῦ κατεβαίνετε;». «Καλλιθέα». «Μὰ μόλις περάσαμε τὸ Παλαιὸ Φάληρο». Κάνει νὰ σηκωθεῖ πανικόβλητη μαζεύοντας τὴ τσάντα της. Τὴν σταματᾶ πιάνοντάς της τὸ χέρι. «Τί θὰ 'λεγες γιὰ ἕνα καφὲ στὸν Πειραιά; Πλησιάζουμε...». Ξαφνιάζεται. Ρίχνει μιὰ ἀμήχανη ματιὰ γύρω της, μήπως τοὺς κοιτάζουν. Εὐτυχῶς τὸ βαγόνι ἔχει μισοαδειάσει. Ξανακάθεται. Κοιτάζει τὸ χάρτινο λουλούδι ποὺ κρατάει ἀκόμα στὸ χέρι της. Ἡ μοναξιά της τὴν περιμένει σπίτι εἴκοσι χρόνια τώρα. Ἄς περιμένει λίγο ἀκόμα. Στὸ κάτω-κάτω δὲ σοῦ χαρίζουν κάθε μέρα... χάρτινα λουλούδια. «Ναί, γιατί ὄχι;» Ἐξάλλου, ἔχουν ἤδη φτάσει στὸν τερματικὸ σταθμό.
Οἱ πόρτες ἀνοίγουν. Βγαίνουν μαζί. Ἐκεῖνος τὴν ἀγγίζει ἐλαφρὰ στὴν πλάτη δίνοντας τὴν ἐντύπωση πὼς εἶναι ζευγάρι. Προχωρώντας πρὸς τὴν ἔξοδο αἰφνιδιάζεται ἀπὸ μιὰ παρέα τεσσάρων νεαρῶν ποὺ τοὺς κλείνουν τὸ δρόμο χειροκροτώντας. Ὁ συνοδός της φαίνεται νὰ ἀνταποδίδει τὸν ἐνθουσιασμὸ σηκώνοντας τὰ χέρια ψηλὰ σὲ στάση θριάμβου.
«Καλά, φίλε δὲν παίζεσαι! Μὲ τὴ σημερινή σου ἐπιτυχία ἀνέβηκες ἐπίπεδο στὸ 'HUMAN CATCH'! Ὁ χρόνος ποὺ τερμάτισες ἦταν καταπληκτικός!» Ἀκούει τὰ ἐνθουσιώδη σχόλια τῆς παρέας ποὺ τὸν ἐπιβραβεύει γιὰ τὸ ὑψηλὸ σκόρ. Αὐτὸ ποὺ καταφέρνει νὰ δεῖ στὶς ὀθόνες τῶν κινητῶν τους καθὼς τὰ κραδαίνουν θριαμβευτικὰ εἶναι ὁ ἑαυτός της, ἀπαθανατισμένος σὲ μιὰ κλεμμένη στιγμὴ στὸ βαγόνι τοῦ τρένου, μὲ τὸ σύνολο τῶν κερδισμένων πόντων κάτω δεξιά. Μὲ βλέμμα ἀκίνητο τὸν κοιτάζει στὰ μάτια προσπαθώντας νὰ καταλάβει. Δὲν τῆς ἀπαντᾶ. Τὸν βλέπει νὰ σηκώνει τοὺς ὤμους γελώντας μὲ τὴν ἄνεση τοῦ νικητῆ.
Χωρὶς νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις, κατευθύνεται μὲ βῆμα ἀργὸ πρὸς τὴν ἔξοδο τοῦ σταθμοῦ, ὅταν συνειδητοποιεῖ πὼς στὸ χέρι της κρατάει ἀκόμη τὸ χάρτινο λουλούδι. Δὲν τὸ πετᾶ. Τὸ κρατᾶ γιὰ νὰ τῆς θυμίζει τί δὲν πρέπει πιὰ νὰ περιμένει.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2017/09/06/sirmou-bania-termatikos-stathmos/
Ρωγμή
το βιβλιο.net
22.11.2017
22.11.2017
Παρακολουθούσε απερίσπαστη την πρεμιέρα σιγοψιθυρίζοντας τα λόγια της ηρωίδας, χωρίς όμως να της φέρνουν, όπως κάποτε, τη γεύση του έρωτα στα χείλη. Δεν είχε πλέον κανένα Ρωμαίο στη ζωή της. Το νεανικό πρόσωπο της Ιουλιέτας, η εύθραυστη ερμηνεία της, την γύρισαν πολλά χρόνια πριν, στις πολύωρες πρόβες, στο ελαφρό τρέμουλο της φωνής, στο θερμό χειροκρότημα για την «ερμηνεία-αποκάλυψη!». Είκοσι χρόνων και μόλις στην αρχή μιας μακρόχρονης θεατρικής καριέρας.
Ωστόσο, κανείς απ' το κοινό δεν την είχε πλησιάσει εκείνο το βράδυ. Το βλέμμα τους την προσπερνούσε. Μόνο ο ηλικιωμένος ταξιθέτης την οδήγησε στη θέση της, κάνοντας μια διακριτική υπόκλιση θαυμασμού. Ίσως και να την είχε αναγνωρίσει. Διατηρούσε άλλωστε με προσοχή τη βιτρίνα μιας άλλοτε εντυπωσιακής παρουσίας, αναδίνοντας τον αέρα μιας παρελθούσας φήμης.
«Ρωμαίο μου έρχομαι! Το πίνω στη υγειά σου!». Ήταν η στιγμή που απρόσμενα ξαφνιάστηκε από ένα ανεπαίσθητο «κρακ!». Μια λεπτή σαν τρίχα ρωγμή, που την ένιωσε να απλώνεται αστραπιαία, σαν σε τζάμι που κρακελάρει ξαφνικά από 'να τόσο δα πετραδάκι και πριν ακόμα το καταλάβεις, έχει γίνει θρύψαλα.
Σε λίγο η παράσταση τέλειωσε. Οι ηθοποιοί υποκλίθηκαν. Το κοινό χειροκρότησε. Εκείνη μάζεψε κάποια θραύσματα της βιτρίνας και κατευθύνθηκε αθόρυβα προς την έξοδο, χωρίς να τους συγχαρεί.
Πηγή:Πρώτηδημοσίευση
https://tovivlio.net/%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%97%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%BF-2018/
Ωστόσο, κανείς απ' το κοινό δεν την είχε πλησιάσει εκείνο το βράδυ. Το βλέμμα τους την προσπερνούσε. Μόνο ο ηλικιωμένος ταξιθέτης την οδήγησε στη θέση της, κάνοντας μια διακριτική υπόκλιση θαυμασμού. Ίσως και να την είχε αναγνωρίσει. Διατηρούσε άλλωστε με προσοχή τη βιτρίνα μιας άλλοτε εντυπωσιακής παρουσίας, αναδίνοντας τον αέρα μιας παρελθούσας φήμης.
«Ρωμαίο μου έρχομαι! Το πίνω στη υγειά σου!». Ήταν η στιγμή που απρόσμενα ξαφνιάστηκε από ένα ανεπαίσθητο «κρακ!». Μια λεπτή σαν τρίχα ρωγμή, που την ένιωσε να απλώνεται αστραπιαία, σαν σε τζάμι που κρακελάρει ξαφνικά από 'να τόσο δα πετραδάκι και πριν ακόμα το καταλάβεις, έχει γίνει θρύψαλα.
Σε λίγο η παράσταση τέλειωσε. Οι ηθοποιοί υποκλίθηκαν. Το κοινό χειροκρότησε. Εκείνη μάζεψε κάποια θραύσματα της βιτρίνας και κατευθύνθηκε αθόρυβα προς την έξοδο, χωρίς να τους συγχαρεί.
Πηγή:Πρώτηδημοσίευση
https://tovivlio.net/%CE%9A%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%97%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%BF-2018/
Το σημάδι
Φρέαρ
30.10.2017
30.10.2017
Μ' άρεσε να ψηλαφώ εκείνο το σημάδι, όταν με έπαιρνε αγκαλιά. Μια κάθετη μικρή ουλή στο μέτωπο λίγο πιο πάνω απ' το δεξί του φρύδι, παράσημο αριστείας σε μια από τις μονομαχίες με τα ξύλινα σπαθιά που γίνονταν τα απογεύματα στην αλάνα. Πόσες φορές δεν είχα ευχηθεί μέσα μου να είχα κι εγώ ένα σημάδι σαν του παππού!
Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων είχαν τη μυρωδιά της θάλασσας και του χαρτιού. Η φρεσκάδα της θαλασσινής αύρας με ξυπνούσε κάθε πρωί μπαίνοντας κρυφά απ΄τις γρίλιες του παραθύρου στο δωμάτιό μου. Με το που άνοιγα τα μάτια, η πρώτη μου έγνοια ήταν να ανοίξω το συρτάρι του κομοδίνου και να πάρω στα χέρια μου το αγαπημένο μου ημερολόγιο για να βεβαιωθώ πως βρισκόταν εκεί. Το φαιοκίτρινο χάρτινο εξώφυλλο με τα κόκκινα αεροπλανάκια, τα πράσινα τραίνα, τα ξύλινα αλογάκια, τα ταμπούρλα και τις τρομπέτες έδινε χρώμα στο ξεκίνημα της μέρας μου. Η μυρωδιά των σελίδων του ξυπνούσε την επιθυμία μου για νέες περιπέτειες και ταυτόχρονα την προσμονή του τέλους της ημέρας, όταν κατάκοπος απ' το παιχνίδι , τις βουτιές και τις βόλτες, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στο κρεβάτι με το μολύβι στο στόμα. Ήταν δώρο του παππού μου. «Για να' χεις πάντα κάποιον να μιλάς» μου 'χε πει. Από τότε το ημερολόγιο ήταν ο πιστός σύντροφος των προσωπικών μου στιγμών.
18 Οκτωβρίου 1932
«Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Δεν ξέρω τι θα 'κανα χωρίς εσένα. Μόλις γύρισα από το γιατρό με τους γονείς μου. Μου 'κανε τρία ράμματα στο μέτωπο πάνω απ' το φρύδι. Πόνεσα φριχτά μα έσφιξα τα δόντια και δεν έκλαψα! «Φέρσου σαν άντρας!» μου 'πε ο πατέρας και το 'κανα. Τώρα και το μάτι μου έχει πρηστεί και πονάω».
Ωστόσο δεν ήταν το ημερολόγιο η μοναδική μου συντροφιά. Πάνω στο κομοδίνο, ακοίμητοι φρουροί οι ήρωές μου, ο Μπλεκ, ο Μικρός Σερίφης, ο Μικρός Καουμπόυ κι ο Τρουένο που με περίμεναν για να με συνοδεύσουν αδιαμαρτύρητα, όπου κι αν πήγαινα μέσα στη μέρα, στριμωγμένοι στο σακκίδιό μου. Ο πιο αγαπημένος όμως ήρωας των παιδικών μου χρόνων ήταν ο παππούς Αχιλλέας. Συνταξιούχος δάσκαλος που μετά τη σύνταξη ήρθε κι εγκαταστάθηκε με τη γιαγιά μου στο πατρικό του σπίτι στο νησί. Μαζί τους περνούσα τα καλοκαίρια μου. Το παράστημά του με τίποτε δεν παρέπεμπε στους ήρωες των εικονογραφημένων αναγνωσμάτων μου. Μέτριος στο ανάστημα κι αδύνατος, με έντονα ζυγωματικά και μάτια ονειροπόλα, που θαρρείς κι έβλεπαν πέρα απ' αυτό που είχαν μπροστά τους. Όλη του όμως η ηρωική φύση ήταν αποτυπωμένη σ΄εκείνο το μικρό σημάδι...
«Ο γιατρός είπε να προσέχω και να μην πάω για δυο μέρες σχολείο. Ευτυχώς! Δεν θα άντεχα να 'βλεπα τον Κωνσταντή και την παρέα του να χαίρονται με το κατόρθωμά τους. Σε κανέναν δεν είπα την αλήθεια. Μόνο σ' εσένα το λέω.»
Οι γλαφυρές αφηγήσεις του παππού που συνοδεύονταν από νοερές κινήσεις επιδεξιότητας στα χτυπήματα του σπαθιού, τον έκαναν να φαντάζει στα μάτια μου ιλιαδικός ήρωας. Πολλές φορές, τα μεσημέρια, που το σπίτι ησύχαζε, τα περνούσα μόνος στη σκιερή πίσω αυλή, σαν μονομάχος που νικούσε όλους τους φανταστικούς του αντιπάλους. Ο ηρωικός κόσμος των παιδικών χρόνων του παππού μου με τα ξύλινα σπαθιά, τις αυτοσχέδιες ασπίδες, τις περικεφαλαίες από χαρτόνι και τις κατακτήσεις φανταστικών κάστρων, ήταν για μένα η πραγμάτωση ενός ονείρου που σαν παιδί της πόλης δε θα ζούσα ποτέ.
«Σήμερα με περίμεναν έξω απ' το σχολείο μετά το σχόλασμα, ο Κωσταντής παρέα με τον Χρήστο και τον Στρατή. Είχαν αρχίσει τα σπρωξίματα απ' το διάλειμμα αλλά φοβόντουσαν τον δάσκαλο που τους κοιτούσε.Με πήραν στο κατόπι κι άρχισαν να με κοροϊδεύουν δείχνοντάς με: «Να ένας κότσυφας! Πάμε να τον πιάσουμε!». Άρχισα να τρέχω για να τους ξεφύγω στα καλντερίμια προς τον Αη Λια. Με ακολούθησαν. Σε λίγο ένιωσα απανωτά χτυπήματα στην πλάτη κι ύστερα στα πόδια. Συνέχισα να τρέχω ώσπου σκόνταψα κι έπεσα. Δεν πρόλαβα να σταθώ ξανά στα πόδια μου και μια απ' τις πέτρες που πετούσαν με τις σφεντόνες τους με πέτυχε στο μέτωπο. Ο Κωνσταντής με τους φίλους του ήρθαν από πάνω μου με τις σφεντόνες στα χέρια και τις τσέπες γεμάτες πυρομαχικά. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Με κοίταξαν κι ύστερα το 'βαλαν στα πόδια. Παραξενεύτηκα. Έβαλα το χέρι στο μέτωπό μου που πονούσε και βλέποντας αίμα στα χέρια μου τρόμαξα.»
Η ίδια θαλασσινή αύρα εξακολουθεί να μπαίνει απ' το παράθυρο του δωματίου μου με θέα τη θάλασσα που τώρα κάθομαι και γράφω. Μόνο που αντί για ημερολόγιο, γράφω ιστορίες για παιδιά και οι χάρτινοι ήρωες ξεπηδούν μέσα από τις δικές μου σελίδες. Το σπίτι στη θάλασσα είναι πάντα το καταφύγιο μου τα καλοκαίρια. Ο πυκνός του αέρας ψιθυρίζει ακόμη ιστορίες και μυστικά σαν αυτό της κιτρινισμένης σελίδας απ' το χαρτόδετο ημερολόγιο, που βρήκα στο βάθος του συρταριού μιας παλιάς δρύινης κομόντας.
«Όταν επέστρεψα στο σπίτι είπα πως πήγαμε βόλτα με τα παιδιά στη βραχοσπηλιά και γλίστρησα στα βράχια. Έφαγα την κατσάδα της χρονιάς μου κι έπειτα με έτρεξαν στο γιατρό. Πώς να πω στον πατέρα μου ότι η αιτία για όλα αυτά ήταν ο κότσυφας που πέτυχε ο Κωσταντής με τη σφεντόνα του χθες το απόγευμα στην αλάνα. Σταματήσαμε όλοι το παιχνίδι και μαζευτήκαμε γύρω απ' το νεκρό πουλί . Όλοι ζήλεψαν το σημάδι του Κωσταντή κι εκείνος καμάρωνε για το θήραμά του. Μόνο εγώ έσκυψα και παίρνοντας το νεκρό κοτσύφι στα χέρια μου ξέσπασα σε κλάματα. Από τότε δε μ' αφήνουν σε ησυχία. Δεν ξέρω τι να κάνω... Θα με ξαναπαίξουν άραγε στην αλάνα; Δεν έπρεπε να κλάψω... Καληνύχτα!».
Φωτογραφία: René Groebli.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://frear.gr/?p=19734
Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων είχαν τη μυρωδιά της θάλασσας και του χαρτιού. Η φρεσκάδα της θαλασσινής αύρας με ξυπνούσε κάθε πρωί μπαίνοντας κρυφά απ΄τις γρίλιες του παραθύρου στο δωμάτιό μου. Με το που άνοιγα τα μάτια, η πρώτη μου έγνοια ήταν να ανοίξω το συρτάρι του κομοδίνου και να πάρω στα χέρια μου το αγαπημένο μου ημερολόγιο για να βεβαιωθώ πως βρισκόταν εκεί. Το φαιοκίτρινο χάρτινο εξώφυλλο με τα κόκκινα αεροπλανάκια, τα πράσινα τραίνα, τα ξύλινα αλογάκια, τα ταμπούρλα και τις τρομπέτες έδινε χρώμα στο ξεκίνημα της μέρας μου. Η μυρωδιά των σελίδων του ξυπνούσε την επιθυμία μου για νέες περιπέτειες και ταυτόχρονα την προσμονή του τέλους της ημέρας, όταν κατάκοπος απ' το παιχνίδι , τις βουτιές και τις βόλτες, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στο κρεβάτι με το μολύβι στο στόμα. Ήταν δώρο του παππού μου. «Για να' χεις πάντα κάποιον να μιλάς» μου 'χε πει. Από τότε το ημερολόγιο ήταν ο πιστός σύντροφος των προσωπικών μου στιγμών.
18 Οκτωβρίου 1932
«Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Δεν ξέρω τι θα 'κανα χωρίς εσένα. Μόλις γύρισα από το γιατρό με τους γονείς μου. Μου 'κανε τρία ράμματα στο μέτωπο πάνω απ' το φρύδι. Πόνεσα φριχτά μα έσφιξα τα δόντια και δεν έκλαψα! «Φέρσου σαν άντρας!» μου 'πε ο πατέρας και το 'κανα. Τώρα και το μάτι μου έχει πρηστεί και πονάω».
Ωστόσο δεν ήταν το ημερολόγιο η μοναδική μου συντροφιά. Πάνω στο κομοδίνο, ακοίμητοι φρουροί οι ήρωές μου, ο Μπλεκ, ο Μικρός Σερίφης, ο Μικρός Καουμπόυ κι ο Τρουένο που με περίμεναν για να με συνοδεύσουν αδιαμαρτύρητα, όπου κι αν πήγαινα μέσα στη μέρα, στριμωγμένοι στο σακκίδιό μου. Ο πιο αγαπημένος όμως ήρωας των παιδικών μου χρόνων ήταν ο παππούς Αχιλλέας. Συνταξιούχος δάσκαλος που μετά τη σύνταξη ήρθε κι εγκαταστάθηκε με τη γιαγιά μου στο πατρικό του σπίτι στο νησί. Μαζί τους περνούσα τα καλοκαίρια μου. Το παράστημά του με τίποτε δεν παρέπεμπε στους ήρωες των εικονογραφημένων αναγνωσμάτων μου. Μέτριος στο ανάστημα κι αδύνατος, με έντονα ζυγωματικά και μάτια ονειροπόλα, που θαρρείς κι έβλεπαν πέρα απ' αυτό που είχαν μπροστά τους. Όλη του όμως η ηρωική φύση ήταν αποτυπωμένη σ΄εκείνο το μικρό σημάδι...
«Ο γιατρός είπε να προσέχω και να μην πάω για δυο μέρες σχολείο. Ευτυχώς! Δεν θα άντεχα να 'βλεπα τον Κωνσταντή και την παρέα του να χαίρονται με το κατόρθωμά τους. Σε κανέναν δεν είπα την αλήθεια. Μόνο σ' εσένα το λέω.»
Οι γλαφυρές αφηγήσεις του παππού που συνοδεύονταν από νοερές κινήσεις επιδεξιότητας στα χτυπήματα του σπαθιού, τον έκαναν να φαντάζει στα μάτια μου ιλιαδικός ήρωας. Πολλές φορές, τα μεσημέρια, που το σπίτι ησύχαζε, τα περνούσα μόνος στη σκιερή πίσω αυλή, σαν μονομάχος που νικούσε όλους τους φανταστικούς του αντιπάλους. Ο ηρωικός κόσμος των παιδικών χρόνων του παππού μου με τα ξύλινα σπαθιά, τις αυτοσχέδιες ασπίδες, τις περικεφαλαίες από χαρτόνι και τις κατακτήσεις φανταστικών κάστρων, ήταν για μένα η πραγμάτωση ενός ονείρου που σαν παιδί της πόλης δε θα ζούσα ποτέ.
«Σήμερα με περίμεναν έξω απ' το σχολείο μετά το σχόλασμα, ο Κωσταντής παρέα με τον Χρήστο και τον Στρατή. Είχαν αρχίσει τα σπρωξίματα απ' το διάλειμμα αλλά φοβόντουσαν τον δάσκαλο που τους κοιτούσε.Με πήραν στο κατόπι κι άρχισαν να με κοροϊδεύουν δείχνοντάς με: «Να ένας κότσυφας! Πάμε να τον πιάσουμε!». Άρχισα να τρέχω για να τους ξεφύγω στα καλντερίμια προς τον Αη Λια. Με ακολούθησαν. Σε λίγο ένιωσα απανωτά χτυπήματα στην πλάτη κι ύστερα στα πόδια. Συνέχισα να τρέχω ώσπου σκόνταψα κι έπεσα. Δεν πρόλαβα να σταθώ ξανά στα πόδια μου και μια απ' τις πέτρες που πετούσαν με τις σφεντόνες τους με πέτυχε στο μέτωπο. Ο Κωνσταντής με τους φίλους του ήρθαν από πάνω μου με τις σφεντόνες στα χέρια και τις τσέπες γεμάτες πυρομαχικά. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Με κοίταξαν κι ύστερα το 'βαλαν στα πόδια. Παραξενεύτηκα. Έβαλα το χέρι στο μέτωπό μου που πονούσε και βλέποντας αίμα στα χέρια μου τρόμαξα.»
Η ίδια θαλασσινή αύρα εξακολουθεί να μπαίνει απ' το παράθυρο του δωματίου μου με θέα τη θάλασσα που τώρα κάθομαι και γράφω. Μόνο που αντί για ημερολόγιο, γράφω ιστορίες για παιδιά και οι χάρτινοι ήρωες ξεπηδούν μέσα από τις δικές μου σελίδες. Το σπίτι στη θάλασσα είναι πάντα το καταφύγιο μου τα καλοκαίρια. Ο πυκνός του αέρας ψιθυρίζει ακόμη ιστορίες και μυστικά σαν αυτό της κιτρινισμένης σελίδας απ' το χαρτόδετο ημερολόγιο, που βρήκα στο βάθος του συρταριού μιας παλιάς δρύινης κομόντας.
«Όταν επέστρεψα στο σπίτι είπα πως πήγαμε βόλτα με τα παιδιά στη βραχοσπηλιά και γλίστρησα στα βράχια. Έφαγα την κατσάδα της χρονιάς μου κι έπειτα με έτρεξαν στο γιατρό. Πώς να πω στον πατέρα μου ότι η αιτία για όλα αυτά ήταν ο κότσυφας που πέτυχε ο Κωσταντής με τη σφεντόνα του χθες το απόγευμα στην αλάνα. Σταματήσαμε όλοι το παιχνίδι και μαζευτήκαμε γύρω απ' το νεκρό πουλί . Όλοι ζήλεψαν το σημάδι του Κωσταντή κι εκείνος καμάρωνε για το θήραμά του. Μόνο εγώ έσκυψα και παίρνοντας το νεκρό κοτσύφι στα χέρια μου ξέσπασα σε κλάματα. Από τότε δε μ' αφήνουν σε ησυχία. Δεν ξέρω τι να κάνω... Θα με ξαναπαίξουν άραγε στην αλάνα; Δεν έπρεπε να κλάψω... Καληνύχτα!».
Φωτογραφία: René Groebli.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://frear.gr/?p=19734
Χωρίς απάντηση
Φρέαρ
9.3.2017
9.3.2017
Όπως τον κρατούσα μπρούμυτα στο έδαφος, με το κεφάλι γραπωμένο από τα μαλλιά, πιέζοντας πισθάγκωνα το αριστερό του χέρι, το δεξί του χέρι χαλάρωσε αφήνοντας το λουρί της τσάντας που έσφιγγε στη γροθιά του. Ξέπνοος απ' την ένταση της καταδίωξης, μένοντας για δευτερόλεπτα ακίνητος πάνω απ' τον δράστη, ένιωσα σαν ήρωας σε παγωμένη οθόνη αστυνομικής ταινίας. Όταν άρχισα να συνέρχομαι, κατάλαβα πως ακινητοποιούσα ένα εφηβικό γεροδεμένο σώμα που σπαρταρούσε ασθμαίνοντας κάτω από την πίεση των χεριών μου. Οι ελάχιστοι θαμώνες του καφενείου της πλατείας, θιασώτες των απροσδόκητων συμβάντων που ταράζουν την ακινησία του απομεσήμερου της επαρχιακής πόλης, μαζεύτηκαν γύρω μας με τη γνωστή αδιάκριτη περιέργεια : «Το τσογλάνι! Τι σου έφταιγε βρε η γυναίκα και την έκλεψες; Δε σου φτάνει το χαρτζηλίκι σου; Αλλά βέβαια τι ανάγκη έχετε εσείς οι νέοι! Όλα για την πλάκα σας...»
Στο άκουσμα της τρεμάμενης παράκλησης: « Αφήστε με!» συνήλθα από τον ηρωικό μου οίστρο. Πήρα τα χέρια μου από πάνω του, σηκώθηκα και τον βοήθησα να σταθεί στα πόδια του. Πάγωσα όταν σήκωσε τα μάτια να με αντικρίσει. «Αναστάση, εσύ;» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω κοιτάζοντας τα τρομαγμένα μάτια του με το γνώριμο σημάδι πάνω απ' το δεξί φρύδι, ενθύμιο παιδικής σκανταλιάς. Έσκυψε το κεφάλι. Σαστισμένος ακόμα, τον πήρα παράμερα στο παγκάκι, προστατεύοντάς τον απ' την αδιακρισία των άλλων γύρω μας. Καθίσαμε σιωπηλοί, με την τσάντα, όριο ανάμεσα στους δυο κόσμους μας. Ένιωθα άβολα, σχεδόν ντροπή, για τη βιαιότητα της ματαιόδοξα ηρωικής σύλληψης του δράστη, που δεν ήταν άλλος από τον Αναστάση, νέο μαθητή μου στην Τρίτη Γυμνασίου και πρώτο μπόι στην τάξη του. Όση ώρα δεν μιλούσαμε, συνειδητοποίησα πως γι' αυτό το παιδί, που με παρακολουθούσε πάντα με βλέμμα ξύπνιο απ' το τελευταίο θρανίο δίπλα στο παράθυρο, γνώριζα ελάχιστα.
Τη σιωπή μας αποφάσισε να λύσει εκείνος πρώτος, χωρίς να του το ζητήσω. Άρχισε να μου αφηγείται, με λόγο ασυνάρτητο στην αρχή και με συχνές παύσεις, προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά: πώς παραφύλαξε την ηλικιωμένη κυρία την ώρα που σήκωνε χρήματα από το αυτόματο μηχάνημα της τράπεζας και πώς την ακολούθησε για να της αρπάξει την τσάντα στην κατάλληλη ευκαιρία. Στο σημείο που η γυναίκα έβαλε τις φωνές κι εκείνος πανικόβλητος άρχισε να τρέχει προς την πλατεία, αναγνώρισα και τον εαυτό μου σε ρόλο «φιλάνθρωπου σωτήρα» να τρέχει ξωπίσω του.
Σταμάτησε να μιλά το ίδιο απρόσμενα όπως ξεκίνησε. Γύρισα τότε προς το μέρος του και τον είδα σκυφτό να κρύβει το πρόσωπο στα χέρια του. Τον άγγιξα ελαφρά στην πλάτη, επιζητώντας μάταια να επανορθώσω. Άρχισε ξανά να μιλά με ανάσα κοφτή. Τα δύο τελευταία χρόνια ζούσε με την αδερφή και τους γονείς του στην πόλη μας. Τα έβγαζαν δύσκολα πέρα μια που ο πατέρας του ήταν τρία χρόνια τώρα άνεργος. Μοναδικό εισόδημα το επίδομα ανεργίας και τα μεροκάματα της μητέρας, που δούλευε περιστασιακά σαν καθαρίστρια. Τελευταία είχαν κοπεί κι αυτά. Ζωή στερημένη. Φαγητό λιγοστό. Η ανέχεια στιγμάτιζε την κάθε τους μέρα. Η ανημπόρια της μάνας του τον γέμιζε φόβο.
Στο κοινωνικό παντοπωλείο είχε πάει το μεσημέρι εκείνο με τους γονείς του για να βοηθήσει. Ήταν αυτός που βρήκε τη μάνα του λιπόθυμη στο πάτωμα ακούγοντας το γδούπο του σώματός της δίπλα στα τρόφιμα που 'χαν χυθεί απ' το ράφι. Είδαν κι έπαθαν να τη συνεφέρουν. Όπως την είδε κάτωχρη, ο προηγούμενος φόβος του μετατράπηκε σε θυμό. Ήταν θυμός που τον κυρίευσε, μούδιασε το μυαλό του και τον έσπρωξε στο ρίσκο μιας θολωμένης απόφασης.
Σε όσα άκουσα, σιώπησα. Δεν τον συμβούλεψα, δεν τον παρηγόρησα, δεν του μίλησα για το μέλλον. Δεν έκανα όλα αυτά που θα' πρεπε ίσως να 'χε κάνει ένας δάσκαλος. Δεν βρήκα τι να του πω. Η ηχηρή σιωπή μου τον ξάφνιασε. Με κοίταξε με απορία. «Μην ανησυχείς. Θα τα κανονίσω εγώ.», ήταν το μόνο που του είπα.
Ο Αναστάσης δεν ξαναμίλησε. Τον είδα να απομακρύνεται με ώμους κυρτούς. Θύμωσα με τον εαυτό μου που τον άφησα να φύγει χωρίς απάντηση. Απ' το λήθαργο των σκέψεων με ξύπνησε το τρόπαιο του ματαιωμένου ηρωισμού του, η τσάντα, που τόση ώρα περίμενε υπομονετικά δίπλα μου και τώρα έχασκε ορθάνοιχτη και ...άδεια.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://frear.gr/?p=17278
Στο άκουσμα της τρεμάμενης παράκλησης: « Αφήστε με!» συνήλθα από τον ηρωικό μου οίστρο. Πήρα τα χέρια μου από πάνω του, σηκώθηκα και τον βοήθησα να σταθεί στα πόδια του. Πάγωσα όταν σήκωσε τα μάτια να με αντικρίσει. «Αναστάση, εσύ;» ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω κοιτάζοντας τα τρομαγμένα μάτια του με το γνώριμο σημάδι πάνω απ' το δεξί φρύδι, ενθύμιο παιδικής σκανταλιάς. Έσκυψε το κεφάλι. Σαστισμένος ακόμα, τον πήρα παράμερα στο παγκάκι, προστατεύοντάς τον απ' την αδιακρισία των άλλων γύρω μας. Καθίσαμε σιωπηλοί, με την τσάντα, όριο ανάμεσα στους δυο κόσμους μας. Ένιωθα άβολα, σχεδόν ντροπή, για τη βιαιότητα της ματαιόδοξα ηρωικής σύλληψης του δράστη, που δεν ήταν άλλος από τον Αναστάση, νέο μαθητή μου στην Τρίτη Γυμνασίου και πρώτο μπόι στην τάξη του. Όση ώρα δεν μιλούσαμε, συνειδητοποίησα πως γι' αυτό το παιδί, που με παρακολουθούσε πάντα με βλέμμα ξύπνιο απ' το τελευταίο θρανίο δίπλα στο παράθυρο, γνώριζα ελάχιστα.
Τη σιωπή μας αποφάσισε να λύσει εκείνος πρώτος, χωρίς να του το ζητήσω. Άρχισε να μου αφηγείται, με λόγο ασυνάρτητο στην αρχή και με συχνές παύσεις, προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά: πώς παραφύλαξε την ηλικιωμένη κυρία την ώρα που σήκωνε χρήματα από το αυτόματο μηχάνημα της τράπεζας και πώς την ακολούθησε για να της αρπάξει την τσάντα στην κατάλληλη ευκαιρία. Στο σημείο που η γυναίκα έβαλε τις φωνές κι εκείνος πανικόβλητος άρχισε να τρέχει προς την πλατεία, αναγνώρισα και τον εαυτό μου σε ρόλο «φιλάνθρωπου σωτήρα» να τρέχει ξωπίσω του.
Σταμάτησε να μιλά το ίδιο απρόσμενα όπως ξεκίνησε. Γύρισα τότε προς το μέρος του και τον είδα σκυφτό να κρύβει το πρόσωπο στα χέρια του. Τον άγγιξα ελαφρά στην πλάτη, επιζητώντας μάταια να επανορθώσω. Άρχισε ξανά να μιλά με ανάσα κοφτή. Τα δύο τελευταία χρόνια ζούσε με την αδερφή και τους γονείς του στην πόλη μας. Τα έβγαζαν δύσκολα πέρα μια που ο πατέρας του ήταν τρία χρόνια τώρα άνεργος. Μοναδικό εισόδημα το επίδομα ανεργίας και τα μεροκάματα της μητέρας, που δούλευε περιστασιακά σαν καθαρίστρια. Τελευταία είχαν κοπεί κι αυτά. Ζωή στερημένη. Φαγητό λιγοστό. Η ανέχεια στιγμάτιζε την κάθε τους μέρα. Η ανημπόρια της μάνας του τον γέμιζε φόβο.
Στο κοινωνικό παντοπωλείο είχε πάει το μεσημέρι εκείνο με τους γονείς του για να βοηθήσει. Ήταν αυτός που βρήκε τη μάνα του λιπόθυμη στο πάτωμα ακούγοντας το γδούπο του σώματός της δίπλα στα τρόφιμα που 'χαν χυθεί απ' το ράφι. Είδαν κι έπαθαν να τη συνεφέρουν. Όπως την είδε κάτωχρη, ο προηγούμενος φόβος του μετατράπηκε σε θυμό. Ήταν θυμός που τον κυρίευσε, μούδιασε το μυαλό του και τον έσπρωξε στο ρίσκο μιας θολωμένης απόφασης.
Σε όσα άκουσα, σιώπησα. Δεν τον συμβούλεψα, δεν τον παρηγόρησα, δεν του μίλησα για το μέλλον. Δεν έκανα όλα αυτά που θα' πρεπε ίσως να 'χε κάνει ένας δάσκαλος. Δεν βρήκα τι να του πω. Η ηχηρή σιωπή μου τον ξάφνιασε. Με κοίταξε με απορία. «Μην ανησυχείς. Θα τα κανονίσω εγώ.», ήταν το μόνο που του είπα.
Ο Αναστάσης δεν ξαναμίλησε. Τον είδα να απομακρύνεται με ώμους κυρτούς. Θύμωσα με τον εαυτό μου που τον άφησα να φύγει χωρίς απάντηση. Απ' το λήθαργο των σκέψεων με ξύπνησε το τρόπαιο του ματαιωμένου ηρωισμού του, η τσάντα, που τόση ώρα περίμενε υπομονετικά δίπλα μου και τώρα έχασκε ορθάνοιχτη και ...άδεια.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://frear.gr/?p=17278
Καζαμίας
Fractal
28.12.2016
28.12.2016
Με έκπληξη αντίκρισε στον πάγκο του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς της, παραμονές πρωτοχρονιάς, μια στοίβα Καζαμίες. «Βγαίνει ακόμα;» αναρωτήθηκε. Κάποτε ήταν το πρώτο στη σειρά των ευπώλητων τις ημέρες της πρωτοχρονιάς. Προφητικό ημερολόγιο συνηθιζόταν να λέγεται, γιατί έδινε προφητικές απαντήσεις στους αναγνώστες του για τα μελλούμενα της νέας χρονιάς. Αγαπημένο ανάγνωσμα των περιεχομένων του ήταν και ο περίφημος Ονειροκρίτης, με αναλυτικό αλφαβητικό κατάλογο ονειρικών συμβόλων.
Η απρόσμενη συνάντησή της με τον Καζαμία την οδήγησε χρόνια πίσω, σ' εκείνες τις καλοκαιρινές επισκέψεις στο σπίτι της θειάς Λαμπρινής, της μεγαλύτερης από τις θείες του πατέρα της, η οποία ξεκαλοκαίριαζε στο παραλίμνιο χωριό της.
Η ογδοντάχρονη τότε θειά Λαμπρινή, χήρα αξιωματικού του στρατού και άκληρη, είχε πάντα τον Καζαμία, μαζί με άλλα θρησκευτικά έντυπα που συνήθιζε να διαβάζει, πάνω στο τραπέζι της εισόδου του σπιτιού της. Με πόση περιέργεια, δεκάχρονο παιδί τότε εκείνη, ξεφύλλιζε αυτό το έντυπο με τα τόσο χαρακτηριστικά γραφιστικά στο εξώφυλλο, τα έντονα χρώματα, τους αστερισμούς και τους ονειρομάντεις με το κωνικό καπέλο.
Η καθιερωμένη επίσκεψη στο σπίτι της θειάς Λαμπρινής γινόταν το απομεσήμερο, γιατί το σπίτι ήταν πέτρινο και συνεπώς πιο δροσερό. Την έβρισκε σχεδόν πάντα καθισμένη στην πολυθρόνα της στο καθιστικό, με την πόρτα μισάνοιχτη «για να κάνει λίγο ρεύμα», όπως έλεγε, να πλέκει με το βελονάκι σεμεδάκια με άσπρη ή μπεζ κλωστή, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη που εκείνη επέλεγε.
Την καλοδεχόταν πάντα. Ήταν η συντροφιά του απομεσήμερου που έσπαγε τη νέκρα του χωριού κι έκανε τον κενό της χρόνο να περνά πιο ευχάριστα. Έπαιρνε μια καρέκλα και καθόταν απέναντί της, έτοιμη να ακούσει ακόμα ένα από τα πολλά, παράδοξα όνειρά της. Αυτή εξάλλου ήταν και η ιδιαίτερη, σχεδόν μυστηριακή επικοινωνία τους. «Λοιπόν θειά, θα μου πεις τι όνειρο είδες χθες βράδυ;». Έτσι ξεκινούσε κάθε φορά η τελετουργία της αφήγησης των ονείρων, από μια ανάγκη της εξομολογητική, σχεδόν λυτρωτική, την ανάγκη της να πει στο φως τα θάματα της νύχτας και να τα ξορκίσει.
Η θειά Λαμπρινή αφηγούνταν τις ονειροφαντασιές της νύχτας κρατώντας το ρυθμό με το βελονάκι, αφού τα χέρια της δε σταματούσαν να πλέκουν, παρά μόνο στα σημεία που με μια χειρονομία έπρεπε να παραστήσει μια ονειρική εικόνα.
Η παραδοξότητα των ονείρων της θειάς την έσπρωχνε κάθε φορά στην αναζήτηση της ερμηνείας των ονειρικών συμβόλων. Ήταν εκείνη η στιγμή, μετά το τέλος κάθε αφήγησης, όταν κατέφευγε με περιέργεια στον Ονειροκρίτη του Καζαμία, μήπως καταφέρει και ερμηνεύσει όσα θαυμαστά είχε ακούσει. Με ενθουσιασμό μεγάλο της ανακοίνωνε έπειτα τη λύση του γρίφου. Και τότε πάντα με συγκατάβαση άκουγε τη θειά Λαμπρινή να λέει: «Χμμ!.... Δεν έχεις κι άδικο!».
Εκείνο όμως που την ενθουσίαζε ήταν να ακούει αφηγήσεις παλιότερων ονείρων, τα οποία η θειά συνήθιζε κατά καιρούς να επαναλαμβάνει. Τα όνειρα εκείνα ήταν διαφορετικά. Τα διηγούνταν κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο και κάθε φορά τα συνέδεε με γεγονότα της κατοπινής της ζωής. Έτσι, τα όνειρα της ενσαρκώνονταν.
Ένα από αυτά το είχε ακόμα κρατήσει καθαρό στη μνήμη της, ίσως γιατί αυτό, όπως έλεγε και ξανάλεγε η θειά, είχε σημαδέψει βαθιά τη ζωή της. Είχε ονειρευτεί πως κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρά της, όταν ξάφνου, το μισάνοιχτο παράθυρο άνοιξε διάπλατα και μπήκαν μέσα δυο λευκά περιστέρια. Πέταξαν ένα γύρο στο δωμάτιο κι ύστερα στάθηκαν φτερουγίζοντας πάνω απ' το κρεβάτι της. Ξύπνησε τρομαγμένη απ' το φουρφούρισμα των φτερών τους. Με ορθάνοιχτα μάτια τα κοίταξε και είδε τα περιστέρια να κρατούν στο ράμφος τους από μια βέρα. Άνοιξε τα χέρια της και τα περιστέρια απόθεσαν μέσα τους τις βέρες. Θέλησε να δει σε ποιους ανήκαν. Τις γύρισε για να δει τα ονόματα στο εσωτερικό τους. Στη μια είδε γραμμένο τ' όνομα του άνδρα της και στην άλλη το δικό της. Πήρε τότε τις δυο βέρες και τις φόρεσε στον παράμεσο του δεξιού της χεριού.
Την άλλη μέρα πληροφορήθηκε με τηλεγράφημα το θάνατο του άνδρα της στο μέτωπο. Ήταν παντρεμένοι μόλις εννιά μήνες.
Θυμήθηκε πως δεν έψαξε ποτέ στον Ονειροκρίτη του Καζαμία γι' αυτό το όνειρο. Της αρκούσε κάθε φορά να κοιτάζει τη διπλή βέρα στον παράμεσο του δεξιού χεριού της θειάς Λαμπρινής.
Στην κηδεία της, χρόνια αργότερα, δεν πήγε. Κατέφυγε σε εύκολες προφάσεις: οι υποχρεώσεις του έγγαμου βίου, τα παιδιά, η απόσταση.
Σε ποιον να 'λεγε πως δεν είχε ακόμα ξορκίσει το δικό της όνειρο; Βέρα διπλή στο δεξί της χέρι.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://fractalart.gr/kazamias/
Η απρόσμενη συνάντησή της με τον Καζαμία την οδήγησε χρόνια πίσω, σ' εκείνες τις καλοκαιρινές επισκέψεις στο σπίτι της θειάς Λαμπρινής, της μεγαλύτερης από τις θείες του πατέρα της, η οποία ξεκαλοκαίριαζε στο παραλίμνιο χωριό της.
Η ογδοντάχρονη τότε θειά Λαμπρινή, χήρα αξιωματικού του στρατού και άκληρη, είχε πάντα τον Καζαμία, μαζί με άλλα θρησκευτικά έντυπα που συνήθιζε να διαβάζει, πάνω στο τραπέζι της εισόδου του σπιτιού της. Με πόση περιέργεια, δεκάχρονο παιδί τότε εκείνη, ξεφύλλιζε αυτό το έντυπο με τα τόσο χαρακτηριστικά γραφιστικά στο εξώφυλλο, τα έντονα χρώματα, τους αστερισμούς και τους ονειρομάντεις με το κωνικό καπέλο.
Η καθιερωμένη επίσκεψη στο σπίτι της θειάς Λαμπρινής γινόταν το απομεσήμερο, γιατί το σπίτι ήταν πέτρινο και συνεπώς πιο δροσερό. Την έβρισκε σχεδόν πάντα καθισμένη στην πολυθρόνα της στο καθιστικό, με την πόρτα μισάνοιχτη «για να κάνει λίγο ρεύμα», όπως έλεγε, να πλέκει με το βελονάκι σεμεδάκια με άσπρη ή μπεζ κλωστή, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη που εκείνη επέλεγε.
Την καλοδεχόταν πάντα. Ήταν η συντροφιά του απομεσήμερου που έσπαγε τη νέκρα του χωριού κι έκανε τον κενό της χρόνο να περνά πιο ευχάριστα. Έπαιρνε μια καρέκλα και καθόταν απέναντί της, έτοιμη να ακούσει ακόμα ένα από τα πολλά, παράδοξα όνειρά της. Αυτή εξάλλου ήταν και η ιδιαίτερη, σχεδόν μυστηριακή επικοινωνία τους. «Λοιπόν θειά, θα μου πεις τι όνειρο είδες χθες βράδυ;». Έτσι ξεκινούσε κάθε φορά η τελετουργία της αφήγησης των ονείρων, από μια ανάγκη της εξομολογητική, σχεδόν λυτρωτική, την ανάγκη της να πει στο φως τα θάματα της νύχτας και να τα ξορκίσει.
Η θειά Λαμπρινή αφηγούνταν τις ονειροφαντασιές της νύχτας κρατώντας το ρυθμό με το βελονάκι, αφού τα χέρια της δε σταματούσαν να πλέκουν, παρά μόνο στα σημεία που με μια χειρονομία έπρεπε να παραστήσει μια ονειρική εικόνα.
Η παραδοξότητα των ονείρων της θειάς την έσπρωχνε κάθε φορά στην αναζήτηση της ερμηνείας των ονειρικών συμβόλων. Ήταν εκείνη η στιγμή, μετά το τέλος κάθε αφήγησης, όταν κατέφευγε με περιέργεια στον Ονειροκρίτη του Καζαμία, μήπως καταφέρει και ερμηνεύσει όσα θαυμαστά είχε ακούσει. Με ενθουσιασμό μεγάλο της ανακοίνωνε έπειτα τη λύση του γρίφου. Και τότε πάντα με συγκατάβαση άκουγε τη θειά Λαμπρινή να λέει: «Χμμ!.... Δεν έχεις κι άδικο!».
Εκείνο όμως που την ενθουσίαζε ήταν να ακούει αφηγήσεις παλιότερων ονείρων, τα οποία η θειά συνήθιζε κατά καιρούς να επαναλαμβάνει. Τα όνειρα εκείνα ήταν διαφορετικά. Τα διηγούνταν κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο και κάθε φορά τα συνέδεε με γεγονότα της κατοπινής της ζωής. Έτσι, τα όνειρα της ενσαρκώνονταν.
Ένα από αυτά το είχε ακόμα κρατήσει καθαρό στη μνήμη της, ίσως γιατί αυτό, όπως έλεγε και ξανάλεγε η θειά, είχε σημαδέψει βαθιά τη ζωή της. Είχε ονειρευτεί πως κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρά της, όταν ξάφνου, το μισάνοιχτο παράθυρο άνοιξε διάπλατα και μπήκαν μέσα δυο λευκά περιστέρια. Πέταξαν ένα γύρο στο δωμάτιο κι ύστερα στάθηκαν φτερουγίζοντας πάνω απ' το κρεβάτι της. Ξύπνησε τρομαγμένη απ' το φουρφούρισμα των φτερών τους. Με ορθάνοιχτα μάτια τα κοίταξε και είδε τα περιστέρια να κρατούν στο ράμφος τους από μια βέρα. Άνοιξε τα χέρια της και τα περιστέρια απόθεσαν μέσα τους τις βέρες. Θέλησε να δει σε ποιους ανήκαν. Τις γύρισε για να δει τα ονόματα στο εσωτερικό τους. Στη μια είδε γραμμένο τ' όνομα του άνδρα της και στην άλλη το δικό της. Πήρε τότε τις δυο βέρες και τις φόρεσε στον παράμεσο του δεξιού της χεριού.
Την άλλη μέρα πληροφορήθηκε με τηλεγράφημα το θάνατο του άνδρα της στο μέτωπο. Ήταν παντρεμένοι μόλις εννιά μήνες.
Θυμήθηκε πως δεν έψαξε ποτέ στον Ονειροκρίτη του Καζαμία γι' αυτό το όνειρο. Της αρκούσε κάθε φορά να κοιτάζει τη διπλή βέρα στον παράμεσο του δεξιού χεριού της θειάς Λαμπρινής.
Στην κηδεία της, χρόνια αργότερα, δεν πήγε. Κατέφυγε σε εύκολες προφάσεις: οι υποχρεώσεις του έγγαμου βίου, τα παιδιά, η απόσταση.
Σε ποιον να 'λεγε πως δεν είχε ακόμα ξορκίσει το δικό της όνειρο; Βέρα διπλή στο δεξί της χέρι.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://fractalart.gr/kazamias/
Η υπόσχεση
Fractal
12.4.2017
12.4.2017
Την αναγνώρισα αμέσως από το κοκκάλινο χτενάκι που έπιανε σε μικρό κότσο τα μαλλιά της και με άφηνε να τη χτενίζω τα βράδια. Καθόταν σε μια πολυθρόνα γυρισμένη προς το παράθυρο. Χτύπησα διακριτικά τη μισάνοιχτη πόρτα μα δεν πήρα απάντηση. Αποφάσισα να προχωρήσω. Στάθηκα πλάι της χωρίς να της μιλήσω. Το βλέμμα της ταξίδευε έξω απ' το παράθυρο. Καθόταν ήρεμη με τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια.
Τέσσερα χρόνια είχα να τη δω. Η τελευταία εικόνα που είχα από 'κεινη ήταν να στέκει στο κατώφλι του σπιτιού στο χωριό, στο κτήμα με τις αμυγδαλιές, και να με χαιρετά σταυρώνοντάς με για καλό δρόμο. Είχε συνηθίσει η μια την παρουσία της άλλης αφού, μένοντας απρόσμενα άνεργη, είχα βρει καταφύγιο για ένα ολόκληρο χρόνο στο σπίτι στο χωριό . Όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία για μια νέα δουλειά στη Γερμανία, η απόφαση πάρθηκε γρήγορα. Την αποχαιρέτησα με την παρήγορη για τη μοναξιά της υπόσχεση «Θα' ρθω το καλοκαίρι!». Η αραιή τηλεφωνική μας επικοινωνία ήταν πάντα σύντομη και περιοριζόταν στην επιβεβαίωση πως όλα πήγαιναν καλά κι ας μην ήταν πάντα αυτή η αλήθεια και για τις δυο μας. Όταν για καιρό σταμάτησε πια η επικοινωνία μου μαζί της, η δήλωση της μητέρας μου: «Η γιαγιά δεν είναι καλά», σήμαινε πως έπρεπε να τη δω.
Την άγγιξα ελαφρά στον ώμο καλημερίζοντάς την κι εκείνη ξαφνιασμένη γύρισε να με δει. Τότε αντίκρισα το ίδιο εκείνο βλέμμα που με ακολουθούσε προστατευτικά σε κάθε βήμα της ζωής μου, μόνο που τώρα είχε την εναγώνια απορία να καταλάβει ποια ήμουν.
-Η Θάλεια είμαι. Σου έφερα λουλούδια που σ΄αρέσουν.
-Τι όμορφα! Σ΄ευχαριστώ.
-Θα τα βάλω στο βάζο.
-Ναι. Κάπου εδώ είναι...
-Μην ανησυχείς, το βρήκα.
-Λοιπόν , ποια είσαι εσύ;
-Είμαι η εγγονή σου, η κόρη του Νικόλα.
-Α, για να σε δω! Μεγάλωσες! Κι ο πατέρας σου πού είναι;
-Δεν είναι μαζί μου.
Κούνησε το κεφάλι και σώπασε. Ξαναστήλωσε τα μάτια στο παράθυρο.
Κάθισα δίπλα της. Ήθελα να μοιραστώ μαζί της τη σιωπή που ακολούθησε το όνομα του πατέρα μου. Η μνήμη την είχε προφυλάξει διαγράφοντας την απουσία του πατέρα μου, που χάθηκε πρόωρα από τη ζωή μας. Κοίταξα τα ρυτιδιασμένα χέρια της. Το ένα πάνω στ΄αλλο με τη διπλή βέρα στο δεξί, περίμεναν άβουλα και άπρακτα, χαμένα στη λήθη της προηγούμενης άοκνης ζωής τους. Πήρα τα χέρια της μες στα δικά μου και τα φίλησα. Εκείνη με χάιδεψε στα μαλλιά. Ήμουν και πάλι μικρή. Το ίδιο εκείνο κοριτσάκι με το πλεκτό ζακετάκι της γιαγιάς και την κορδέλα στα μαλλιά που πόζαρε με σκέρτσο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία πάνω στο κομοδίνο.
-Σα να 'βαλε λίγο ψύχρα. Μου δίνεις το ...Να εκεί πάνω.
-Το σάλι σου θέλεις; Όρίστε. Είναι καλύτερα τώρα;
-Ναι, καλύτερα. Τυλίχτηκε με το σάλι και ξανασώπασε. Κατάλαβα πως από δω και πέρα, όλο και περισσότερο, ο κόσμος της σιωπής θα ήταν ο κόσμος της.
«Κοίτα, προσπαθούν να μπουν μέσα», είπε σε λίγο δείχνοντάς μου τα κλαδιά της αμυγδαλιάς που χτυπούσαν απ' τον αέρα το τζάμι του παραθύρου. «Μα πότε ανθίσανε; Όταν βγαίνω βόλτα στο κτήμα ο αέρας γεμίζει με άνθη τα μαλλιά μου. Αρέσουν στον Ανδρέα τα άνθη στα μαλλιά μου...»
-Ναι γιαγιά, θυμάμαι κι εγώ τις βόλτες με τον παππού στο κτήμα με τις μυγδαλιές τέτοια εποχή!
-Τι λες; Βγαίνουμε έξω να τις δούμε από κοντά;
-Όχι σήμερα γιαγιά, κάνει κρύο. Θα πάμε αύριο.
-Μου υπόσχεσαι πως θα 'ρθεις πάλι αύριο; Μου το υπόσχεσαι;
-Ναι γιαγιά, στο υπόσχομαι.
Το πρόσωπό της έλαμψε στο άκουσμα της υπόσχεσής μου. Άπλωσε το χέρι της και με χάιδεψε στο μάγουλο. «Είσαι καλό κορίτσι» μου είπε. Δεν ξέρω αν όση ώρα ήμαστε μαζί με είχε έστω και για μια στιγμή αναγνωρίσει. Αναγνώρισα όμως εγώ το άγγιγμά της και τη θέρμη της αγάπης της κι αυτό μου έφτανε.
-Κυρία Φανή, βλέπω έχεις επισκέψεις;
-Ναι, είναι η....
-Η Θάλεια, η εγγονή της.
-Ποιος τη χάρη σου κυρία Φανή να 'χεις τόσο μεγάλη εγγονή!
Η γιαγιά χαμογέλασε με καμάρι στα κολακευτικά λόγια της τραπεζοκόμου που είχε έρθει για να φέρει το μεσημεριανό γεύμα.
Έσκυψα, την αγκάλιασα και τη φίλησα αφήνοντάς την ευχαριστημένη, όσο λίγο κι αν κράτησε αυτό. Φεύγοντας συνειδητοποίησα πως μέσα στα τόσα χρόνια προσφοράς, ήταν η πρώτη φορά που η γιαγιά είχε ζητήσει κάτι από εμένα. Η πτήση μου έφευγε σε δυο ώρες κι εγώ ίσα που είχα προλάβει να την δω, να της δώσω μια ψεύτικη υπόσχεση και να επιστρέψω στη μοναξιά μιας προγραμματισμένης ζωής.
Την επόμενη άνοιξη γύρισα εκτάκτως στο χωριό για την κηδεία της . Πρόλαβα και πήγα μια βόλτα στο κτήμα. Οι αμυγδαλιές, περίμεναν εκεί, ανυπόκριτα αγέρωχες , να μου θυμίζουν με τα άνθη τους την υπόσχεση που δεν κράτησα.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://fractalart.gr/i-yposxesi
Τέσσερα χρόνια είχα να τη δω. Η τελευταία εικόνα που είχα από 'κεινη ήταν να στέκει στο κατώφλι του σπιτιού στο χωριό, στο κτήμα με τις αμυγδαλιές, και να με χαιρετά σταυρώνοντάς με για καλό δρόμο. Είχε συνηθίσει η μια την παρουσία της άλλης αφού, μένοντας απρόσμενα άνεργη, είχα βρει καταφύγιο για ένα ολόκληρο χρόνο στο σπίτι στο χωριό . Όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία για μια νέα δουλειά στη Γερμανία, η απόφαση πάρθηκε γρήγορα. Την αποχαιρέτησα με την παρήγορη για τη μοναξιά της υπόσχεση «Θα' ρθω το καλοκαίρι!». Η αραιή τηλεφωνική μας επικοινωνία ήταν πάντα σύντομη και περιοριζόταν στην επιβεβαίωση πως όλα πήγαιναν καλά κι ας μην ήταν πάντα αυτή η αλήθεια και για τις δυο μας. Όταν για καιρό σταμάτησε πια η επικοινωνία μου μαζί της, η δήλωση της μητέρας μου: «Η γιαγιά δεν είναι καλά», σήμαινε πως έπρεπε να τη δω.
Την άγγιξα ελαφρά στον ώμο καλημερίζοντάς την κι εκείνη ξαφνιασμένη γύρισε να με δει. Τότε αντίκρισα το ίδιο εκείνο βλέμμα που με ακολουθούσε προστατευτικά σε κάθε βήμα της ζωής μου, μόνο που τώρα είχε την εναγώνια απορία να καταλάβει ποια ήμουν.
-Η Θάλεια είμαι. Σου έφερα λουλούδια που σ΄αρέσουν.
-Τι όμορφα! Σ΄ευχαριστώ.
-Θα τα βάλω στο βάζο.
-Ναι. Κάπου εδώ είναι...
-Μην ανησυχείς, το βρήκα.
-Λοιπόν , ποια είσαι εσύ;
-Είμαι η εγγονή σου, η κόρη του Νικόλα.
-Α, για να σε δω! Μεγάλωσες! Κι ο πατέρας σου πού είναι;
-Δεν είναι μαζί μου.
Κούνησε το κεφάλι και σώπασε. Ξαναστήλωσε τα μάτια στο παράθυρο.
Κάθισα δίπλα της. Ήθελα να μοιραστώ μαζί της τη σιωπή που ακολούθησε το όνομα του πατέρα μου. Η μνήμη την είχε προφυλάξει διαγράφοντας την απουσία του πατέρα μου, που χάθηκε πρόωρα από τη ζωή μας. Κοίταξα τα ρυτιδιασμένα χέρια της. Το ένα πάνω στ΄αλλο με τη διπλή βέρα στο δεξί, περίμεναν άβουλα και άπρακτα, χαμένα στη λήθη της προηγούμενης άοκνης ζωής τους. Πήρα τα χέρια της μες στα δικά μου και τα φίλησα. Εκείνη με χάιδεψε στα μαλλιά. Ήμουν και πάλι μικρή. Το ίδιο εκείνο κοριτσάκι με το πλεκτό ζακετάκι της γιαγιάς και την κορδέλα στα μαλλιά που πόζαρε με σκέρτσο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία πάνω στο κομοδίνο.
-Σα να 'βαλε λίγο ψύχρα. Μου δίνεις το ...Να εκεί πάνω.
-Το σάλι σου θέλεις; Όρίστε. Είναι καλύτερα τώρα;
-Ναι, καλύτερα. Τυλίχτηκε με το σάλι και ξανασώπασε. Κατάλαβα πως από δω και πέρα, όλο και περισσότερο, ο κόσμος της σιωπής θα ήταν ο κόσμος της.
«Κοίτα, προσπαθούν να μπουν μέσα», είπε σε λίγο δείχνοντάς μου τα κλαδιά της αμυγδαλιάς που χτυπούσαν απ' τον αέρα το τζάμι του παραθύρου. «Μα πότε ανθίσανε; Όταν βγαίνω βόλτα στο κτήμα ο αέρας γεμίζει με άνθη τα μαλλιά μου. Αρέσουν στον Ανδρέα τα άνθη στα μαλλιά μου...»
-Ναι γιαγιά, θυμάμαι κι εγώ τις βόλτες με τον παππού στο κτήμα με τις μυγδαλιές τέτοια εποχή!
-Τι λες; Βγαίνουμε έξω να τις δούμε από κοντά;
-Όχι σήμερα γιαγιά, κάνει κρύο. Θα πάμε αύριο.
-Μου υπόσχεσαι πως θα 'ρθεις πάλι αύριο; Μου το υπόσχεσαι;
-Ναι γιαγιά, στο υπόσχομαι.
Το πρόσωπό της έλαμψε στο άκουσμα της υπόσχεσής μου. Άπλωσε το χέρι της και με χάιδεψε στο μάγουλο. «Είσαι καλό κορίτσι» μου είπε. Δεν ξέρω αν όση ώρα ήμαστε μαζί με είχε έστω και για μια στιγμή αναγνωρίσει. Αναγνώρισα όμως εγώ το άγγιγμά της και τη θέρμη της αγάπης της κι αυτό μου έφτανε.
-Κυρία Φανή, βλέπω έχεις επισκέψεις;
-Ναι, είναι η....
-Η Θάλεια, η εγγονή της.
-Ποιος τη χάρη σου κυρία Φανή να 'χεις τόσο μεγάλη εγγονή!
Η γιαγιά χαμογέλασε με καμάρι στα κολακευτικά λόγια της τραπεζοκόμου που είχε έρθει για να φέρει το μεσημεριανό γεύμα.
Έσκυψα, την αγκάλιασα και τη φίλησα αφήνοντάς την ευχαριστημένη, όσο λίγο κι αν κράτησε αυτό. Φεύγοντας συνειδητοποίησα πως μέσα στα τόσα χρόνια προσφοράς, ήταν η πρώτη φορά που η γιαγιά είχε ζητήσει κάτι από εμένα. Η πτήση μου έφευγε σε δυο ώρες κι εγώ ίσα που είχα προλάβει να την δω, να της δώσω μια ψεύτικη υπόσχεση και να επιστρέψω στη μοναξιά μιας προγραμματισμένης ζωής.
Την επόμενη άνοιξη γύρισα εκτάκτως στο χωριό για την κηδεία της . Πρόλαβα και πήγα μια βόλτα στο κτήμα. Οι αμυγδαλιές, περίμεναν εκεί, ανυπόκριτα αγέρωχες , να μου θυμίζουν με τα άνθη τους την υπόσχεση που δεν κράτησα.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://fractalart.gr/i-yposxesi
Ανθρώπινο στίγμα
Fractal
30.11.2016
30.11.2016
Τα μαύρα καλογυαλισμένα σκαρπίνια περίμεναν αυστηρά στοιχισμένα κάτω από τη μοναδική καρέκλα του υπνοδωματίου. Στην πλάτη της καρέκλας φορεμένο το γαλάζιο κολαριστό πουκάμισο και στο κάθισμα διπλωμένο στην τσάκιση το μπλε παντελόνι . Στο χτύπημα του ρολογιού στις έξι ακριβώς, άνοιξε τα μάτια μένοντας ακίνητος για δύο ολόκληρα λεπτά. Σήκωσε ελαφρά τα σκεπάσματα διπλώνοντάς τα σε σχήμα ορθής γωνίας. Φόρεσε τις παντόφλες που υπάκουα τον περίμεναν κάτω απ' το κρεβάτι.
Πάντα φρόντιζε από το βράδυ ο πρωινός καφές να είναι σύντομα έτοιμος μ' ένα πάτημα της καφετιέρας. Η πρώτη γουλιά ήταν βάλσαμο για την έναρξη μιας ακόμα μέρας. Μετά το πρωινό έπλυνε προσεκτικά τα σκεύη και σκούπισε μ' ένα στεγνό πανί την επιφάνεια του νεροχύτη ώστε να μη μείνει σταγόνα. Ντύθηκε κι αφού έριξε μια τελευταία εξεταστική ματιά στον καθρέφτη, έφυγε για τη δουλειά.
Στο μετρό, το δρομολόγιο των 7.10 ήταν γεμάτο. Προτίμησε να περιμένει το επόμενο. Δυσφορούσε στη σκέψη του πρωινού στριμώγματος. Εξάλλου, ξεκινούσε πάντα νωρίτερα ώστε να έχει το περιθώριο της επιλογής. Στον επόμενο συρμό βρήκε θέση κοντά στο παράθυρο. Κάθισε άκρη άκρη με πλάτη ορθή, κρατώντας σφιχτά τον χαρτοφύλακα όρθιο στα πόδια του σαν ασπίδα προστασίας στη θέα του απέναντι. Το αμήχανο «Συγνώμη!» της κοπέλας που καθώς κάθισε δίπλα του, τον σκούτηξε ελαφρά, ήταν αρκετό για να τον κάνει να στρίψει το βλέμμα του προς το παράθυρο. Οι πρωινές αγουροξυπνημένες φάτσες των ανθρώπων γύρω του ήταν μια διαρκής ενόχληση στο ξεκίνημα της μέρας του. Στη φωνή του πλανόδιου επαίτη των βαγονιών, η αδημονία του να φτάσει επιτέλους στη στάση του κορυφώθηκε. Όταν κατέβηκε, ξεφύσηξε ανακουφισμένος.
Φτάνοντας στη δουλειά, όπως κάθε πρωί,προτίμησε να ανέβει στον τρίτο όροφο που βρισκόταν το γραφείο του με τις σκάλες, για να ξεφύγει από τα πρωινά γλυκερά χαμόγελα και τις καλημέρες των συναδέλφων στο συνωστισμένο ασανσέρ. Έφτασε στο γραφείο του αποφεύγοντας επιμελώς τα βλέμματα των άλλων, ώστε να μη χρειαστεί να χαιρετήσει ή να μιλήσει σε κάποιον. Παρ' όλ' αυτά αναγκάστηκε να ανταποδώσει μ' ένα νεύμα μια δυο καλημέρες. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, κάθισε στο γραφείο του και άνοιξε τους φακέλους που η γραμματέας καθ' υπόδειξή του τοποθετούσε πάντα στα δεξιά του. Η μοναδική παρουσία που ανεχόταν στο χώρο του ήταν της μεσίληκης γραμματέως που έμπαινε μέσα μόνο με την έγκρισή του κι έστεκε πάντα στην επιτρεπόμενη απόσταση. Σηκώνοντας το κεφάλι του από τη μελέτη, ξαφνιάστηκε όταν είδε ένα λευκό τριαντάφυλλο σ' ένα μικρό βάζο πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης. Περίεργο!Ποτέ δεν είχε επιτρέψει τέτοιου είδους ρομαντικές πινελιές στο γραφείο του! Ωστόσο δεν αντέδρασε, άφησε για λίγο τον εαυτό του να ξεχαστεί χαζεύοντάς το και ξαναγύρισε απερίσπαστος στη μελέτη του.
Περασμένες τέσσερις, φεύγοντας τελευταίος από τη δουλειά κατάφερνε να αποφεύγει τις άσκοπες επαφές που συνοδεύονταν από τυπικές ευχές για «καλή ξεκούραση!» ή «καλό απόγευμα!». Δεν τις είχε ανάγκη. Στο σταθμό του μετρό περίμενε όπως κάθε απόγευμα, τον συρμό των 16.50. Στην αποβάθρα στεκόταν πάντα στο τέρμα, εκεί που δεν μαζευόταν πολύς κόσμος, ώστε να μπορεί να μπαίνει πρώτος στο βαγόνι που θα άνοιγε μπροστά του. Αυτή τη φορά όμως, μια κοπέλα με γκρι παλτό δίπλα του φαινόταν να διεκδικεί την πρωτιά του. Τα βυσσινί μποτίνια της πατούσαν στο όριο της κόκκινης γραμμής στο χείλος της αποβάθρας. Μια ελαφριά αιώρησή της προς τα μπρος τράβηξε την προσοχή του, πράγμα σπάνιο για εκείνον . Συνήθως οι συνεπιβάτες του στο μετρό ήταν για εκείνον ομοιόμορφα ανθρωπάκια σαν πίνακας του Γαϊτη. Όση ώρα την παρατηρούσε, δεν σήκωσε ούτε λεπτό το βλέμμα της από την κόκκινη γραμμή. Με κεφάλι σκυφτό και τα χέρια στις τσέπες του παλτό, φαινόταν να ζυγιάζει το βάρος της στο όριο της πλατφόρμας.
Αντέδρασε αυτόματα, σχεδόν μηχανικά, τραβώντας την από τους ώμους προς τα πίσω, όταν την είδε να γέρνει προς τις γραμμές την ώρα που κατεύθανε το μετρό. Η βοή του συρμού αναμίχθηκε με την αυθόρμητη κραυγή του: « Μη!». Η κοπέλα λύγισε τα γόνατα και κρεμάστηκε απ' το λαιμό του κλαίγοντας. Την έβαλε να καθίσει ξεκλειδώνοντας τα χέρια της από πάνω του. Πριν ακόμα συνέλθει ο ίδιος από την έκπληξη της φιλάνθρωπης αντίδρασής του, πλήθος κόσμου τους περικύκλωσε με το λαίμαργο βλέμμα της αδιακρισίας ρωτώντας να μάθουν τι συνέβη. Πολλοί τον ακουμπούσαν στους ώμους και στην πλάτη επιβραβεύοντάς τον με ένα ελαφρύ χτύπημα για την ηρωική του πράξη. Πώς τολμούσαν; Δεν είχε ανάγκη την επιβράβευση κανενός και κυρίως την επαφή τους μαζί του. Άφησε την κοπέλα στη φροντίδα του φύλακα του μετρό που είχε σπεύσει προς το μέρος τους και σπρώχνοντας το οχληρό πλήθος, έτρεξε προς την έξοδο. Ήθελε να πάρει φρέσκο αέρα, να μείνει και πάλι μόνος, να συνέλθει από την ταραχή της επαφής .
Φτάνοντας μετά από ώρα στο καταφύγιο του σπιτιού του, ένιωσε την ανάγκη να απαλλαγεί από τα τόσα αγγίγματα που είχε απρόσκλητα δεχθεί, όπως τότε, στο παιχνίδι της αλάνας των παιδικών του χρόνων, όταν τα στριμωχτά εκβιαστικά αγγίγματα των μεγαλύτερων εφήβων άφηναν το στίγμα τους στο άγουρο τότε σώμα και την άμαθη ψυχή του, κάνοντάς τον να ντρέπεται, να σιωπά, και να υπομένει. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο. Το καυτό νερό τον ανακούφισε. Το άγγιγμα όμως των χεριών της κοπέλας γύρω απ' το λαιμό του εξακολουθούσε να τον πονά.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://fractalart.gr/anthrwpino-stigma/
Πάντα φρόντιζε από το βράδυ ο πρωινός καφές να είναι σύντομα έτοιμος μ' ένα πάτημα της καφετιέρας. Η πρώτη γουλιά ήταν βάλσαμο για την έναρξη μιας ακόμα μέρας. Μετά το πρωινό έπλυνε προσεκτικά τα σκεύη και σκούπισε μ' ένα στεγνό πανί την επιφάνεια του νεροχύτη ώστε να μη μείνει σταγόνα. Ντύθηκε κι αφού έριξε μια τελευταία εξεταστική ματιά στον καθρέφτη, έφυγε για τη δουλειά.
Στο μετρό, το δρομολόγιο των 7.10 ήταν γεμάτο. Προτίμησε να περιμένει το επόμενο. Δυσφορούσε στη σκέψη του πρωινού στριμώγματος. Εξάλλου, ξεκινούσε πάντα νωρίτερα ώστε να έχει το περιθώριο της επιλογής. Στον επόμενο συρμό βρήκε θέση κοντά στο παράθυρο. Κάθισε άκρη άκρη με πλάτη ορθή, κρατώντας σφιχτά τον χαρτοφύλακα όρθιο στα πόδια του σαν ασπίδα προστασίας στη θέα του απέναντι. Το αμήχανο «Συγνώμη!» της κοπέλας που καθώς κάθισε δίπλα του, τον σκούτηξε ελαφρά, ήταν αρκετό για να τον κάνει να στρίψει το βλέμμα του προς το παράθυρο. Οι πρωινές αγουροξυπνημένες φάτσες των ανθρώπων γύρω του ήταν μια διαρκής ενόχληση στο ξεκίνημα της μέρας του. Στη φωνή του πλανόδιου επαίτη των βαγονιών, η αδημονία του να φτάσει επιτέλους στη στάση του κορυφώθηκε. Όταν κατέβηκε, ξεφύσηξε ανακουφισμένος.
Φτάνοντας στη δουλειά, όπως κάθε πρωί,προτίμησε να ανέβει στον τρίτο όροφο που βρισκόταν το γραφείο του με τις σκάλες, για να ξεφύγει από τα πρωινά γλυκερά χαμόγελα και τις καλημέρες των συναδέλφων στο συνωστισμένο ασανσέρ. Έφτασε στο γραφείο του αποφεύγοντας επιμελώς τα βλέμματα των άλλων, ώστε να μη χρειαστεί να χαιρετήσει ή να μιλήσει σε κάποιον. Παρ' όλ' αυτά αναγκάστηκε να ανταποδώσει μ' ένα νεύμα μια δυο καλημέρες. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, κάθισε στο γραφείο του και άνοιξε τους φακέλους που η γραμματέας καθ' υπόδειξή του τοποθετούσε πάντα στα δεξιά του. Η μοναδική παρουσία που ανεχόταν στο χώρο του ήταν της μεσίληκης γραμματέως που έμπαινε μέσα μόνο με την έγκρισή του κι έστεκε πάντα στην επιτρεπόμενη απόσταση. Σηκώνοντας το κεφάλι του από τη μελέτη, ξαφνιάστηκε όταν είδε ένα λευκό τριαντάφυλλο σ' ένα μικρό βάζο πάνω στο ράφι της βιβλιοθήκης. Περίεργο!Ποτέ δεν είχε επιτρέψει τέτοιου είδους ρομαντικές πινελιές στο γραφείο του! Ωστόσο δεν αντέδρασε, άφησε για λίγο τον εαυτό του να ξεχαστεί χαζεύοντάς το και ξαναγύρισε απερίσπαστος στη μελέτη του.
Περασμένες τέσσερις, φεύγοντας τελευταίος από τη δουλειά κατάφερνε να αποφεύγει τις άσκοπες επαφές που συνοδεύονταν από τυπικές ευχές για «καλή ξεκούραση!» ή «καλό απόγευμα!». Δεν τις είχε ανάγκη. Στο σταθμό του μετρό περίμενε όπως κάθε απόγευμα, τον συρμό των 16.50. Στην αποβάθρα στεκόταν πάντα στο τέρμα, εκεί που δεν μαζευόταν πολύς κόσμος, ώστε να μπορεί να μπαίνει πρώτος στο βαγόνι που θα άνοιγε μπροστά του. Αυτή τη φορά όμως, μια κοπέλα με γκρι παλτό δίπλα του φαινόταν να διεκδικεί την πρωτιά του. Τα βυσσινί μποτίνια της πατούσαν στο όριο της κόκκινης γραμμής στο χείλος της αποβάθρας. Μια ελαφριά αιώρησή της προς τα μπρος τράβηξε την προσοχή του, πράγμα σπάνιο για εκείνον . Συνήθως οι συνεπιβάτες του στο μετρό ήταν για εκείνον ομοιόμορφα ανθρωπάκια σαν πίνακας του Γαϊτη. Όση ώρα την παρατηρούσε, δεν σήκωσε ούτε λεπτό το βλέμμα της από την κόκκινη γραμμή. Με κεφάλι σκυφτό και τα χέρια στις τσέπες του παλτό, φαινόταν να ζυγιάζει το βάρος της στο όριο της πλατφόρμας.
Αντέδρασε αυτόματα, σχεδόν μηχανικά, τραβώντας την από τους ώμους προς τα πίσω, όταν την είδε να γέρνει προς τις γραμμές την ώρα που κατεύθανε το μετρό. Η βοή του συρμού αναμίχθηκε με την αυθόρμητη κραυγή του: « Μη!». Η κοπέλα λύγισε τα γόνατα και κρεμάστηκε απ' το λαιμό του κλαίγοντας. Την έβαλε να καθίσει ξεκλειδώνοντας τα χέρια της από πάνω του. Πριν ακόμα συνέλθει ο ίδιος από την έκπληξη της φιλάνθρωπης αντίδρασής του, πλήθος κόσμου τους περικύκλωσε με το λαίμαργο βλέμμα της αδιακρισίας ρωτώντας να μάθουν τι συνέβη. Πολλοί τον ακουμπούσαν στους ώμους και στην πλάτη επιβραβεύοντάς τον με ένα ελαφρύ χτύπημα για την ηρωική του πράξη. Πώς τολμούσαν; Δεν είχε ανάγκη την επιβράβευση κανενός και κυρίως την επαφή τους μαζί του. Άφησε την κοπέλα στη φροντίδα του φύλακα του μετρό που είχε σπεύσει προς το μέρος τους και σπρώχνοντας το οχληρό πλήθος, έτρεξε προς την έξοδο. Ήθελε να πάρει φρέσκο αέρα, να μείνει και πάλι μόνος, να συνέλθει από την ταραχή της επαφής .
Φτάνοντας μετά από ώρα στο καταφύγιο του σπιτιού του, ένιωσε την ανάγκη να απαλλαγεί από τα τόσα αγγίγματα που είχε απρόσκλητα δεχθεί, όπως τότε, στο παιχνίδι της αλάνας των παιδικών του χρόνων, όταν τα στριμωχτά εκβιαστικά αγγίγματα των μεγαλύτερων εφήβων άφηναν το στίγμα τους στο άγουρο τότε σώμα και την άμαθη ψυχή του, κάνοντάς τον να ντρέπεται, να σιωπά, και να υπομένει. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο. Το καυτό νερό τον ανακούφισε. Το άγγιγμα όμως των χεριών της κοπέλας γύρω απ' το λαιμό του εξακολουθούσε να τον πονά.
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
http://fractalart.gr/anthrwpino-stigma/
Κομπάρσος
τοβιβλιο.net
1.01.2017
1.01.2017
Παρασκευή βράδυ γύρω στις οκτώ, το παγκάκι του πεζοδρομίου της Τσιμισκή στο ύψος της Καρόλου Ντηλ τον περίμενε. Με πλάτη στη λεωφόρο και θέα στα καταστήματα, του εξασφάλιζε την καλύτερη θέση στην περατζάδα του πολύβοου απογεύματος. Καθισμένος σταυροπόδι, με κορμό στητό και το δεξί χέρι απλωμένο, γυρνούσε δεξιά αριστερά το κεφάλι του σε αναζήτηση κάποιας υποτιθέμενης συνάντησης και με την άκρη του ματιού του έλεγχε το βλέμμα των περαστικών. Εξάλλου γι' αυτούς είχε ντυθεί πάλι απόψε. Σακάκι πτι καρό καφεμπέζ, με μουσταρδί μεταξωτή ποσέτ, χωρίς γραβάτα και κασμιρένιο καφέ σκούρο παντελόνι με άψογη τσάκιση. Ήταν σίγουρος για το ντύσιμό του, αποτέλεσμα προετοιμασίας ενός ολόκληρου απογεύματος, όταν όλη του η γκαρναρόμπα έβγαινε προς επιθεώρηση και επιλογή του κατάλληλου συνόλου. Εκείνο όμως που πάντα έκανε τη διαφορά ήταν τα παπούτσια. Τα ταμπά καλογυαλισμένα δετά δερμάτινα έκαναν στράκες. Τα είχε αγοράσει πανάκριβα τον προηγούμενο μήνα στο καλύτερο κατάστημα ανδρικών της Τσιμισκή, δίνοντας ηρωικά την κάρτα του στο ταμείο για έναν «έρωτα με την πρώτη ματιά». Το ελαφρύ φθινοπωρινό αεράκι όμως που φυσούσε, είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει, γιατί χαλούσε τα καλοχτενισμένα μαλλιά του. Ωστόσο ένιωθε ικανοποιημένος από το κοινό του, που του έριχνε φευγαλέες ματιές συνοδευμένες από ψιθυριστά σχόλια. Ένιωθε επιτέλους πρωταγωνιστής, σε ένα one man show, όπου έπρεπε να στρέψει όλα τα βλέμματα πάνω του.
Ήταν γι' αυτόν ένα καλό ζέσταμα, μια πρόβα τζενεράλε για την οντισιόν της επόμενης μέρας σε μια ταινία εποχής. Από το «κομπαρσάδικο» του κέντρου, του είχαν προτείνει εμφάνιση με πέντε ατάκες . Μεγάλη εξέλιξη και μάλιστα για έναν «κάρακτερ» σαν κι αυτόν, που έγραφε στην κάμερα κατά γενική ομολογία των σκηνοθετών. Είκοσι χρόνια τώρα δεν είχε λείψει από καμιά οντισιόν. Το όνειρό του ήταν να αποκτήσει ρόλο μιας σελίδας. Όχι τόσο για τα λεφτά, δόξα τω θεώ το καλαθάδικο στην πλατεία Άθωνος του εξασφάλιζε τα προς το ζην και με το παραπάνω, όσο για να αποδείξει το ταλέντο του, που χρόνια τώρα έμενε ανεκμετάλλευτο, μια που ο πατέρας του δεν τον άφησε να πάει σε δραματική σχολή, γιατί τον ήθελε διάδοχο στην οικογενειακή επιχείρηση. Κι αυτός, στίβαξε τα όνειρά του στις σκοτεινές αίθουσες των κινηματογράφων, απολαμβάνοντας τα ινδάλματα της νιότης του.
Κοιτούσε και ξανακοιτούσε το κινητό μήπως κι έρθει το μήνυμα για την ώρα και τον τόπο της συνάντησης με τον σκηνοθέτη. Στο μυαλό του είχε τη μάνα του που επιτέλους θα δικαιωνόταν. Πάντα τον καμάρωνε για τα κομψά του ρούχα και την προσεγμένη του εμφάνιση. Της θύμιζε, όπως έλεγε, τον Έρολ Φλυν, το γόη των χολυγουτιανών ταινιών που 'βλεπε στα νιάτα της. Μοδίστρα η μάνα του απ' τις καλύτερες στην εποχή της, με πελάτισσες απ' όλη την αριστοκρατία της Θασσαλονίκης. Τον έντυνε από μικρό στην τρίχα και τον περιέφερε στις οικογενειακές συγκεντώσεις επιδεικνύοντάς τον. Ακόμα και τώρα, όταν την έβγαζε στο μπαλκόνι το πρωί για να πιει τον καφέ της και να χαζέψει την κίνηση του δρόμου, τον καμάρωνε καθώς διέσχιζε την πλατεία και τον ακολουθούσε με τη ματιά της, μέχρι που έμπαινε στη στεγασμένη αγορά για το μαγαζί. Αυτή του βρήκε και αρραβωνιστικιά, την Ελενίτσα τη γειτονοπούλα, για να τον νοικοκυρέψει. Κάθε πρωί χαιρετιόντουσαν με τη μάνα της. Δίπλα δίπλα τα μπαλκόνια τους στην Καστριτσίου. Μέχρι που τους τα 'φτιαξαν. Ένα χρόνο κράτησε ο αρραβώνας, ώσπου τα βρόντηξε η Ελενίτσα, γιατί ο γαμπρός λέει ήταν πολύ κοκέτης και βαρέθηκε να τον περιμένει στα ραντεβού.
Η πρόβα στην Τσιμισκή είχε πάει καλά, αν και τον ανησυχούσε το γεγονός ότι δεν είχε λάβει ακόμα μήνυμα. Πάνε χρόνια που κόλλησε το μικρόβιο του κομπάρσου. Ένας πελάτης στο μαγαζί, σκηνοθέτης, του πρότεινε μια οντισιόν για βοηθητικούς ηθοποιούς. Η ευκαιρία, που περίμενε χρόνια, είχε έρθει στην πόρτα του. Ο πατέρας του είχε πεθάνει κι αυτός κοντά τριάντα θα ξεκινούσε επιτέλους μια νέα καριέρα. Βοηθητικός ηθοποιός. Του άρεσε αυτός ο τίτλος. Τον προτιμούσε απ' του κομπάρσου, γιατί απέδιδε το κύρος και τη σοβαρότητα του ρόλου του.
Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν του ΄ρθε η ιδέα να περάσει από το μαγαζί για να πάρει εκείνο το καπέλο παναμά που είχε πάντα στο γραφείο του. Ήταν ο άσος στο μανίκι του για ακαταμάχητο στυλ. Ανέβηκε την Αριστοτέλους και κατευθύνθηκε προς την αγορά. Του άρεσε να περπατά το βράδυ στα σκοτεινά δρομάκια της αγοράς, με κατεβασμένα τα ρολά των καταστημάτων, να σκεπάζουν την πολύχρωμη αφθονία της πρωινής τους πραμάτειας. Ένιωθε σαν να παίζει σε σκηνικό ταινίας μυστηρίου, σαν αυτά των κινηματογραφικών στούντιο του Χόλυγουντ ή της Τσινετσιτά. Έφτασε έξω απ' το καλαθάδικο και σκύβοντας για να ανοίξει το λουκέτο απ' το ρολό, άκουσε τον ήχο του μηνύματος στο κινητό. Το ΄βγαλε απ' την τσέπη και διάβασε: «Άκυρο το ρολάκι. Ο σκηνοθέτης πήρε δικό του κομπάρσο». Την ίδια στιγμή ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι με στειλιάρι τον ξάπλωσε κάτω. Οι εφημερίδες έγραψαν για έγκλημα με κίνητρο την κλοπή.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
https://tovivlio.net/%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%83%CE%BF%CF%82/_
Ήταν γι' αυτόν ένα καλό ζέσταμα, μια πρόβα τζενεράλε για την οντισιόν της επόμενης μέρας σε μια ταινία εποχής. Από το «κομπαρσάδικο» του κέντρου, του είχαν προτείνει εμφάνιση με πέντε ατάκες . Μεγάλη εξέλιξη και μάλιστα για έναν «κάρακτερ» σαν κι αυτόν, που έγραφε στην κάμερα κατά γενική ομολογία των σκηνοθετών. Είκοσι χρόνια τώρα δεν είχε λείψει από καμιά οντισιόν. Το όνειρό του ήταν να αποκτήσει ρόλο μιας σελίδας. Όχι τόσο για τα λεφτά, δόξα τω θεώ το καλαθάδικο στην πλατεία Άθωνος του εξασφάλιζε τα προς το ζην και με το παραπάνω, όσο για να αποδείξει το ταλέντο του, που χρόνια τώρα έμενε ανεκμετάλλευτο, μια που ο πατέρας του δεν τον άφησε να πάει σε δραματική σχολή, γιατί τον ήθελε διάδοχο στην οικογενειακή επιχείρηση. Κι αυτός, στίβαξε τα όνειρά του στις σκοτεινές αίθουσες των κινηματογράφων, απολαμβάνοντας τα ινδάλματα της νιότης του.
Κοιτούσε και ξανακοιτούσε το κινητό μήπως κι έρθει το μήνυμα για την ώρα και τον τόπο της συνάντησης με τον σκηνοθέτη. Στο μυαλό του είχε τη μάνα του που επιτέλους θα δικαιωνόταν. Πάντα τον καμάρωνε για τα κομψά του ρούχα και την προσεγμένη του εμφάνιση. Της θύμιζε, όπως έλεγε, τον Έρολ Φλυν, το γόη των χολυγουτιανών ταινιών που 'βλεπε στα νιάτα της. Μοδίστρα η μάνα του απ' τις καλύτερες στην εποχή της, με πελάτισσες απ' όλη την αριστοκρατία της Θασσαλονίκης. Τον έντυνε από μικρό στην τρίχα και τον περιέφερε στις οικογενειακές συγκεντώσεις επιδεικνύοντάς τον. Ακόμα και τώρα, όταν την έβγαζε στο μπαλκόνι το πρωί για να πιει τον καφέ της και να χαζέψει την κίνηση του δρόμου, τον καμάρωνε καθώς διέσχιζε την πλατεία και τον ακολουθούσε με τη ματιά της, μέχρι που έμπαινε στη στεγασμένη αγορά για το μαγαζί. Αυτή του βρήκε και αρραβωνιστικιά, την Ελενίτσα τη γειτονοπούλα, για να τον νοικοκυρέψει. Κάθε πρωί χαιρετιόντουσαν με τη μάνα της. Δίπλα δίπλα τα μπαλκόνια τους στην Καστριτσίου. Μέχρι που τους τα 'φτιαξαν. Ένα χρόνο κράτησε ο αρραβώνας, ώσπου τα βρόντηξε η Ελενίτσα, γιατί ο γαμπρός λέει ήταν πολύ κοκέτης και βαρέθηκε να τον περιμένει στα ραντεβού.
Η πρόβα στην Τσιμισκή είχε πάει καλά, αν και τον ανησυχούσε το γεγονός ότι δεν είχε λάβει ακόμα μήνυμα. Πάνε χρόνια που κόλλησε το μικρόβιο του κομπάρσου. Ένας πελάτης στο μαγαζί, σκηνοθέτης, του πρότεινε μια οντισιόν για βοηθητικούς ηθοποιούς. Η ευκαιρία, που περίμενε χρόνια, είχε έρθει στην πόρτα του. Ο πατέρας του είχε πεθάνει κι αυτός κοντά τριάντα θα ξεκινούσε επιτέλους μια νέα καριέρα. Βοηθητικός ηθοποιός. Του άρεσε αυτός ο τίτλος. Τον προτιμούσε απ' του κομπάρσου, γιατί απέδιδε το κύρος και τη σοβαρότητα του ρόλου του.
Είχε βραδιάσει για τα καλά όταν του ΄ρθε η ιδέα να περάσει από το μαγαζί για να πάρει εκείνο το καπέλο παναμά που είχε πάντα στο γραφείο του. Ήταν ο άσος στο μανίκι του για ακαταμάχητο στυλ. Ανέβηκε την Αριστοτέλους και κατευθύνθηκε προς την αγορά. Του άρεσε να περπατά το βράδυ στα σκοτεινά δρομάκια της αγοράς, με κατεβασμένα τα ρολά των καταστημάτων, να σκεπάζουν την πολύχρωμη αφθονία της πρωινής τους πραμάτειας. Ένιωθε σαν να παίζει σε σκηνικό ταινίας μυστηρίου, σαν αυτά των κινηματογραφικών στούντιο του Χόλυγουντ ή της Τσινετσιτά. Έφτασε έξω απ' το καλαθάδικο και σκύβοντας για να ανοίξει το λουκέτο απ' το ρολό, άκουσε τον ήχο του μηνύματος στο κινητό. Το ΄βγαλε απ' την τσέπη και διάβασε: «Άκυρο το ρολάκι. Ο σκηνοθέτης πήρε δικό του κομπάρσο». Την ίδια στιγμή ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι με στειλιάρι τον ξάπλωσε κάτω. Οι εφημερίδες έγραψαν για έγκλημα με κίνητρο την κλοπή.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
https://tovivlio.net/%CE%9A%CE%BF%CE%BC%CF%80%CE%AC%CF%81%CF%83%CE%BF%CF%82/_
Δελτίο καιρού
Book Press
28.1 2018
28.1 2018
Το ραδιόφωνο συντονισμένο στη συχνότητα του τοπικού σταθμού έπαιζε όπως κάθε απόγευμα σε χαμηλή ένταση. Σκυμμένη πάνω από μια σελίδα λευκού χαρτιού στο τραπέζι της κουζίνας έγραφε απορροφημένη τις σκέψεις της με ρυθμό σταθερό και αποφασιστικό. Οι λέξεις ξεχύνονταν στο χαρτί σπρώχνοντας η μια την άλλη για να χωρέσουν στη λευκή κόλλα. Το στυλό δεν άφηνε στιγμή το χαρτί να ξεκουραστεί από την πίεση της γραφίδας. Στο τέλος της σελίδας, οι λέξεις στριμώχτηκαν πλάι σε μια δυνατή τελεία.
Ήταν έτοιμη. Ήπιε μια γουλιά καφέ και άρχισε να διαβάζει όσα είχε γράψει. Σηκώθηκε κι έβαλε να πιει ένα ποτήρι νερό από τη βρύση χωρίς να πάρει τα μάτια της από το χαρτί. Κάθισε ξανά και παίρνοντάς το στα χέρια της άρχισε ψύχραιμα να το μουτζουρώνει. Στην αρχή αργά, απαλά, σχεδόν απολαυστικά, τραβώντας γραμμές μακριές και σταθερές. Στη συνέχεια, με κύκλους ομόκεντρους που άνοιγαν σταδιακά την περιφέρειά τους, κάλυψε την επιφάνεια του χαρτιού με γραμμές που γίνονταν όλο και πιο έντονες. Το μαύρο στυλό έτρεχε πάνω κάτω αυλακώνοντας τη σελίδα και το περιεχόμενό της. Μεγάλα Χ διέγραφαν απ' άκρη σ' άκρη τις λέξεις της. Τα τελευταία ψίγματα γραφής μόλις πια που διακρίνονταν. Άφησε τη σελίδα να πέσει στο πάτωμα και ξέσπασε σ' ένα λυτρωτικό κλάμα. Τι νόημα είχε να σκοτώσει κάτι που ήταν ήδη νεκρό;
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το χωλ. Η κόκκινη βαλίτσα της, απομεινάρι μιας άλλης μοναχικής ζωής, περίμενε μισάνοιχτη δίπλα στην πόρτα. Με την ίδια βαλίτσα στο χέρι είχε βρεθεί ξέμπαρκη χρόνια πριν στο λιμάνι του νησιού, νύχτα, όταν ένα ξαφνικό μπουρίνι απαγόρευσε τον απόπλου. Ποτέ της δεν συμβουλευόταν τα δελτία καιρού. Την ενοχλούσε η αγωνία της αναμονής που δημιουργούσαν οι προγνώσεις και την εκνεύριζε η συνήθης αστοχία τους. Κι απ' την άλλη, θα 'λεγε πως της άρεσαν τα γυρίσματα του καιρού. Της άρεσε να παίρνει τη ζωή σαν μια σειρά από απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα. Ήταν για κείνη μέρος της περιπέτειας των μοναχικών της περιπλανήσεων όταν έπαιρνε άδεια από τη δουλειά. Μοναδικό καταφύγιο στο βραδινό Οκτωβριάτικο κρύο ήταν ο παραδοσιακός καφενές στην άκρη του λιμανιού, που εκείνη τη νύχτα έμεινε ανοιχτός ως το ξημέρωμα με μοναδικό πελάτη εκείνη. Ποιος να της έλεγε πως το ζεστό τσάι, η συντροφιά και το γλυκό χαμόγελο του Γιωργή που 'χε τον καφενέ, θα ήταν το δεύτερο μπουρίνι εκείνης της νύχτας που θα άλλαζε τη ζωή της, και θα γινόταν η αιτία για να μείνει έξι ολόκληρα χρόνια στο νησί, αφήνοντας πίσω την ακύμαντη μέχρι τότε ζωή της.
Έξι χρόνια που είχαν ξεκινήσει με τη σοροκάδα ενός ξαφνικού έρωτα και είχαν καταλήξει στη νηνεμία μιας σιωπηρής ζωής που την τάραζαν βουβά κύματα. Η προσπάθεια του Γιωργή τα τελευταία τρία χρόνια να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο που τον είχε οδηγήσει ο εκσυγχρονισμός του πατρικού οινοποιείου είχε περιορίσει την επικοινωνία τους σε συζητήσεις για λογαριασμούς και χρέη. Όταν όμως αναγκάστηκε να πουλήσει τον καφενέ στο λιμάνι, απομακρύνθηκε ολότελα σ' ένα μοναχικό ταξίδι ματαίωσης χωρίς να την πάρει μαζί του. Την κράτησε μακριά του όπως και όλο το νησί φορτωμένος το χρέος της αποτυχίας. Τα σχέδια και η προοπτική μιας ανέφελης ζωής είχαν πια μετατραπεί σε μόνιμη συννεφιά που σκέπαζε την καθημερινότητά τους χωρίς κανείς να έχει το κουράγιο να το παραδεχτεί. Τώρα όμως που επιτέλους είχε βρει τη δύναμη, τίποτε δε θα άλλαζε την απόφασή της να φύγει με το βραδινό πλοίο.
Σηκώθηκε και μάζεψε από κάτω το μουτζουρωμένο χαρτί . Άνοιξε τη βαλίτσα και σκέπασε με τη σελίδα ό,τι είχε πάρει μαζί της από τη ζωή της στο νησί. Την έκλεισε και βγήκε απ' το σπίτι.
«Βαθμιαία μεταβολή του καιρού με έντονες βροχοπτώσεις και θυελλώδεις ανέμους σημειώθηκε σήμερα από τις μεσημβρινές ώρες σε πολλές θαλάσσιες περιοχές της χώρας. Απαγορεύθηκε ο απόπλους των πλοίων από το λιμάνι του Πειραιά για Κυκλάδες, Κρήτη, Δεδωκάνησα και βορειοανατολικό Αιγαίο, λόγω των θυελλωδών νοτιοδυτικών ανέμων που φθάνουν κατά τόπους τα 8 μποφόρ, ενώ στη διάρκεια της νύχτας αναμένεται να φθάσουν και τα 9 μποφόρ».
Από το ραδιόφωνο, που εξακολουθούσε ξεχασμένο να παίζει, ακουγόταν το δελτίο καιρού.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
https://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/diigimata/vathmiaia-metavoli-tou-kairou-vania-syrmou
Ήταν έτοιμη. Ήπιε μια γουλιά καφέ και άρχισε να διαβάζει όσα είχε γράψει. Σηκώθηκε κι έβαλε να πιει ένα ποτήρι νερό από τη βρύση χωρίς να πάρει τα μάτια της από το χαρτί. Κάθισε ξανά και παίρνοντάς το στα χέρια της άρχισε ψύχραιμα να το μουτζουρώνει. Στην αρχή αργά, απαλά, σχεδόν απολαυστικά, τραβώντας γραμμές μακριές και σταθερές. Στη συνέχεια, με κύκλους ομόκεντρους που άνοιγαν σταδιακά την περιφέρειά τους, κάλυψε την επιφάνεια του χαρτιού με γραμμές που γίνονταν όλο και πιο έντονες. Το μαύρο στυλό έτρεχε πάνω κάτω αυλακώνοντας τη σελίδα και το περιεχόμενό της. Μεγάλα Χ διέγραφαν απ' άκρη σ' άκρη τις λέξεις της. Τα τελευταία ψίγματα γραφής μόλις πια που διακρίνονταν. Άφησε τη σελίδα να πέσει στο πάτωμα και ξέσπασε σ' ένα λυτρωτικό κλάμα. Τι νόημα είχε να σκοτώσει κάτι που ήταν ήδη νεκρό;
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το χωλ. Η κόκκινη βαλίτσα της, απομεινάρι μιας άλλης μοναχικής ζωής, περίμενε μισάνοιχτη δίπλα στην πόρτα. Με την ίδια βαλίτσα στο χέρι είχε βρεθεί ξέμπαρκη χρόνια πριν στο λιμάνι του νησιού, νύχτα, όταν ένα ξαφνικό μπουρίνι απαγόρευσε τον απόπλου. Ποτέ της δεν συμβουλευόταν τα δελτία καιρού. Την ενοχλούσε η αγωνία της αναμονής που δημιουργούσαν οι προγνώσεις και την εκνεύριζε η συνήθης αστοχία τους. Κι απ' την άλλη, θα 'λεγε πως της άρεσαν τα γυρίσματα του καιρού. Της άρεσε να παίρνει τη ζωή σαν μια σειρά από απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα. Ήταν για κείνη μέρος της περιπέτειας των μοναχικών της περιπλανήσεων όταν έπαιρνε άδεια από τη δουλειά. Μοναδικό καταφύγιο στο βραδινό Οκτωβριάτικο κρύο ήταν ο παραδοσιακός καφενές στην άκρη του λιμανιού, που εκείνη τη νύχτα έμεινε ανοιχτός ως το ξημέρωμα με μοναδικό πελάτη εκείνη. Ποιος να της έλεγε πως το ζεστό τσάι, η συντροφιά και το γλυκό χαμόγελο του Γιωργή που 'χε τον καφενέ, θα ήταν το δεύτερο μπουρίνι εκείνης της νύχτας που θα άλλαζε τη ζωή της, και θα γινόταν η αιτία για να μείνει έξι ολόκληρα χρόνια στο νησί, αφήνοντας πίσω την ακύμαντη μέχρι τότε ζωή της.
Έξι χρόνια που είχαν ξεκινήσει με τη σοροκάδα ενός ξαφνικού έρωτα και είχαν καταλήξει στη νηνεμία μιας σιωπηρής ζωής που την τάραζαν βουβά κύματα. Η προσπάθεια του Γιωργή τα τελευταία τρία χρόνια να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο που τον είχε οδηγήσει ο εκσυγχρονισμός του πατρικού οινοποιείου είχε περιορίσει την επικοινωνία τους σε συζητήσεις για λογαριασμούς και χρέη. Όταν όμως αναγκάστηκε να πουλήσει τον καφενέ στο λιμάνι, απομακρύνθηκε ολότελα σ' ένα μοναχικό ταξίδι ματαίωσης χωρίς να την πάρει μαζί του. Την κράτησε μακριά του όπως και όλο το νησί φορτωμένος το χρέος της αποτυχίας. Τα σχέδια και η προοπτική μιας ανέφελης ζωής είχαν πια μετατραπεί σε μόνιμη συννεφιά που σκέπαζε την καθημερινότητά τους χωρίς κανείς να έχει το κουράγιο να το παραδεχτεί. Τώρα όμως που επιτέλους είχε βρει τη δύναμη, τίποτε δε θα άλλαζε την απόφασή της να φύγει με το βραδινό πλοίο.
Σηκώθηκε και μάζεψε από κάτω το μουτζουρωμένο χαρτί . Άνοιξε τη βαλίτσα και σκέπασε με τη σελίδα ό,τι είχε πάρει μαζί της από τη ζωή της στο νησί. Την έκλεισε και βγήκε απ' το σπίτι.
«Βαθμιαία μεταβολή του καιρού με έντονες βροχοπτώσεις και θυελλώδεις ανέμους σημειώθηκε σήμερα από τις μεσημβρινές ώρες σε πολλές θαλάσσιες περιοχές της χώρας. Απαγορεύθηκε ο απόπλους των πλοίων από το λιμάνι του Πειραιά για Κυκλάδες, Κρήτη, Δεδωκάνησα και βορειοανατολικό Αιγαίο, λόγω των θυελλωδών νοτιοδυτικών ανέμων που φθάνουν κατά τόπους τα 8 μποφόρ, ενώ στη διάρκεια της νύχτας αναμένεται να φθάσουν και τα 9 μποφόρ».
Από το ραδιόφωνο, που εξακολουθούσε ξεχασμένο να παίζει, ακουγόταν το δελτίο καιρού.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
https://www.bookpress.gr/prodimosieuseis/diigimata/vathmiaia-metavoli-tou-kairou-vania-syrmou
Διλήμματα άχνης
9.12.2017
Με αμύγδαλα ή χωρίς; Στρογγυλοί ή μισοφέγγαρο; Διλήμματα του ουρανίσκου που με κρατούσαν ξύπνιο το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Έπρεπε οπωσδήποτε να απαντηθούν τη νύχτα, πριν με ξυπνήσουν αξημέρωτα για τη λειτουργία των Χριστουγέννων. Εκείνο ωστόσο που με παρηγορούσε ήταν ότι, μετά τη Θεία Κοινωνία, ο μπουφές στο σαλόνι θα ξεκλείδωνε και θα αποκάλυπτε επιτέλους μπροστά μου τις δυο πιατέλες με τους βασανιστικά μυρωδάτους κουραμπιέδες της μάνας μου, που την τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής την έβλεπα ξεροσταλιάζοντας να τους ξεφουρνίζει, να τους ραντίζει με ανθόνερο και να τους πασπαλίζει με άχνη, δίχως κανένα οίκτο για τους νηστευτές του σπιτιού.
Πίνακας:Sebastian Picke
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
https://ifigeneiasiafaka.com/tag/%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B9%CE%B5%CF%83/
Πίνακας:Sebastian Picke
Πηγή:Πρώτη δημοσίευση
https://ifigeneiasiafaka.com/tag/%CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B9%CE%B5%CF%83/
Επίσκεψη
Φρέαρ
3.4.18
3.4.18
Δωμάτιο 318. Εδώ ήταν. Το θυμόταν καλά. Το ’χε σημειώσει από το μήνυμα στο τηλέφωνο. Η αύξουσα στοίχιση των δωματίων του διαδρόμου έδινε τέμπο στους παλμούς του και χρόνο για μια κλεφτή ματιά στο εσωτερικό κάθε δωματίου. Τώρα πια δε βιαζόταν. Τα βήματά του τον οδηγούσαν σχεδόν τελετουργικά στον προορισμό του. Ο υποφωτισμένος διάδρομος στην πτέρυγα της Β΄Παθολογικής Κλινικής με το μοναδικό παράθυρο στο τέρμα, του φαινόταν ατελείωτος.
Στάθηκε ακίνητος μπροστά στην κλειστή πόρτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε διακριτικά. Δεν πήρε απάντηση. Την άνοιξε επιφυλακτικά. Το πλάγιο φως του απογεύματος που έμπαινε από τις μισάνοιχτες κουρτίνες έδινε στο δωμάτιο μια αίσθηση γαλήνης. Στα δεξιά του δωματίου, στρωμένο με την ακρίβεια της νοσοκομειακής κλίνης, το άδειο κρεβάτι περίμενε τον επόμενο ασθενή. Στο βάθος, δίπλα στο παράθυρο, η ζωή φαινόταν να δίνει την τελευταία της μάχη. Προχώρησε δειλά και έκατσε στην καρέκλα δίπλα στον ασθενή του παραθύρου. Η εκκωφαντική ησυχία του δωματίου απρόσμενα τον ηρέμησε.
Η ματιά του στάθηκε στο γυμνό χέρι που ακουμπούσε ακίνητο το τεντωμένο σεντόνι πάνω από τη λευκή πικεδένια κουβέρτα. Το ανάγλυφο του χεριού με τις φλέβες να χαρτογραφούν τη ροή της ζωής, του ξύπνησε την περιέργεια της αφής. Η χάρτινη υφή του δέρματος δεν τον απώθησε. Το άγγιγμα ήταν γι’ αυτόν ελάχιστο δώρο. Το άλλο χέρι, με τον λευκοπλάστη να συγκρατεί το σωληνάκι του ορού, παρέμενε αθέλητα αφημένο στην άλλη πλευρά, σαν ξένο, στερημένο από κάθε επαφή.
Σήκωσε τα μάτια και βρήκε το θάρρος να κοιτάξει το πρόσωπο του αρρώστου. Στο λευκό μαξιλάρι, το οστεώδες πρόσωπο με τα μάτια κλειστά και το στόμα ελαφρώς ανοιχτό, είχε αποτυπωμένη την ηρεμία του αποχαιρετισμού. Άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του το ρυτιδιασμένο μέτωπο κι έπειτα άφησε το χέρι του να κυλήσει πάνω στα λευκά μαλλιά. Μ’ ένα χάδι στα ωχρά μάγουλα έφερε στο νου του το περίγραμμα ενός άλλου προσώπου που ήταν αποτυπωμένο στη μνήμη του είκοσι χρόνια τώρα.
Ξεκίνησε την ίδια εκείνη επώδυνη διαδρομή της μνήμης, που ακολουθούσε αναπόφευκτα όλο αυτόν τον καιρό. Όταν είχε φύγει απ’ το σπίτι του κλείνοντας πίσω του οριστικά την πόρτα, ήξερε πως είχε έρθει η στιγμή να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Μια απόφαση που ’χε παρθεί ήδη από τα έντεκά του, όταν πρωτόδε τη θάλασσα.
«Άφησε το παιδί να ΄ρθει μαζί μου, μεγάλωσε πια!» με το ζόρι είχε πείσει τον πατέρα του ο θείος Νικόλας να τον πάρει μαζί του στο λιμάνι της Πάτρας, για να υποδεχθούν τον ξάδερφό του που σπούδαζε φαρμακοποιός στην Μπολόνια. Μέχρι τότε, το μόνο που γνώριζε ήταν το κλειστό ορεινό περίγραμμα του χωριού του. Για παραέξω ούτε συζήτηση. Μονάχα το προσκύνημα στο μοναστήρι του Προυσού όταν γιόρταζε η Χάρη της και καμιά βόλτα μέχρι το Καρπενήσι, κάποιες λιγοστές Κυριακάδες. Από τότε που ’χε πεθάνει η μάνα του, στα εννιά του, παίρνοντας μαζί της και την ξένοιαστη χαρά της παιδικής του ηλικίας, ο πατέρας του φρόντιζε για όλα. Μη λείψει τίποτα στο διάδοχο που μεσήλικας είχε αποκτήσει. Η φροντίδα του πατέρα όμως τον έπνιγε.
Όταν έφθασαν στο λιμάνι, θυμάται να στέκει στην προβλήτα και να πονούν τα μάτια του αντικρίζοντας το φως στην ανοιχτωσιά του ορίζοντα. «Σ’ αρέσει;» τον είχε ρωτήσει ο θειος του κι εκείνος βουβός, κουνώντας το κεφάλι προς τα κάτω, ξεροκατάπιε χωρίς να πάρει στιγμή το βλέμμα του απ’ τη θάλασσα. Η ματιά του ποτέ άλλοτε δεν είχε ταξιδέψει τόσο μακριά. Πάντα τα βουνά. Τα βουνά που ορθώνονταν σαν τείχος απροσπέλαστο γύρω του και τον σκίαζαν. Όταν είδε το πλοίο να φθάνει, η καρδιά του φτερούγισε. Τον κυρίευσε μια βαθιά επιθυμία να φύγει, να μπει στο πλοίο και να φτάσει τον ορίζοντα. «Μια μέρα θα ’ρθω κοντά σου», ήταν η υπόσχεση που ’δωσε στη θάλασσα και τον εαυτό του ψιθυρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια.
Από τότε, έβλεπε το ποτάμι στο χωριό και ακολουθώντας νοερά τη ροή του, έβγαινε στη θάλασσα. Στο σχολείο μελετούσε τους χάρτες κι ανοιγόταν στους ωκεανούς πλέοντας για μέρη άγνωστα και μακρινά. Κάθε φορά που ο δάσκαλος μιλούσε για τη θάλασσα, ρουφούσε κάθε του λέξη γιατί τώρα τη γνώριζε, την είχε δει κι αυτός από κοντά κι είχε νιώσει τη δύναμή της. Καθόταν να μελετήσει και το μυαλό του έφευγε και γέμιζαν γαλάζιο τα μάτια του, καθώς φανταζόταν τον εαυτό του στη γέφυρα του πλοίου να ατενίζει για μέρες μόνο ουρανό και θάλασσα. Άλλοτε πάλι, ξυπνούσε στη μέση της νύχτας παλεύοντας με τ’ αγριεμένα κύματα την ώρα της βραδινής βάρδιας στην κουβέρτα του πλοίου. Ο κόσμος της θάλασσας είχε γίνει ο κόσμος του.
Ένας κόσμος μυστικός, που δεν τολμούσε να μοιραστεί με κανέναν, μην το μάθει ο πατέρας, που μόνη του επιθυμία ήταν να διαφεντέψει μια μέρα ο μοναχογιός του την περιουσία με τα κτήματα και τα ζωντανά που θα κληρονομούσε. Γι’ αυτό τον προόριζε και γι’ αυτό καμάρωνε με κάθε ευκαιρία σε συγγενείς και φίλους. Η γη ήταν για κείνον το πεπρωμένο του γιου του.
Τα χρόνια του Γυμνασίου που τα πέρασε στο Καρπενήσι, φιλοξενούμενος της θειας Αγγέλως, αδερφής του πατέρα του, ήταν ο χρόνος που χρειαζόταν για να γίνει η επιθυμία του απόφαση ζωής. Όταν τα Σαββατοκύριακα επέστρεφε στο χωριό, βοηθούσε στα κτήματα χωρίς να του ξεφύγει κουβέντα για ό, τι τον απασχολούσε. Στα δεκαεφτά του αποφάσισε να μιλήσει κρυφά στο θειο του τον Νικόλα, τον αδερφό της μάνας του, σε μια από τις αραιές επισκέψεις του στο χωριό, μια που είχε πια εγκατασταθεί στην Αθήνα για να ’ναι κοντά στα παιδιά του. Εκείνος τον είχε συμβουλέψει να περιμένει μια ακόμα χρονιά για να τελειώσει το σχολείο.
Με το απολυτήριο στα χέρια είχε νιώσει έτοιμος και δυνατός. Την πρόποση του πατέρα: «Άξιος γιε μου! Από δω και πέρα αναλαμβάνεις εσύ!», την ημέρα της αποφοίτησής του, είχε ακολουθήσει η ψύχραιμη ανακοίνωσή του πως θα ’φευγε στην Αθήνα για να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο. Ξαφνιασμένος απ’ το ευθύβολο χτύπημα, ο πατέρας του τον κοίταξε κατάματα σαν να μην έβγαζε νόημα απ’ όσα είχε ακούσει. Όταν όμως άρχισε να του μιλά αποκαλύπτοντας τα σχέδιά του, ο πόνος της τραχιάς παλάμης του πατέρα που έπεσε με δύναμη στο πρόσωπό του, τον είχε αιφνιδιάσει.
Αστραπιαία η μνήμη ξεδίπλωσε ακόμα παραπέρα το νήμα της για να τον τυλίξει ακόμη μια φορά σ’ ένα πυκνό κουκούλι ενοχής, που, όσο κι αν πάσχιζε, δεν μπορούσε να το διαρρήξει και να ελευθερωθεί. Ο γδούπος απ’ το σώμα του πατέρα που έπεφτε ανυπεράσπιστο στο σανιδένιο πάτωμα, σπρωγμένο απ’ το θυμό της παράφορης νιότης, σφυροκόπησε ξανά τ’ αυτιά του. Ακολούθησαν τα λόγια του σφίγγοντάς του ξανά τα μηνίγγια: «Να φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις! Ούτε στην κηδεία μου!».
Ένιωσε τον αέρα να λιγοστεύει στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Έτρεξε προς το παράθυρο κι ανοίγοντάς το προσπάθησε με δυσκολία να αναπνεύσει. Οι ίδιες εκείνες εικόνες, επανέρχονταν για να τον βασανίσουν ύπουλα, αφήνοντας το αποτύπωμα της ανεκπλήρωτης επιθυμίας να συγχωρήσει και να συγχωρεθεί αλλά και την πικρή επίγευση της παραδοχής πως δεν θα μπορούσε να ’χε κάνει αλλιώς.
Η παρουσία του νοσοκόμου για τον έλεγχο του ορού τον ξάφνιασε και τον επανέφερε στο παρόν. «Είστε συγγενής του κυρίου Παπανικολάου;». «Όχι, μάλλον έχω κάνει λάθος δωμάτιο. Συγγνώμη!».
Βγήκε απ’ το 318 το ίδιο διακριτικά, όπως είχε μπει, χωρίς όμως να δει τον πατέρα του «στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο», όπως έγραφε το μήνυμα του θειου του πέντε μέρες πριν, ενώ ταξίδευε. Ωστόσο, έπρεπε να δει αυτό το δωμάτιο. Σειρά τώρα είχε το κοιμητήριο. Εκεί, ίσως να ‘βρισκε το κουράγιο να του πει όσα ήθελε.
Πηγή:http://frear.gr/?p=21333
Στάθηκε ακίνητος μπροστά στην κλειστή πόρτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε διακριτικά. Δεν πήρε απάντηση. Την άνοιξε επιφυλακτικά. Το πλάγιο φως του απογεύματος που έμπαινε από τις μισάνοιχτες κουρτίνες έδινε στο δωμάτιο μια αίσθηση γαλήνης. Στα δεξιά του δωματίου, στρωμένο με την ακρίβεια της νοσοκομειακής κλίνης, το άδειο κρεβάτι περίμενε τον επόμενο ασθενή. Στο βάθος, δίπλα στο παράθυρο, η ζωή φαινόταν να δίνει την τελευταία της μάχη. Προχώρησε δειλά και έκατσε στην καρέκλα δίπλα στον ασθενή του παραθύρου. Η εκκωφαντική ησυχία του δωματίου απρόσμενα τον ηρέμησε.
Η ματιά του στάθηκε στο γυμνό χέρι που ακουμπούσε ακίνητο το τεντωμένο σεντόνι πάνω από τη λευκή πικεδένια κουβέρτα. Το ανάγλυφο του χεριού με τις φλέβες να χαρτογραφούν τη ροή της ζωής, του ξύπνησε την περιέργεια της αφής. Η χάρτινη υφή του δέρματος δεν τον απώθησε. Το άγγιγμα ήταν γι’ αυτόν ελάχιστο δώρο. Το άλλο χέρι, με τον λευκοπλάστη να συγκρατεί το σωληνάκι του ορού, παρέμενε αθέλητα αφημένο στην άλλη πλευρά, σαν ξένο, στερημένο από κάθε επαφή.
Σήκωσε τα μάτια και βρήκε το θάρρος να κοιτάξει το πρόσωπο του αρρώστου. Στο λευκό μαξιλάρι, το οστεώδες πρόσωπο με τα μάτια κλειστά και το στόμα ελαφρώς ανοιχτό, είχε αποτυπωμένη την ηρεμία του αποχαιρετισμού. Άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του το ρυτιδιασμένο μέτωπο κι έπειτα άφησε το χέρι του να κυλήσει πάνω στα λευκά μαλλιά. Μ’ ένα χάδι στα ωχρά μάγουλα έφερε στο νου του το περίγραμμα ενός άλλου προσώπου που ήταν αποτυπωμένο στη μνήμη του είκοσι χρόνια τώρα.
Ξεκίνησε την ίδια εκείνη επώδυνη διαδρομή της μνήμης, που ακολουθούσε αναπόφευκτα όλο αυτόν τον καιρό. Όταν είχε φύγει απ’ το σπίτι του κλείνοντας πίσω του οριστικά την πόρτα, ήξερε πως είχε έρθει η στιγμή να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Μια απόφαση που ’χε παρθεί ήδη από τα έντεκά του, όταν πρωτόδε τη θάλασσα.
«Άφησε το παιδί να ΄ρθει μαζί μου, μεγάλωσε πια!» με το ζόρι είχε πείσει τον πατέρα του ο θείος Νικόλας να τον πάρει μαζί του στο λιμάνι της Πάτρας, για να υποδεχθούν τον ξάδερφό του που σπούδαζε φαρμακοποιός στην Μπολόνια. Μέχρι τότε, το μόνο που γνώριζε ήταν το κλειστό ορεινό περίγραμμα του χωριού του. Για παραέξω ούτε συζήτηση. Μονάχα το προσκύνημα στο μοναστήρι του Προυσού όταν γιόρταζε η Χάρη της και καμιά βόλτα μέχρι το Καρπενήσι, κάποιες λιγοστές Κυριακάδες. Από τότε που ’χε πεθάνει η μάνα του, στα εννιά του, παίρνοντας μαζί της και την ξένοιαστη χαρά της παιδικής του ηλικίας, ο πατέρας του φρόντιζε για όλα. Μη λείψει τίποτα στο διάδοχο που μεσήλικας είχε αποκτήσει. Η φροντίδα του πατέρα όμως τον έπνιγε.
Όταν έφθασαν στο λιμάνι, θυμάται να στέκει στην προβλήτα και να πονούν τα μάτια του αντικρίζοντας το φως στην ανοιχτωσιά του ορίζοντα. «Σ’ αρέσει;» τον είχε ρωτήσει ο θειος του κι εκείνος βουβός, κουνώντας το κεφάλι προς τα κάτω, ξεροκατάπιε χωρίς να πάρει στιγμή το βλέμμα του απ’ τη θάλασσα. Η ματιά του ποτέ άλλοτε δεν είχε ταξιδέψει τόσο μακριά. Πάντα τα βουνά. Τα βουνά που ορθώνονταν σαν τείχος απροσπέλαστο γύρω του και τον σκίαζαν. Όταν είδε το πλοίο να φθάνει, η καρδιά του φτερούγισε. Τον κυρίευσε μια βαθιά επιθυμία να φύγει, να μπει στο πλοίο και να φτάσει τον ορίζοντα. «Μια μέρα θα ’ρθω κοντά σου», ήταν η υπόσχεση που ’δωσε στη θάλασσα και τον εαυτό του ψιθυρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια.
Από τότε, έβλεπε το ποτάμι στο χωριό και ακολουθώντας νοερά τη ροή του, έβγαινε στη θάλασσα. Στο σχολείο μελετούσε τους χάρτες κι ανοιγόταν στους ωκεανούς πλέοντας για μέρη άγνωστα και μακρινά. Κάθε φορά που ο δάσκαλος μιλούσε για τη θάλασσα, ρουφούσε κάθε του λέξη γιατί τώρα τη γνώριζε, την είχε δει κι αυτός από κοντά κι είχε νιώσει τη δύναμή της. Καθόταν να μελετήσει και το μυαλό του έφευγε και γέμιζαν γαλάζιο τα μάτια του, καθώς φανταζόταν τον εαυτό του στη γέφυρα του πλοίου να ατενίζει για μέρες μόνο ουρανό και θάλασσα. Άλλοτε πάλι, ξυπνούσε στη μέση της νύχτας παλεύοντας με τ’ αγριεμένα κύματα την ώρα της βραδινής βάρδιας στην κουβέρτα του πλοίου. Ο κόσμος της θάλασσας είχε γίνει ο κόσμος του.
Ένας κόσμος μυστικός, που δεν τολμούσε να μοιραστεί με κανέναν, μην το μάθει ο πατέρας, που μόνη του επιθυμία ήταν να διαφεντέψει μια μέρα ο μοναχογιός του την περιουσία με τα κτήματα και τα ζωντανά που θα κληρονομούσε. Γι’ αυτό τον προόριζε και γι’ αυτό καμάρωνε με κάθε ευκαιρία σε συγγενείς και φίλους. Η γη ήταν για κείνον το πεπρωμένο του γιου του.
Τα χρόνια του Γυμνασίου που τα πέρασε στο Καρπενήσι, φιλοξενούμενος της θειας Αγγέλως, αδερφής του πατέρα του, ήταν ο χρόνος που χρειαζόταν για να γίνει η επιθυμία του απόφαση ζωής. Όταν τα Σαββατοκύριακα επέστρεφε στο χωριό, βοηθούσε στα κτήματα χωρίς να του ξεφύγει κουβέντα για ό, τι τον απασχολούσε. Στα δεκαεφτά του αποφάσισε να μιλήσει κρυφά στο θειο του τον Νικόλα, τον αδερφό της μάνας του, σε μια από τις αραιές επισκέψεις του στο χωριό, μια που είχε πια εγκατασταθεί στην Αθήνα για να ’ναι κοντά στα παιδιά του. Εκείνος τον είχε συμβουλέψει να περιμένει μια ακόμα χρονιά για να τελειώσει το σχολείο.
Με το απολυτήριο στα χέρια είχε νιώσει έτοιμος και δυνατός. Την πρόποση του πατέρα: «Άξιος γιε μου! Από δω και πέρα αναλαμβάνεις εσύ!», την ημέρα της αποφοίτησής του, είχε ακολουθήσει η ψύχραιμη ανακοίνωσή του πως θα ’φευγε στην Αθήνα για να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο. Ξαφνιασμένος απ’ το ευθύβολο χτύπημα, ο πατέρας του τον κοίταξε κατάματα σαν να μην έβγαζε νόημα απ’ όσα είχε ακούσει. Όταν όμως άρχισε να του μιλά αποκαλύπτοντας τα σχέδιά του, ο πόνος της τραχιάς παλάμης του πατέρα που έπεσε με δύναμη στο πρόσωπό του, τον είχε αιφνιδιάσει.
Αστραπιαία η μνήμη ξεδίπλωσε ακόμα παραπέρα το νήμα της για να τον τυλίξει ακόμη μια φορά σ’ ένα πυκνό κουκούλι ενοχής, που, όσο κι αν πάσχιζε, δεν μπορούσε να το διαρρήξει και να ελευθερωθεί. Ο γδούπος απ’ το σώμα του πατέρα που έπεφτε ανυπεράσπιστο στο σανιδένιο πάτωμα, σπρωγμένο απ’ το θυμό της παράφορης νιότης, σφυροκόπησε ξανά τ’ αυτιά του. Ακολούθησαν τα λόγια του σφίγγοντάς του ξανά τα μηνίγγια: «Να φύγεις και να μην ξαναγυρίσεις! Ούτε στην κηδεία μου!».
Ένιωσε τον αέρα να λιγοστεύει στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Έτρεξε προς το παράθυρο κι ανοίγοντάς το προσπάθησε με δυσκολία να αναπνεύσει. Οι ίδιες εκείνες εικόνες, επανέρχονταν για να τον βασανίσουν ύπουλα, αφήνοντας το αποτύπωμα της ανεκπλήρωτης επιθυμίας να συγχωρήσει και να συγχωρεθεί αλλά και την πικρή επίγευση της παραδοχής πως δεν θα μπορούσε να ’χε κάνει αλλιώς.
Η παρουσία του νοσοκόμου για τον έλεγχο του ορού τον ξάφνιασε και τον επανέφερε στο παρόν. «Είστε συγγενής του κυρίου Παπανικολάου;». «Όχι, μάλλον έχω κάνει λάθος δωμάτιο. Συγγνώμη!».
Βγήκε απ’ το 318 το ίδιο διακριτικά, όπως είχε μπει, χωρίς όμως να δει τον πατέρα του «στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο», όπως έγραφε το μήνυμα του θειου του πέντε μέρες πριν, ενώ ταξίδευε. Ωστόσο, έπρεπε να δει αυτό το δωμάτιο. Σειρά τώρα είχε το κοιμητήριο. Εκεί, ίσως να ‘βρισκε το κουράγιο να του πει όσα ήθελε.
Πηγή:http://frear.gr/?p=21333
Μία ιστορία για τον Μηνά
κύμα 2018
Παράξενες Ιστορίες με Γάτες
Παράξενες Ιστορίες με Γάτες
Camera Obscura
Ιστορίες Μπονζάι - Πλανόδιον
14.11.18
14.11.18
Για ώρα τὸ βλέμμα του μένει ἀκίνητο, ὑπνωτισμένο πάνω της . Ἔχει ἔρθει ἀπὸ μακριὰ μόνο γιὰ ἐκείνη. Ἡ πολυκοσμία ὅμως δὲν τὸν ἀφήνει νὰ τὴ δεῖ ἀπὸ κοντά. Προτιμᾶ ἔτσι νὰ τὴν παρατηρεῖ ἀπὸ μακριά, προετοιμάζοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὴν πλησιάσει.
Στέκεται ὄρθια μπροστὰ στὸ παράθυρο μὲ τὸ ἀπογευματινὸ φῶς νὰ λούζει τὸ πρόσωπο καὶ τὰ μαλλιά της. Μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα καὶ τὸ κεφάλι σκυφτό, διαβάζει μὲ προσοχὴ ἕνα γράμμα ποὺ κρατᾶ στὰ χέρια της. Ἡ μορφὴ της καθρεφτίζεται στὸ τζάμι τοῦ παραθύρου, ἐπιτρέποντας στὸ εἴδωλο νὰ συμπληρώσει τὴν εἰκόνα της . Ἐκεῖνο ποὺ τὸν καθηλώνει εἶναι ὁ λευκός της λαιμός. Τὰ δεμένα σὲ κότσο ξανθά της μαλλιὰ ἀφήνουν νὰ διαγράφεται τὸ περίγραμμα τοῦ αὐχένα της, ποὺ καταλήγει ἤρεμα στοὺς λεπτούς της ὤμους. Μιὰ λευκὴ ὀργάντζα τοὺς ἀγκαλιάζει προστατευτικά, φτάνοντας ὡς τὸ νεανικό της μποῦστο. Τὸ βλέμμα του διανύει ξανὰ τὴν ἁπαλὴ αὐτὴ διαδρομὴ , ἀργοπορώντας ἐκεῖ ποὺ τὸ φῶς παίζει μὲ τὶς μποῦκλες τῶν μαλλιῶν της, ὅταν πέφτουν ἐλεύθερες στὸ πλάι τοῦ λαιμοῦ της. Καθὼς τὴν κοιτᾶ, εὔχεται νὰ μποροῦσε νὰ κάθεται δίπλα της, σ’ ἐκείνη τὴν καρέκλα κάτω ἀπ’ τὸ παράθυρο , γεμάτος περιέργεια, ἴσως καὶ ζήλεια γιὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ γράμματος καὶ νὰ θαυμάζει τὸ ροδαλὸ χρῶμα στὰ μάγουλα καὶ τὰ χείλη της. Ἴσως πάλι, κρυμμένος πίσω ἀπ΄ τὴν κουρτίνα τοῦ σεπαρέ της, νὰ μποροῦσε ἀνενόχλητος νὰ παρατηρεῖ ἀπ’ τὸ καθρέφτισμα τοῦ παραθύρου τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου της, ἐνῶ διαβάζει ἐκεῖνο τὸ γράμμα.
Προσπαθεῖ νὰ στριμωχτεῖ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος διεκδικώντας κι αὐτὸς μιὰ θέση κοντά της. Τοὺς βλέπει νὰ τὴν φωτογραφίζουν ἀσταμάτητα μὲ τὶς ψηφιακές τους μηχανὲς καὶ τὰ κινητά. Τὴν φαντάζεται νὰ ποζάρει μόνο γιὰ χάρη του, προστατευμένη ἀπ’ τὰ ἀδιάκριτα βλέμματα, κι ἐκεῖνος πίσω ἀπ’ τὴν camera obscura, συλλαμβάνοντας τὸ φῶς της, νὰ αἰχμαλωτίζει γιὰ πάντα τὴν αὔρα της καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ἀποκλειστικά το τέλειο ἀπείκασμα τῆς φιγούρας της ἀνεστραμμένο πάνω στὸ καμβά του.
Ὅταν καταφέρνει ἐπιτέλους νὰ τὴν πλησιάσει, ὁ φύλακας εἰδοποιεῖ τοὺς ἐπισκέπτες πὼς πρέπει σύντομα νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὴν αἴθουσα Βερμέερ, γιατί ἡ πινακοθήκη πρόκειται νὰ κλείσει στὰ δέκα ἑπόμενα λεπτά. Κοιτάζοντας τὸν πίνακα ἀπὸ κοντά, ἡ ματιά του σκαλώνει στὶς στικτὲς πινελιὲς ἀνοιχτοῦ χρώματος ποὺ φωτίζουν τὸ μποῦστο της. Ζηλεύει τὸ βλέμμα τοῦ ζωγράφου. Τὴν ἀποχαιρετᾶ μὲ μιὰ ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ χεριοῦ ποὺ χαϊδεύει τὴ σιλουέτα της. Δὲν τὴν εἶδε ὅσο θὰ ἤθελε. Τὸν παρηγορεῖ ὡστόσο ἡ σκέψη πὼς ἐπιστρέφοντας ἀπ’ τὴν Δρέσδη, τὸ κορίτσι μὲ τὸ γράμμα μπροστὰ στὸ παράθυρο θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζει τὴ μοναξιά του μέσα ἀπ’ τὴ μικρὴ ρεπροντουξιόν, ποὺ κρέμεται στὸν τοῖχο τῆς σκοτεινῆς του κάμαρης χρόνια τώρα, ἀγορασμένη ἀπὸ πλανόδιο καλλιτέχνη.
Πηγή:http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2018/11/14/vania-syrmou-camera-obscura/
camera-o
Στέκεται ὄρθια μπροστὰ στὸ παράθυρο μὲ τὸ ἀπογευματινὸ φῶς νὰ λούζει τὸ πρόσωπο καὶ τὰ μαλλιά της. Μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα καὶ τὸ κεφάλι σκυφτό, διαβάζει μὲ προσοχὴ ἕνα γράμμα ποὺ κρατᾶ στὰ χέρια της. Ἡ μορφὴ της καθρεφτίζεται στὸ τζάμι τοῦ παραθύρου, ἐπιτρέποντας στὸ εἴδωλο νὰ συμπληρώσει τὴν εἰκόνα της . Ἐκεῖνο ποὺ τὸν καθηλώνει εἶναι ὁ λευκός της λαιμός. Τὰ δεμένα σὲ κότσο ξανθά της μαλλιὰ ἀφήνουν νὰ διαγράφεται τὸ περίγραμμα τοῦ αὐχένα της, ποὺ καταλήγει ἤρεμα στοὺς λεπτούς της ὤμους. Μιὰ λευκὴ ὀργάντζα τοὺς ἀγκαλιάζει προστατευτικά, φτάνοντας ὡς τὸ νεανικό της μποῦστο. Τὸ βλέμμα του διανύει ξανὰ τὴν ἁπαλὴ αὐτὴ διαδρομὴ , ἀργοπορώντας ἐκεῖ ποὺ τὸ φῶς παίζει μὲ τὶς μποῦκλες τῶν μαλλιῶν της, ὅταν πέφτουν ἐλεύθερες στὸ πλάι τοῦ λαιμοῦ της. Καθὼς τὴν κοιτᾶ, εὔχεται νὰ μποροῦσε νὰ κάθεται δίπλα της, σ’ ἐκείνη τὴν καρέκλα κάτω ἀπ’ τὸ παράθυρο , γεμάτος περιέργεια, ἴσως καὶ ζήλεια γιὰ τὸ περιεχόμενο τοῦ γράμματος καὶ νὰ θαυμάζει τὸ ροδαλὸ χρῶμα στὰ μάγουλα καὶ τὰ χείλη της. Ἴσως πάλι, κρυμμένος πίσω ἀπ΄ τὴν κουρτίνα τοῦ σεπαρέ της, νὰ μποροῦσε ἀνενόχλητος νὰ παρατηρεῖ ἀπ’ τὸ καθρέφτισμα τοῦ παραθύρου τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου της, ἐνῶ διαβάζει ἐκεῖνο τὸ γράμμα.
Προσπαθεῖ νὰ στριμωχτεῖ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος διεκδικώντας κι αὐτὸς μιὰ θέση κοντά της. Τοὺς βλέπει νὰ τὴν φωτογραφίζουν ἀσταμάτητα μὲ τὶς ψηφιακές τους μηχανὲς καὶ τὰ κινητά. Τὴν φαντάζεται νὰ ποζάρει μόνο γιὰ χάρη του, προστατευμένη ἀπ’ τὰ ἀδιάκριτα βλέμματα, κι ἐκεῖνος πίσω ἀπ’ τὴν camera obscura, συλλαμβάνοντας τὸ φῶς της, νὰ αἰχμαλωτίζει γιὰ πάντα τὴν αὔρα της καὶ νὰ ἀπολαμβάνει ἀποκλειστικά το τέλειο ἀπείκασμα τῆς φιγούρας της ἀνεστραμμένο πάνω στὸ καμβά του.
Ὅταν καταφέρνει ἐπιτέλους νὰ τὴν πλησιάσει, ὁ φύλακας εἰδοποιεῖ τοὺς ἐπισκέπτες πὼς πρέπει σύντομα νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὴν αἴθουσα Βερμέερ, γιατί ἡ πινακοθήκη πρόκειται νὰ κλείσει στὰ δέκα ἑπόμενα λεπτά. Κοιτάζοντας τὸν πίνακα ἀπὸ κοντά, ἡ ματιά του σκαλώνει στὶς στικτὲς πινελιὲς ἀνοιχτοῦ χρώματος ποὺ φωτίζουν τὸ μποῦστο της. Ζηλεύει τὸ βλέμμα τοῦ ζωγράφου. Τὴν ἀποχαιρετᾶ μὲ μιὰ ἀνεπαίσθητη κίνηση τοῦ χεριοῦ ποὺ χαϊδεύει τὴ σιλουέτα της. Δὲν τὴν εἶδε ὅσο θὰ ἤθελε. Τὸν παρηγορεῖ ὡστόσο ἡ σκέψη πὼς ἐπιστρέφοντας ἀπ’ τὴν Δρέσδη, τὸ κορίτσι μὲ τὸ γράμμα μπροστὰ στὸ παράθυρο θὰ ἐξακολουθεῖ νὰ φωτίζει τὴ μοναξιά του μέσα ἀπ’ τὴ μικρὴ ρεπροντουξιόν, ποὺ κρέμεται στὸν τοῖχο τῆς σκοτεινῆς του κάμαρης χρόνια τώρα, ἀγορασμένη ἀπὸ πλανόδιο καλλιτέχνη.
Πηγή:http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2018/11/14/vania-syrmou-camera-obscura/
camera-o
Ασπασμός στο Δεύτε...
Φρέαρ
18.9.18
18.9.18
Τα χέρια τους μικρά, κρύβονται στις παλάμες του καθώς τους κρατά στα ρηχά της θάλασσας το καλοκαίρι.
Κράτημα γερό και σταθερό απ’ τη μια, του σφίγγει το χέρι με δύναμη και σιγουριά.
«Άμα η ανέχεια σου ‘χει χτυπήσει την πόρτα κι έχει στρογγυλοκαθίσει για τα καλά στο σπίτι, σου περνά τη θηλιά στο λαιμό για ένα πεντακοσάρι, τόσα ζήτησε το γραφείο τελετών και σου ‘κανε τη χάρη για δόσεις, επειδή γνώριζε τον πατέρα από τη γειτονιά κι εσύ απελπισμένος για την πρώτη δόση μπροστά, να ξαμολιέσαι για έρανο στο σόι, στην ανάγκη μισή ντροπή δική τους, μισή δική σου λες, για να εξασφαλίσεις το οικονομικό, με καπλαμά, όπως σου ‘πε το κοράκι του γραφείου δειγματίζοντάς σου τις κάσες, για ανθοστολισμούς και τέτοια ούτε να το συζητάς, το μενού περιλαμβάνει μια ανθοδέσμη με κρίνους δίπλα στο στάρι και τη φωτογραφία και το γραφείο σου κάνει δώρο τα λουλούδια για τους συγγενείς, άκου να δεις, στο κυλικείο καφές και παξιμάδι. Α, ρε πατέρα το κιμπαριλίκι σου το πήρες μαζί σου!»
Χαλαρό το άλλο χεράκι, σχεδόν ανοιχτό, αφήνεται στη δική του έγνοια να το βαστάξει, να το προφυλάξει απ’ τα κύματα.
«Αν είχα το φλασκί της κωλότσεπης, δυο τρεις γουλιές τσίπουρο θα κάναν τη δουλειά τους πριν τη κηδεία. Όσο σκέφτομαι το άθλιο κονιάκ του κυλικείου! Ας είναι! Το κουστούμι του πατέρα φαίνεται φθαρμένο. Έπρεπε να του ‘χαμε αγοράσει καινούριο. Ο πατέρας ήταν άρχοντας. Φτωχός αλλά άρχοντας. Δεν ήθελε να τον λυπούνται. Τη γλέντησε τη φτώχεια του. Να μη γλεντήσει και το θάνατό του; Γι’ αυτό και το ρολόι που μου ‘δωσε, δεν το κράτησα. Ας είναι! Του το’βαλα στην τσέπη του γιλέκου. Ήθελα να νιώθω το ασημένιο αλυσιδάκι να κρέμεται. Ενθύμιο του παππού απ’ την Σμύρνη. Λειτουργούσε ακόμη. Ας είναι! Δε θέλω να τον ανοίξουν .Θέλω να τον θυμάμαι γερό. Να ξαποσταίνει μετά την οικοδομή. Να κάθεται αντίκρυ στο τραπέζι. Να με κοιτά. Να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με το κρασί. Δεν είναι!»
Κι όταν τους σηκώνει ψηλά σαν τα ψάρια στο αφρό, εκείνοι ξεκαρδίζονται και χτυπούν τα πόδια δέρνοντας το κύμα. Κι όταν το ένα χέρι αφήνει το δικό του για να παλέψει μόνο του, στο άλλο νιώθει και τα δυο χεράκια να κρέμονται απ’ το μπράτσο του, από φόβο μη γλιστρήσουν.
Ωραία χρόνια!
Τώρα, το «Φιλάκι μπαμπά!» γίνεται ασπασμός στο Δεύτε…
Πηγή:http://frear.gr?p=22604
Κράτημα γερό και σταθερό απ’ τη μια, του σφίγγει το χέρι με δύναμη και σιγουριά.
«Άμα η ανέχεια σου ‘χει χτυπήσει την πόρτα κι έχει στρογγυλοκαθίσει για τα καλά στο σπίτι, σου περνά τη θηλιά στο λαιμό για ένα πεντακοσάρι, τόσα ζήτησε το γραφείο τελετών και σου ‘κανε τη χάρη για δόσεις, επειδή γνώριζε τον πατέρα από τη γειτονιά κι εσύ απελπισμένος για την πρώτη δόση μπροστά, να ξαμολιέσαι για έρανο στο σόι, στην ανάγκη μισή ντροπή δική τους, μισή δική σου λες, για να εξασφαλίσεις το οικονομικό, με καπλαμά, όπως σου ‘πε το κοράκι του γραφείου δειγματίζοντάς σου τις κάσες, για ανθοστολισμούς και τέτοια ούτε να το συζητάς, το μενού περιλαμβάνει μια ανθοδέσμη με κρίνους δίπλα στο στάρι και τη φωτογραφία και το γραφείο σου κάνει δώρο τα λουλούδια για τους συγγενείς, άκου να δεις, στο κυλικείο καφές και παξιμάδι. Α, ρε πατέρα το κιμπαριλίκι σου το πήρες μαζί σου!»
Χαλαρό το άλλο χεράκι, σχεδόν ανοιχτό, αφήνεται στη δική του έγνοια να το βαστάξει, να το προφυλάξει απ’ τα κύματα.
«Αν είχα το φλασκί της κωλότσεπης, δυο τρεις γουλιές τσίπουρο θα κάναν τη δουλειά τους πριν τη κηδεία. Όσο σκέφτομαι το άθλιο κονιάκ του κυλικείου! Ας είναι! Το κουστούμι του πατέρα φαίνεται φθαρμένο. Έπρεπε να του ‘χαμε αγοράσει καινούριο. Ο πατέρας ήταν άρχοντας. Φτωχός αλλά άρχοντας. Δεν ήθελε να τον λυπούνται. Τη γλέντησε τη φτώχεια του. Να μη γλεντήσει και το θάνατό του; Γι’ αυτό και το ρολόι που μου ‘δωσε, δεν το κράτησα. Ας είναι! Του το’βαλα στην τσέπη του γιλέκου. Ήθελα να νιώθω το ασημένιο αλυσιδάκι να κρέμεται. Ενθύμιο του παππού απ’ την Σμύρνη. Λειτουργούσε ακόμη. Ας είναι! Δε θέλω να τον ανοίξουν .Θέλω να τον θυμάμαι γερό. Να ξαποσταίνει μετά την οικοδομή. Να κάθεται αντίκρυ στο τραπέζι. Να με κοιτά. Να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας με το κρασί. Δεν είναι!»
Κι όταν τους σηκώνει ψηλά σαν τα ψάρια στο αφρό, εκείνοι ξεκαρδίζονται και χτυπούν τα πόδια δέρνοντας το κύμα. Κι όταν το ένα χέρι αφήνει το δικό του για να παλέψει μόνο του, στο άλλο νιώθει και τα δυο χεράκια να κρέμονται απ’ το μπράτσο του, από φόβο μη γλιστρήσουν.
Ωραία χρόνια!
Τώρα, το «Φιλάκι μπαμπά!» γίνεται ασπασμός στο Δεύτε…
Πηγή:http://frear.gr?p=22604
Φωτογραφίες στο κουτί
Diastixo.gr
27.1.19
27.1.19
Σκότωνε για ένα τσιγάρο. Εννιά μήνες τώρα, ούτε που το ’χε βάλει στο στόμα της. Όχι ότι της το ’χαν απαγορεύσει. Εκείνη δεν το ’θελε. Για το μωρό που θα ’ρχόταν. Τώρα όμως η αναμονή την τρέλαινε. Η επιπλοκή τούς κράτησε άυπνους όλη νύχτα στο προσκέφαλο της Όλγκα. Βλέποντάς τη να κοιλοπονάει υπέφερε διπλά. Γιατροί και νοσηλευτές μπαινόβγαιναν λιγόλογοι εξαντλώντας ώρα την ώρα τις πιθανότητες για φυσιολογικό τοκετό. Ξημερώματα ετοίμασαν την Όλγκα για χειρουργείο. Το μωρό, είπαν, δεν άντεχε άλλο. Της έσφιξε το χέρι καθώς την έπαιρναν κι εκείνη της έβαλε βιαστικά στη φούχτα τη βέρα της. Ο άντρας της Όλγκα δεν είχε έρθει μαζί της. Έμεινε πίσω με τα δυο τους παιδιά. Αυτός τους ειδοποίησε ξαφνικά το βράδυ, όταν της έσπασαν τα νερά. Κι αυτή με τον άντρα της έτρεξαν αλαφιασμένοι να την πάνε στο μαιευτήριο. Είχαν μάθει άλλωστε, όλους αυτούς τους μήνες, να τη συνοδεύουν σε εξετάσεις και γιατρούς. Ωστόσο, δεν το μετάνιωνε. Με καρτερία μάζευε μια μια τις δανεισμένες μνήμες που χρόνια τής στερούσε πεισματικά το δικό της σώμα.
Μα τώρα δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Κουβάρι στο μυαλό της οι ματαιώσεις, οι αμφιβολίες, τα λόγια, τα βλέμματα, οι σιωπές, οι ελπίδες. Κι όσο το κουβάρι ξετυλιγόταν, τόσο αυτή πνιγόταν με το νήμα του. Η επωδός της μάνας της: «Δεν είναι του Θεού αυτά τα πράγματα, παιδί μου!» βούιζε ξανά στα αυτιά της. Ένιωθε τους τοίχους στην αίθουσα αναμονής να στενεύουν και τον αέρα να λιγοστεύει. Έκανε να σηκωθεί, να βγει για λίγο έξω. Tα πόδια της δεν υπάκουαν. Ξανακάθισε και σκέπασε το κεφάλι της με τα χέρια, για να το προστατεύσει από την καταιγίδα που μαινόταν μέσα του. Ένιωθε να στερεύει η στέρνα της υπομονής της κι άξαφνα να φαίνεται ο πάτος στεγνός, γεμάτος ρωγμές που απλώνονταν μεμιάς παντού. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια ζητώντας καταφύγιο στην εικόνα του μικρού κοριτσιού που ερχόταν στα όνειρά της και της κρατούσε παρήγορα το χέρι. Η αναπνοή της επανήλθε.
Μπαίνοντας στην αίθουσα αναμονής ο άντρας της, τη βρήκε με μάτια σφαλιστά και το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο. Το κρύο του άγγιγμα τη συνέφερε. «Σου ’φερα καφέ απ’ έξω». Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Τα τελευταία βήματα της κοινής διαδρομής τους ήταν πλέον βαριά.
Χαμένη στις σκέψεις της, πετάχτηκε σαν ελατήριο απ’ το κλάμα του μωρού στο διπλανό δωμάτιο. H φωτογραφία της με τη νεογέννητη κόρη της αγκαλιά στο μαιευτήριο της έπεσε απ’ τα χέρια. Τη μάζεψε και την έβαλε πίσω στο ροζ βελούδινο κουτί με τ’ άλλα αναμνηστικά απ’ τα γεννητούρια. Ανάμεσά τους και η φωτογραφία της Όλγκα, με ευχαριστίες στην πίσω πλευρά. Χαμογελούσε στον φακό αγκαλιάζοντας τα δικά της παιδιά στην είσοδο του σπιτιού της, στη Σεβαστούπολη, χαρούμενη που με τα χρήματα από τον τοκετό είχε καταφέρει να επιστρέψει με την οικογένειά της στην πατρίδα της.
Η ματιά της σκάλωσε για δευτερόλεπτα στο χαμόγελο της Όλγκα. Έπειτα, τακτοποίησε τη φωτογραφία προσεκτικά στο βάθος του κουτιού, κάτω απ’ τα υπόλοιπα ενθύμια. Το έκλεισε κι έτρεξε να ησυχάσει το μωρό της.
Πηγή:https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/11475-fwtografies-kouti
Μα τώρα δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Κουβάρι στο μυαλό της οι ματαιώσεις, οι αμφιβολίες, τα λόγια, τα βλέμματα, οι σιωπές, οι ελπίδες. Κι όσο το κουβάρι ξετυλιγόταν, τόσο αυτή πνιγόταν με το νήμα του. Η επωδός της μάνας της: «Δεν είναι του Θεού αυτά τα πράγματα, παιδί μου!» βούιζε ξανά στα αυτιά της. Ένιωθε τους τοίχους στην αίθουσα αναμονής να στενεύουν και τον αέρα να λιγοστεύει. Έκανε να σηκωθεί, να βγει για λίγο έξω. Tα πόδια της δεν υπάκουαν. Ξανακάθισε και σκέπασε το κεφάλι της με τα χέρια, για να το προστατεύσει από την καταιγίδα που μαινόταν μέσα του. Ένιωθε να στερεύει η στέρνα της υπομονής της κι άξαφνα να φαίνεται ο πάτος στεγνός, γεμάτος ρωγμές που απλώνονταν μεμιάς παντού. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια ζητώντας καταφύγιο στην εικόνα του μικρού κοριτσιού που ερχόταν στα όνειρά της και της κρατούσε παρήγορα το χέρι. Η αναπνοή της επανήλθε.
Μπαίνοντας στην αίθουσα αναμονής ο άντρας της, τη βρήκε με μάτια σφαλιστά και το κεφάλι ακουμπισμένο στον τοίχο. Το κρύο του άγγιγμα τη συνέφερε. «Σου ’φερα καφέ απ’ έξω». Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Τα τελευταία βήματα της κοινής διαδρομής τους ήταν πλέον βαριά.
Χαμένη στις σκέψεις της, πετάχτηκε σαν ελατήριο απ’ το κλάμα του μωρού στο διπλανό δωμάτιο. H φωτογραφία της με τη νεογέννητη κόρη της αγκαλιά στο μαιευτήριο της έπεσε απ’ τα χέρια. Τη μάζεψε και την έβαλε πίσω στο ροζ βελούδινο κουτί με τ’ άλλα αναμνηστικά απ’ τα γεννητούρια. Ανάμεσά τους και η φωτογραφία της Όλγκα, με ευχαριστίες στην πίσω πλευρά. Χαμογελούσε στον φακό αγκαλιάζοντας τα δικά της παιδιά στην είσοδο του σπιτιού της, στη Σεβαστούπολη, χαρούμενη που με τα χρήματα από τον τοκετό είχε καταφέρει να επιστρέψει με την οικογένειά της στην πατρίδα της.
Η ματιά της σκάλωσε για δευτερόλεπτα στο χαμόγελο της Όλγκα. Έπειτα, τακτοποίησε τη φωτογραφία προσεκτικά στο βάθος του κουτιού, κάτω απ’ τα υπόλοιπα ενθύμια. Το έκλεισε κι έτρεξε να ησυχάσει το μωρό της.
Πηγή:https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/11475-fwtografies-kouti
Λόγος του '18
τοβιβλιο.net
Συλλογική έκδοση διηγημάτων που δημοσιεύτηκαν στο δικτυακό τόπο τοβιβλιο.net το 2018. Περιλαμβάνεται το διήγημά μου "Κομπάρσος".
Πηγή:https://tovivlio.net/%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-18/
Συλλογική έκδοση διηγημάτων που δημοσιεύτηκαν στο δικτυακό τόπο τοβιβλιο.net το 2018. Περιλαμβάνεται το διήγημά μου "Κομπάρσος".
Πηγή:https://tovivlio.net/%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-18/
Ζεϊμπέκικο
Πλανόδιον Ιστορίες Μπονζάι
29.4.19
29.4.19
Η ΛΙΤΣΑ! Ἡ Λίτσα νὰ τὸ χορέψει!». Ἡ παρέα τῶν νέων στὸ πλάι τῆς πίστας, φωνάζει ρυθμικά, ἀπαιτώντας τὸ χορὸ τῆς Λίτσας, μόλις ἀκούγονται οἱ πρῶτες νότες ἀπὸ τὸ «Ζεϊμπέκικό τῆς Εὐδοκίας». Ἀπ’ τὸ μικρόφωνο ἀκούγεται ἡ φωνὴ τῆς τραγουδίστριας: «Γιὰ τὴν Λίτσα!».
Ἡ πίστα ἀδειάζει. Ἡ Λίτσα «κατ’ ἀπαίτηση τοῦ κοινοῦ» στέκεται στὸ κέντρο τῆς πίστας μὲ τὸν συνοδό της. «Μόνη μου θέλω» τοῦ λέει. Σκύβει τὸ κεφάλι καὶ κλείνει τὰ μάτια. Τὰ τέλια τοῦ μπουζουκιοῦ τῆς δίνουν τὸ ρυθμό. Ἀρχίζει νὰ χορεύει. Ἡ παρέα τὴν συνοδεύει χτυπώντας παλαμάκια. Τὰ λαμπιόνια πάνω ἀπὸ τὴν αὐτοσχέδια πίστα στὴν ἄκρη τοῦ κήπου, συμπληρώνουν τὸ λαϊκὸ σκηνικό. Μὲ κινήσεις κοφτές, ἀπαντᾶ στὶς πενιὲς τοῦ μπουζουκιοῦ. Ἡ ἄπνοια τῆς καλοκαιρινῆς βραδιᾶς βαραίνει τὴν ἀνάσα. Ἀνοίγει τὰ μάτια μὲ βλέμμα ποὺ κοιτάζει πρὸς τὰ μέσα. Τώρα λικνίζεται ἀργά, βαριά, ὅπως ταιριάζει τοῦ ζεϊμπέκικου. Τὰ χέρια σπρώχνουν μὲ δύναμη δίνοντας φόρα σὲ κάθε στροφή. Ξεδιπλώνοντάς τα νιώθει νὰ μετεωρίζεται στὸ κέντρο τῆς πίστας. Ἡ μία στροφὴ μετὰ τὴν ἄλλη. Παραδομένη στὸν καημὸ τῆς μελωδίας στροβιλίζεται στὰ πλακάκια τῆς ὑπαίθριας πίστας, ὅλο καὶ πιὸ γρήγορα. «Μπράβο Λίτσα!», ἡ παρέα χειροκροτεῖ. Δανείζεται τὴ σιγουριὰ τῆς μουσικῆς καὶ γέρνει ἀπότομα τὸ κορμί της πρὸς τὰ πίσω ἀνοίγοντας διάπλατα τὰ χέρια. Ἀναμετριέται μὲ τὸ ζεϊμπέκικο.
Στὴ θέα τῆς περιστρεφόμενης στὸν ἀέρα ρόδας τοῦ ἁμαξιδίου της, ἡ ἀνάσα τῆς καλοκαιρινῆς βραδιᾶς σκαλώνει σ’ ἓν’ ἄξαφνο «Ἄχ!», ποὺ πνίγει τὸν ἦχο τοῦ μπουζουκιοῦ. Ἡ Λίτσα ἀναποδογυρισμένη στὴν πίστα. Προστατευμένη ἀπὸ τοὺς ἱμάντες ποὺ κρατοῦν γερὰ δεμένα τὰ πόδια της στὴ βάση τοῦ ἁμαξιδίου, ἀνασηκώνει μόνο τὸ κεφάλι, μετατρέποντας μιὰ ἐλαφριὰ σύσπαση πόνου σὲ χαμόγελο. «Δὲν εἶναι τίποτα. Μιὰ δύσκολη φιγούρα!» λέει στὸν συνοδό της ποὺ τρέχει νὰ τὴ σηκώσει. Στὴν ἀμήχανα πυκνὴ σιωπὴ ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀπαντᾶ σταθερὴ ἡ φωνὴ τῆς Λίτσας: «Εἶμαι καλά. Θὰ συνεχίσω.» Κάνει νόημα στὴν ὀρχήστρα.
Τὸ ζεϊμπέκικο τὴ σιγοντάρει ὑπάκουα. Ἕνας-ἕνας οἱ φίλοι της μπαίνουν στὴν πίστα μαζί της. Χορεύουν μὲ κινήσεις κοφτὲς τὶς ρόδες τους, μέχρι τὸ τέλος τῆς «παραγγελιᾶς». Τὰ μάτια της χαμογελαστὰ ἀποκρίνονται στὸ χειροκρότημα. Ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν πίστα μὲ τὴ λεβεντιὰ τοῦ ζεϊμπέκικου στὰ ἀνοιχτά της χέρια.
Δὲν ἐπιστρέφει στὸ τραπέζι της. Τὴ βλέπω νὰ ἀπομακρύνεται σ’ ἕνα ἀφώτιστο σημεῖο, στὸ πίσω μέρος τῆς αὐλῆς. Ἀπὸ κεῖ μπορεῖ νὰ πάρει ἀπόσταση ἀπὸ «τὰ δρώμενα τῆς σκηνῆς». Εἶναι ἐκείνη ὁ θεατὴς στὸ ἐτήσιο γλέντι τοῦ φιλανθρωπικοῦ σωματείου. Ὁ ἦχος τῆς μουσικῆς, οἱ εὐχὲς στὰ μικρόφωνα γιὰ ὑγεία καὶ μακροημέρευση, τὰ συγκρατημένα χαμόγελα, τὸ κέφι τῶν συνοδῶν, ἦταν ὅλα ἀνακουφιστικὰ μακριά της. Γέρνει τὸ κεφάλι μπροστὰ καὶ ἀφήνει τὰ χέρια της νὰ πέσουν ἄνευρα ἀπὸ τὰ μπράτσα τοῦ ἁμαξιδίου. Ξέρει πὼς ἴσως εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ κατάφερε νὰ τὰ χορέψει. Παραδίνεται στὴν προστασία τοῦ σκοταδιοῦ.
Σὰν ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης στέκομαι δίπλα της ἐξασφαλίζοντας καὶ γιὰ μένα μιὰ θέση στὸ θέαμα. Δὲν ἀργεῖ νὰ μὲ καταλάβει στρέφοντας τὸ κεφάλι της πρὸς τὸ μέρος μου. Μὲ κοιτάζει κατάματα γιὰ μιὰ στιγμὴ χωρὶς νὰ μοῦ μιλήσει κι ὕστερα πάλι ἀφήνεται. Ἡ παρουσία μου δὲ φαίνεται νὰ τὴν ἐνοχλεῖ. «Ὑπέροχο τὸ ζεϊμπέκικο στὴν πίστα!» τολμῶ νὰ σπάσω τὴ σιωπή. «Τοῦ χρόνου μπορεῖ νὰ μὴν μπορῶ νὰ τὸ χορέψω» μοῦ ἀπαντᾶ χωρὶς νὰ μὲ κοιτάζει.«Τὰ χέρια σου ξύπνησαν θύμησες καὶ στὰ δικά μου. Χόρεψες γιὰ ὅλους μας ἀπόψε Λίτσα καὶ ἡ μνήμη ξέρει νὰ κρατᾶ ὅσα τὸ σῶμα ξεχνᾶ.» «Μπά! Μοῦ ‘γινες καὶ ποιητὴς τώρα;» λέει κρυφογελώντας.
Μὲ τὸ κεφάλι ἀκόμα σκυφτό, σηκώνει ἀργὰ τὸ δεξί της χέρι καὶ τὸ ἀκουμπᾶ πάνω στὸ δικό μου, ποὺ ἀναπαύεται χρόνια τώρα βουβὸ πάνω στὸ μπράτσο τοῦ ἁμαξιδίου μου. Τὴν ἀγγίζω κι ἐγὼ μὲ τὸ βλέμμα. Ἡ μνήμη σκιρτᾶ ψιθυρίζοντας τὰ λόγια τῆς ἁφῆς. Ἡ καρδιά μου χτυπᾶ ξανὰ δυνατά.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2019/03/29/vana-syrmou-zeimpekiko/
Ἡ πίστα ἀδειάζει. Ἡ Λίτσα «κατ’ ἀπαίτηση τοῦ κοινοῦ» στέκεται στὸ κέντρο τῆς πίστας μὲ τὸν συνοδό της. «Μόνη μου θέλω» τοῦ λέει. Σκύβει τὸ κεφάλι καὶ κλείνει τὰ μάτια. Τὰ τέλια τοῦ μπουζουκιοῦ τῆς δίνουν τὸ ρυθμό. Ἀρχίζει νὰ χορεύει. Ἡ παρέα τὴν συνοδεύει χτυπώντας παλαμάκια. Τὰ λαμπιόνια πάνω ἀπὸ τὴν αὐτοσχέδια πίστα στὴν ἄκρη τοῦ κήπου, συμπληρώνουν τὸ λαϊκὸ σκηνικό. Μὲ κινήσεις κοφτές, ἀπαντᾶ στὶς πενιὲς τοῦ μπουζουκιοῦ. Ἡ ἄπνοια τῆς καλοκαιρινῆς βραδιᾶς βαραίνει τὴν ἀνάσα. Ἀνοίγει τὰ μάτια μὲ βλέμμα ποὺ κοιτάζει πρὸς τὰ μέσα. Τώρα λικνίζεται ἀργά, βαριά, ὅπως ταιριάζει τοῦ ζεϊμπέκικου. Τὰ χέρια σπρώχνουν μὲ δύναμη δίνοντας φόρα σὲ κάθε στροφή. Ξεδιπλώνοντάς τα νιώθει νὰ μετεωρίζεται στὸ κέντρο τῆς πίστας. Ἡ μία στροφὴ μετὰ τὴν ἄλλη. Παραδομένη στὸν καημὸ τῆς μελωδίας στροβιλίζεται στὰ πλακάκια τῆς ὑπαίθριας πίστας, ὅλο καὶ πιὸ γρήγορα. «Μπράβο Λίτσα!», ἡ παρέα χειροκροτεῖ. Δανείζεται τὴ σιγουριὰ τῆς μουσικῆς καὶ γέρνει ἀπότομα τὸ κορμί της πρὸς τὰ πίσω ἀνοίγοντας διάπλατα τὰ χέρια. Ἀναμετριέται μὲ τὸ ζεϊμπέκικο.
Στὴ θέα τῆς περιστρεφόμενης στὸν ἀέρα ρόδας τοῦ ἁμαξιδίου της, ἡ ἀνάσα τῆς καλοκαιρινῆς βραδιᾶς σκαλώνει σ’ ἓν’ ἄξαφνο «Ἄχ!», ποὺ πνίγει τὸν ἦχο τοῦ μπουζουκιοῦ. Ἡ Λίτσα ἀναποδογυρισμένη στὴν πίστα. Προστατευμένη ἀπὸ τοὺς ἱμάντες ποὺ κρατοῦν γερὰ δεμένα τὰ πόδια της στὴ βάση τοῦ ἁμαξιδίου, ἀνασηκώνει μόνο τὸ κεφάλι, μετατρέποντας μιὰ ἐλαφριὰ σύσπαση πόνου σὲ χαμόγελο. «Δὲν εἶναι τίποτα. Μιὰ δύσκολη φιγούρα!» λέει στὸν συνοδό της ποὺ τρέχει νὰ τὴ σηκώσει. Στὴν ἀμήχανα πυκνὴ σιωπὴ ποὺ ἀκολουθεῖ, ἀπαντᾶ σταθερὴ ἡ φωνὴ τῆς Λίτσας: «Εἶμαι καλά. Θὰ συνεχίσω.» Κάνει νόημα στὴν ὀρχήστρα.
Τὸ ζεϊμπέκικο τὴ σιγοντάρει ὑπάκουα. Ἕνας-ἕνας οἱ φίλοι της μπαίνουν στὴν πίστα μαζί της. Χορεύουν μὲ κινήσεις κοφτὲς τὶς ρόδες τους, μέχρι τὸ τέλος τῆς «παραγγελιᾶς». Τὰ μάτια της χαμογελαστὰ ἀποκρίνονται στὸ χειροκρότημα. Ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν πίστα μὲ τὴ λεβεντιὰ τοῦ ζεϊμπέκικου στὰ ἀνοιχτά της χέρια.
Δὲν ἐπιστρέφει στὸ τραπέζι της. Τὴ βλέπω νὰ ἀπομακρύνεται σ’ ἕνα ἀφώτιστο σημεῖο, στὸ πίσω μέρος τῆς αὐλῆς. Ἀπὸ κεῖ μπορεῖ νὰ πάρει ἀπόσταση ἀπὸ «τὰ δρώμενα τῆς σκηνῆς». Εἶναι ἐκείνη ὁ θεατὴς στὸ ἐτήσιο γλέντι τοῦ φιλανθρωπικοῦ σωματείου. Ὁ ἦχος τῆς μουσικῆς, οἱ εὐχὲς στὰ μικρόφωνα γιὰ ὑγεία καὶ μακροημέρευση, τὰ συγκρατημένα χαμόγελα, τὸ κέφι τῶν συνοδῶν, ἦταν ὅλα ἀνακουφιστικὰ μακριά της. Γέρνει τὸ κεφάλι μπροστὰ καὶ ἀφήνει τὰ χέρια της νὰ πέσουν ἄνευρα ἀπὸ τὰ μπράτσα τοῦ ἁμαξιδίου. Ξέρει πὼς ἴσως εἶναι ἡ τελευταία φορὰ ποὺ κατάφερε νὰ τὰ χορέψει. Παραδίνεται στὴν προστασία τοῦ σκοταδιοῦ.
Σὰν ἀπρόσκλητος ἐπισκέπτης στέκομαι δίπλα της ἐξασφαλίζοντας καὶ γιὰ μένα μιὰ θέση στὸ θέαμα. Δὲν ἀργεῖ νὰ μὲ καταλάβει στρέφοντας τὸ κεφάλι της πρὸς τὸ μέρος μου. Μὲ κοιτάζει κατάματα γιὰ μιὰ στιγμὴ χωρὶς νὰ μοῦ μιλήσει κι ὕστερα πάλι ἀφήνεται. Ἡ παρουσία μου δὲ φαίνεται νὰ τὴν ἐνοχλεῖ. «Ὑπέροχο τὸ ζεϊμπέκικο στὴν πίστα!» τολμῶ νὰ σπάσω τὴ σιωπή. «Τοῦ χρόνου μπορεῖ νὰ μὴν μπορῶ νὰ τὸ χορέψω» μοῦ ἀπαντᾶ χωρὶς νὰ μὲ κοιτάζει.«Τὰ χέρια σου ξύπνησαν θύμησες καὶ στὰ δικά μου. Χόρεψες γιὰ ὅλους μας ἀπόψε Λίτσα καὶ ἡ μνήμη ξέρει νὰ κρατᾶ ὅσα τὸ σῶμα ξεχνᾶ.» «Μπά! Μοῦ ‘γινες καὶ ποιητὴς τώρα;» λέει κρυφογελώντας.
Μὲ τὸ κεφάλι ἀκόμα σκυφτό, σηκώνει ἀργὰ τὸ δεξί της χέρι καὶ τὸ ἀκουμπᾶ πάνω στὸ δικό μου, ποὺ ἀναπαύεται χρόνια τώρα βουβὸ πάνω στὸ μπράτσο τοῦ ἁμαξιδίου μου. Τὴν ἀγγίζω κι ἐγὼ μὲ τὸ βλέμμα. Ἡ μνήμη σκιρτᾶ ψιθυρίζοντας τὰ λόγια τῆς ἁφῆς. Ἡ καρδιά μου χτυπᾶ ξανὰ δυνατά.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση: https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2019/03/29/vana-syrmou-zeimpekiko/
Ταρζάν
2019
Ιστορίες της Άνοιξης
Παράξενες μέρες
Ιστορίες της Άνοιξης
Παράξενες μέρες
Ταξίδι αναψυχής
τοβιβλιο.net
9.5 2019
9.5 2019
Εκεί μπροστά στο νεροχύτη, πλένοντας όρθια τα πιάτα, το αποφάσισε. Καθάριζε τον ξεραμένο καφέ στα τοιχώματα του φλυτζανιού, όταν παρατήρησε τις μικρές καφέ κηλίδες στα χέρια της που αποκάλυπτε το τρεχούμενο νερό ανάμεσα στις σαπουνάδες. Πώς δεν τις είχε προσέξει ως τώρα; «Η ηλικία της γυναίκας φαίνεται απ’ τα χέρια!», ήρθαν στο νου της τα λόγια της κυρα Νίτσας της γειτόνισσας, που αράδιαζε σοφίες κι αποφθέγματα στον απογευματινό καφέ.
Κι όταν έπειτα πήρε να φρεσκάρει το πουκάμισο που θα φορούσε την άλλη μέρα στη δουλειά, καθώς το ατμοσίδερο διέσχιζε με χάρη το γιακά της, της φάνηκε σαν πλοίο σε ακύμαντη θάλασσα. Και τότε ήταν που έκανε την επιλογή της: «Πανοραμικός γύρος της Ιταλίας, Οδικώς και Ακτοπλοϊκώς». Στοίβα στο συρτάρι του κομοδίνου τα διαφημιστικά φυλλάδια που μάζευε κάθε καλοκαίρι από τα ταξιδιωτικά πρακτορεία του Πειραιά. Της άρεσε να πηγαίνει και να ρωτά, να παίρνει προσφορές, να μαθαίνει λεπτομέρειες για το πρόγραμμα κάθε ταξιδιού, τα αξιοθέατα, τις ξεναγήσεις, τη διαμονή. Της άρεσε όταν ξάπλωνε το βράδυ να τα ξεφυλλίζει και να ταξιδεύει νοερά. Φανταζόταν τον εαυτό της σε πολυτελή ξενοδοχεία, σε μπαλκόνια με θέα στα μνημεία κάθε πόλης να απολαμβάνει τον κοσμοπολίτικο αέρα που ποτέ της δεν είχε αναπνεύσει. Ο ύπνος την έβρισκε τότε ελαφρύς, συντροφιά με τις σκόρπιες μπροσούρες στο σεντόνι της.
Πώς είχε αφήσει το χρόνο να την προσπεράσει; Την έπιασε μια αγωνία να προλάβει, να αποκτήσει και δικές της χαρές, δικές της θύμισες. Ναι, θα ξεκινούσε με το ταξίδι. Το απόγευμα μετά τη δουλειά, θα πήγαινε στο πρακτορείο να κλείσει ημερομηνία για την καλοκαιρινή της άδεια που ξεκινούσε σε μια βδομάδα. Την είχε πείσει εκείνο το «Πανοραμικός». Μιλάνο, Βερόνα , Βενετία, Φλωρεντία, Πίζα, Σιένα, Ρώμη, ένα πανόραμα ζωής που σε κάθε σταθμό θα ξανακέρδιζε κι ένα κομμάτι της που είχε χάσει.
Ανεκπλήρωτο όνειρο η Ιταλία, υπόσχεση ζωής που δεν κράτησε ο Χρηστάκης της, αρραβωνιαστικός επίσημος για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Λιγωνόταν κάθε φορά που της έταζε για το γαμήλιο ταξίδι τους βόλτες με τις γόνδολες στα κανάλια της Βενετίας, ευχές ρίχνοντας νομίσματα στη Φοντάνα Ντι Τρέβι και ερωτικά γράμματα κάτω απ’ το μπαλκόνι της Ιουλιέτας. Κι αυτή, χωμένη στην αγκαλιά του τον άκουγε με μάτια κλειστά και ταξίδευε πετώντας μακριά απ’ το δυάρι στο Κερατσίνι. Ναυτικός στα φορτηγά ο Χρηστάκης, δεν είχε αφήσει λιμάνι για λιμάνι που να μην είχε ταξιδέψει. Κάθε φορά που επέστρεφε, η Φανή τον περίμενε στο προικώο δυαράκι της, αφήνοντάς τον να την παραμυθιάζει με εμπειρίες απ’ τα ταξίδια του· μέχρι που ξύπνησ’ απότομα απ’ το λήθαργο των ταξιδιών του, όταν έλαβε εκείνο το γράμμα του απ’ την Αμβέρσα. Της εξηγούσε πόσο ευτυχισμένος ήταν με την Λόττε, που την είχε γνωρίσει σε μια από τις εξόδους του στο λιμάνι και είχαν αποφασίσει να μείνουν μαζί. Έρωτας τρελός της έγραφε και να τον συγχωρούσε.
Εκείνο που δεν ξέχασε ποτέ από ‘κείνο το γράμμα ήταν ο μεταλλικός ήχος που ακούστηκε στο πάτωμα όταν το ‘βγαλε απ’ το φάκελο. Πριν καλά καλά το διαβάσει, έσκυψε και σήκωσε τη βέρα του. Κι αφού το διάβασε, έβγαλε απ’ το δάχτυλο τη δικιά της και φύλαξε και τις δυο βέρες μες στο φάκελο χωρίς να πει κουβέντα. Από τότε ούτε ταξίδι πήγε ούτε σύντροφο βρήκε. Ο μεταλλικός ήχος την ακολουθούσε πάντα, σε κάθε καινούργια γνωριμία, σε κάθε πιθανότητα ταξιδιού. Ερχόταν κάθε φορά ύπουλα, αιφνιδιαστικά, να της θυμίζει τις προδομένες της προσδοκίες και να την κάνει να παραιτείται από κάθε προσπάθεια.
Είκοσι χρόνια τώρα ήταν για όλους η θεία Φανή που δανειζόταν απ’ τις χαρές των άλλων και μοιραζόταν τις λύπες τους, που φρόντιζε τους γονείς και τη χωρισμένη αδερφή της με τα δυο της παιδιά, που περνούσε την καλοκαιρινή της άδεια στο πατρικό στην Αιδηψό μαζί με τους γονείς, που υποχρεωνόταν να τους πηγαινοφέρνει καθημερινά στα ιαματικά λουτρά, που τέλειωνε τις διακοπές της με την επιθυμία να επιστρέψει μια ώρα αρχύτερα στη δουλειά, πίσω απ’ τον γκισέ, στη μεταφορική που εργαζόταν.
Αντίο λοιπόν Αιδηψός! Καλημέρα Ρώμη!
Λίγο πριν ξαπλώσει άλειψε με κρέμα τα χέρια της αγγίζοντας απαλά τις καφέ κηλίδες που τώρα της κοιτούσε σχεδόν με συμπάθεια. Το τηλέφωνο χτύπησε. «Φανή, ο μπαμπάς δεν είναι καλά. Ειδοποίησα ασθενοφόρο και τον πάμε στο Τζάνειο. Έλα σε παρακαλώ, γιατί έχω αφήσει μόνα τους τα παιδιά». «Τι; Καλά,καλά,σε λίγο θα είμαι εκεί!», ήταν το μόνο που πρόφτασε να πει. Τ’ αυτιά της βούιζαν ήδη απ’ τον γνώριμο μεταλλικό ήχο.
Πηγή:https://tovivlio.net/%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%AF%CE%B4%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%88%CF%85%CF%87%CE%AE%CF%82/
Με δικό της νήμα
Θράκα
27.6.2019
27.6.2019
Οι ώμοι της τινάχτηκαν στο άνοιγμα της πόρτας. Τα είχε άραγε καταφέρει; Εδώ ήταν ασφαλείς; Στο τηλέφωνο την είχαν διαβεβαιώσει γι’ αυτό.
Οκτώ μικροί πρασινόγκριζοι ρόμβοι σαν πέταλα άνθους στολισμένοι με λαδί τετράγωνη μπορντούρα. Το μοτίβο επαναλαμβανόταν σε παράλληλες σειρές από φαρδιά πλακάκια που κάλυπταν απ’ άκρη σ’ άκρη το πάτωμα του δωματίου. Τα μετρούσε ξανά και ξανά προσπαθώντας να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο χωρίς να τα καταφέρνει. Το πρωινό φως που έπεφτε απ’ το παράθυρο αποκάλυπτε ρωγμές και σπασίματα. Έξι σειρές χώριζαν το κρεβάτι από το τραπεζάκι κάτω απ’ το παράθυρο, με μοναδικό στολίδι του ένα μικρό γυάλινο βάζο με λευκά χρυσάνθεμα. Τρεις μόλις σειρές στ’ αριστερά της βρισκόταν η κούνια. Έτσι όπως καθόταν σκυφτή στο κρεβάτι παρατήρησε το δεξί της χέρι να τρέμει ελαφρά. Το σακίδιό της με τ’ απολύτως απαραίτητα, απείραχτο ακόμα, βρισκόταν ακουμπισμένο στο μικρό κομοδίνο. Απέναντί της ένας καθρέφτης οβάλ με ξύλινη κορνίζα. Τον προσπέρασε χωρίς να κοιτάξει όταν μπήκε στο δωμάτιο, μήπως και χάσει το λιγοστό της κουράγιο. Σηκώθηκε κι έσκυψε πάνω απ’ την κούνια. Το μωρό ευτυχώς ακόμα κοιμόταν.
Το προηγούμενο βράδυ την είχε ξυπνήσει πάλι το επίμονο κλάμα του. ΄Εκανε να σηκωθεί μα σα βαρίδι έπεφτε ξανά στο κρεβάτι. Ο βραδινός καβγάς την είχε καταβάλει. Τον εκνεύριζε λέει που την έβλεπε σκεφτική και αφηρημένη όσο εκείνος μιλούσε την ώρα του φαγητού. «Τι σκατά σκέφτεσαι όταν σου μιλάω; Γιατί δεν απαντάς;» Ήθελε να ορίζει ως και τη σκέψη της μα δεν τα κατάφερνε κι αυτό τον εξόργιζε. Το κλάμα του μωρού δυνάμωσε. Τα χέρια της ξύλα.
«Τι θα γίνει; Δεν τ’ ακούς που κλαίει; Μη σηκωθώ απάνω...» Φοβήθηκε. Δεν άντεχε πάλι τα ίδια. Φωνές, απειλές. Κι ύστερα τα σημάδια. Ασυναίσθητα κατέβασε τα μανίκια του νυχτικού ως κάτω. Της είχε γίνει συνήθεια ακόμα κι όταν ήταν μόνη να σκεπάζει τα σημάδια στα χέρια. Ντρεπόταν γι’ αυτά. Μάζεψε τις δυνάμεις της και σύρθηκε ως την κούνια. Προσπάθησε να ησυχάσει το μωρό κουνώντας την ελαφρά. Εκείνο όμως έσκουζε με στόμα ορθάνοιχτο, απαιτητικό. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να το κάνει να σωπάσει.
Χωρίς δεύτερη σκέψη έσκυψε πάνω απ’ την κούνια και τράβηξε τα σκεπάσματα. Το άρπαξε με τα δυο της χέρια και το σήκωσε ψηλά ταρακουνώντας το με όση δύναμη είχε για να πάψει. Απ’ το ξαφνικό τράνταγμα που του ’κοβε την ανάσα, το μωρό σώπασε. Η απότομη σιωπή του την τρόμαξε. Τα χέρια της λύγισαν. Τι είχε κάνει; Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της να δει αν ανασαίνει. Το φίλησε, το ’βαλε στην αγκαλιά της κι άρχισε να το θηλάζει. Το κλάμα της βουβό. Κατάπινε το αναφιλητό της, μην την καταλάβει εκείνος και ξυπνήσει. Πώς ν’ αλαφρώσει το βάρος της ψυχής της; Τότε, εκεί γύρω στα μεσάνυχτα, το αποφάσισε. Ήξερε πως την επόμενη μέρα εκείνος θ’ αργούσε να γυρίσει απ’ την οικοδομή. Τον τελευταίο καιρό δούλευε υπερωρίες γιατί ο εργολάβος βιαζόταν να παραδώσει. Με τα χρήματα που είχε μαζέψει απ’ όταν δούλευε στη βιοτεχνία, πριν μείνει έγκυος, θα ’φευγε στα κλεφτά, χωρίς να ειδοποιήσει κανένα. Θα ετοίμαζε το παιδί και θα ’παιρναν το πρώτο λεωφορείο που περνούσε για Αθήνα.
Έφερνε τώρα στο νου της την εικόνα του, θηρίο ανήμερο να την ψάχνει στα τηλέφωνα και στη γειτονιά αναστατώνοντας τους πάντες. Δεν την ένοιαζε πια. Δεν θα υποχωρούσε σε λόγια συγχώρεσης και υποσχέσεις, όπως τόσες φορές πριν. Ήξερε πως η ανακωχή ήταν πάντα θέμα λίγων ωρών μέχρι την επόμενη ελάχιστη αφορμή που θα πυροδοτούσε τη νέα έκρηξη. Πότε τα λιγοστά μεροκάματα, πότε η ανέχεια, πότε το φαγητό, πότε το κλάμα του μωρού, τα πάντα μπορούσαν να γίνουν αιτία για να ξεσπάσει. Είχε κουραστεί να μετρά τις κινήσεις της, τα βήματα, τις κουβέντες, ως και την ανάσα της. Ήθελε να βρει κανονικό ρυθμό ο χτύπος της καρδιάς της. Ήθελε να μην κρύβεται πίσω από πόρτες κλειστές, να μην προσπαθεί να περνά απαρατήρητη, σχεδόν αόρατη, να μην ψιθυρίζει. Ήθελε να ζήσει χωρίς να υπομένει.
Η κοινωνική λειτουργός μπήκε στο δωμάτιο, κάθισε δίπλα της και την καθησύχασε. Κανείς δεν τους είχε αναζητήσει. Ο ξενώνας θα τους φιλοξενούσε για όσο χρειαζόταν. Μέχρι να καταφέρει να ξεμπερδέψει το κουβάρι της ζωής της, για να την υφάνει ξανά απ’ την αρχή. Κι αυτή τη φορά με δικό της νήμα.
Πηγή:http://www.thraca.gr/2019/06/blog-post_28.html
Οκτώ μικροί πρασινόγκριζοι ρόμβοι σαν πέταλα άνθους στολισμένοι με λαδί τετράγωνη μπορντούρα. Το μοτίβο επαναλαμβανόταν σε παράλληλες σειρές από φαρδιά πλακάκια που κάλυπταν απ’ άκρη σ’ άκρη το πάτωμα του δωματίου. Τα μετρούσε ξανά και ξανά προσπαθώντας να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο χωρίς να τα καταφέρνει. Το πρωινό φως που έπεφτε απ’ το παράθυρο αποκάλυπτε ρωγμές και σπασίματα. Έξι σειρές χώριζαν το κρεβάτι από το τραπεζάκι κάτω απ’ το παράθυρο, με μοναδικό στολίδι του ένα μικρό γυάλινο βάζο με λευκά χρυσάνθεμα. Τρεις μόλις σειρές στ’ αριστερά της βρισκόταν η κούνια. Έτσι όπως καθόταν σκυφτή στο κρεβάτι παρατήρησε το δεξί της χέρι να τρέμει ελαφρά. Το σακίδιό της με τ’ απολύτως απαραίτητα, απείραχτο ακόμα, βρισκόταν ακουμπισμένο στο μικρό κομοδίνο. Απέναντί της ένας καθρέφτης οβάλ με ξύλινη κορνίζα. Τον προσπέρασε χωρίς να κοιτάξει όταν μπήκε στο δωμάτιο, μήπως και χάσει το λιγοστό της κουράγιο. Σηκώθηκε κι έσκυψε πάνω απ’ την κούνια. Το μωρό ευτυχώς ακόμα κοιμόταν.
Το προηγούμενο βράδυ την είχε ξυπνήσει πάλι το επίμονο κλάμα του. ΄Εκανε να σηκωθεί μα σα βαρίδι έπεφτε ξανά στο κρεβάτι. Ο βραδινός καβγάς την είχε καταβάλει. Τον εκνεύριζε λέει που την έβλεπε σκεφτική και αφηρημένη όσο εκείνος μιλούσε την ώρα του φαγητού. «Τι σκατά σκέφτεσαι όταν σου μιλάω; Γιατί δεν απαντάς;» Ήθελε να ορίζει ως και τη σκέψη της μα δεν τα κατάφερνε κι αυτό τον εξόργιζε. Το κλάμα του μωρού δυνάμωσε. Τα χέρια της ξύλα.
«Τι θα γίνει; Δεν τ’ ακούς που κλαίει; Μη σηκωθώ απάνω...» Φοβήθηκε. Δεν άντεχε πάλι τα ίδια. Φωνές, απειλές. Κι ύστερα τα σημάδια. Ασυναίσθητα κατέβασε τα μανίκια του νυχτικού ως κάτω. Της είχε γίνει συνήθεια ακόμα κι όταν ήταν μόνη να σκεπάζει τα σημάδια στα χέρια. Ντρεπόταν γι’ αυτά. Μάζεψε τις δυνάμεις της και σύρθηκε ως την κούνια. Προσπάθησε να ησυχάσει το μωρό κουνώντας την ελαφρά. Εκείνο όμως έσκουζε με στόμα ορθάνοιχτο, απαιτητικό. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να το κάνει να σωπάσει.
Χωρίς δεύτερη σκέψη έσκυψε πάνω απ’ την κούνια και τράβηξε τα σκεπάσματα. Το άρπαξε με τα δυο της χέρια και το σήκωσε ψηλά ταρακουνώντας το με όση δύναμη είχε για να πάψει. Απ’ το ξαφνικό τράνταγμα που του ’κοβε την ανάσα, το μωρό σώπασε. Η απότομη σιωπή του την τρόμαξε. Τα χέρια της λύγισαν. Τι είχε κάνει; Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα. Πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό της να δει αν ανασαίνει. Το φίλησε, το ’βαλε στην αγκαλιά της κι άρχισε να το θηλάζει. Το κλάμα της βουβό. Κατάπινε το αναφιλητό της, μην την καταλάβει εκείνος και ξυπνήσει. Πώς ν’ αλαφρώσει το βάρος της ψυχής της; Τότε, εκεί γύρω στα μεσάνυχτα, το αποφάσισε. Ήξερε πως την επόμενη μέρα εκείνος θ’ αργούσε να γυρίσει απ’ την οικοδομή. Τον τελευταίο καιρό δούλευε υπερωρίες γιατί ο εργολάβος βιαζόταν να παραδώσει. Με τα χρήματα που είχε μαζέψει απ’ όταν δούλευε στη βιοτεχνία, πριν μείνει έγκυος, θα ’φευγε στα κλεφτά, χωρίς να ειδοποιήσει κανένα. Θα ετοίμαζε το παιδί και θα ’παιρναν το πρώτο λεωφορείο που περνούσε για Αθήνα.
Έφερνε τώρα στο νου της την εικόνα του, θηρίο ανήμερο να την ψάχνει στα τηλέφωνα και στη γειτονιά αναστατώνοντας τους πάντες. Δεν την ένοιαζε πια. Δεν θα υποχωρούσε σε λόγια συγχώρεσης και υποσχέσεις, όπως τόσες φορές πριν. Ήξερε πως η ανακωχή ήταν πάντα θέμα λίγων ωρών μέχρι την επόμενη ελάχιστη αφορμή που θα πυροδοτούσε τη νέα έκρηξη. Πότε τα λιγοστά μεροκάματα, πότε η ανέχεια, πότε το φαγητό, πότε το κλάμα του μωρού, τα πάντα μπορούσαν να γίνουν αιτία για να ξεσπάσει. Είχε κουραστεί να μετρά τις κινήσεις της, τα βήματα, τις κουβέντες, ως και την ανάσα της. Ήθελε να βρει κανονικό ρυθμό ο χτύπος της καρδιάς της. Ήθελε να μην κρύβεται πίσω από πόρτες κλειστές, να μην προσπαθεί να περνά απαρατήρητη, σχεδόν αόρατη, να μην ψιθυρίζει. Ήθελε να ζήσει χωρίς να υπομένει.
Η κοινωνική λειτουργός μπήκε στο δωμάτιο, κάθισε δίπλα της και την καθησύχασε. Κανείς δεν τους είχε αναζητήσει. Ο ξενώνας θα τους φιλοξενούσε για όσο χρειαζόταν. Μέχρι να καταφέρει να ξεμπερδέψει το κουβάρι της ζωής της, για να την υφάνει ξανά απ’ την αρχή. Κι αυτή τη φορά με δικό της νήμα.
Πηγή:http://www.thraca.gr/2019/06/blog-post_28.html
ΤΕΡΜΑΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ+ του Μπιλιέτου τχ.97
2019
2019
Το μυστικό
Περί ου
12.12.2019
12.12.2019
Καλησπέρα σας. Ονομάζομαι Τασία.
Σαν να ‘ναι τώρα θυμάμαι… δυο δωμάτια όλα κι όλα στα προσφυγικά της Κοκκινιάς. Εκεί μας μεγάλωσαν οι γονείς μου, τέσσερα αδέρφια. Πού χώρος για επιθυμίες και όνειρα! … Δύσκολα χρόνια!
Κι ύστερα στο δυαράκι των Αμπελοκήπων με τον άνδρα μου. Από κάτω ραφείο, εκείνος τα ανδρικά, εγώ τα γυναικεία, τα φέρναμε βόλτα. Παιδιά ο Θεός δε μου ’δωσε … μου ’δωσε όμως πεθερά. Έμενε μαζί μας. Δικό της το σπίτι. Όπου και να στεκόμουν την έβρισκα μπρος μου!
Ο Γιάννης μου συγχωρέθηκε πριν απ’ τη μάνα του. Μου την άφησε πίσω … να τη γηροκομήσω … δέκα χρόνια… και την κρεβατοκάμαρα μου πήρε!
Με το που πέθανε πέρσι, τα πούλησα όλα… να μη θυμάμαι! Ήρθα εδώ. Πού και πού με επισκέπτονται δυο ανηψιές του άνδρα μου. Μαζί με τα λουλούδια, φέρνουν και τον οίκτο τους, που ζω στο γηροκομείο . Το κρατώ, βλέπεις , μυστικό, ότι εδώ, έχω επιτέλους αυτό που πάντα ήθελα, ένα δικό μου δωμάτιο… την ελευθερία μου! Έτσι κι αλλιώς … δεν θα καταλάβαιναν.
Κυρία Τασία, ευχαριστούμε που το μοιράστηκες μαζί μας!
Αγαπητοί ακροατές, ακολουθεί σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα κι επιστρέφουμε με τη συνέχεια της μεταμεσονύκτιας εκπομπής μας «Πες μας το μυστικό σου!».
Πηγή:http://www.periou.gr/%ce%bd%ce%b1%ce%bd%ce%bf%ce%b4%ce%b9%ce%b7%ce%b3%ce%ae%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1%ce%ad%cf%80%ce%b1%ce%b9%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%b2%ce%ac%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%8d%cf%81%ce%bc%ce%bf%cf%85-%cf%84/
Σαν να ‘ναι τώρα θυμάμαι… δυο δωμάτια όλα κι όλα στα προσφυγικά της Κοκκινιάς. Εκεί μας μεγάλωσαν οι γονείς μου, τέσσερα αδέρφια. Πού χώρος για επιθυμίες και όνειρα! … Δύσκολα χρόνια!
Κι ύστερα στο δυαράκι των Αμπελοκήπων με τον άνδρα μου. Από κάτω ραφείο, εκείνος τα ανδρικά, εγώ τα γυναικεία, τα φέρναμε βόλτα. Παιδιά ο Θεός δε μου ’δωσε … μου ’δωσε όμως πεθερά. Έμενε μαζί μας. Δικό της το σπίτι. Όπου και να στεκόμουν την έβρισκα μπρος μου!
Ο Γιάννης μου συγχωρέθηκε πριν απ’ τη μάνα του. Μου την άφησε πίσω … να τη γηροκομήσω … δέκα χρόνια… και την κρεβατοκάμαρα μου πήρε!
Με το που πέθανε πέρσι, τα πούλησα όλα… να μη θυμάμαι! Ήρθα εδώ. Πού και πού με επισκέπτονται δυο ανηψιές του άνδρα μου. Μαζί με τα λουλούδια, φέρνουν και τον οίκτο τους, που ζω στο γηροκομείο . Το κρατώ, βλέπεις , μυστικό, ότι εδώ, έχω επιτέλους αυτό που πάντα ήθελα, ένα δικό μου δωμάτιο… την ελευθερία μου! Έτσι κι αλλιώς … δεν θα καταλάβαιναν.
Κυρία Τασία, ευχαριστούμε που το μοιράστηκες μαζί μας!
Αγαπητοί ακροατές, ακολουθεί σύντομο διαφημιστικό διάλειμμα κι επιστρέφουμε με τη συνέχεια της μεταμεσονύκτιας εκπομπής μας «Πες μας το μυστικό σου!».
Πηγή:http://www.periou.gr/%ce%bd%ce%b1%ce%bd%ce%bf%ce%b4%ce%b9%ce%b7%ce%b3%ce%ae%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1%ce%ad%cf%80%ce%b1%ce%b9%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%b2%ce%ac%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%8d%cf%81%ce%bc%ce%bf%cf%85-%cf%84/
Αποχωρισμός
Περί ου
14.3.2020
14.3.2020
Αυτή η μικρή ρωγμή στον τοίχο θα μου λείψει. Μόνο σ’ εσένα το λέω. Είναι η πρώτη εικόνα της μέρας όταν ανοίγω τα μάτια κι η τελευταία τη νύχτα, όταν δε λέει να με πάρει ο ύπνος. Κάθομαι ώρα και την κοιτώ παρατηρώντας τις μικρές διακλαδώσεις της και το ελαφρύ σκάσιμο του σοβά που αντιστέκεται αθόρυβα σαν να μη θέλει να μαρτυρήσει τη φθορά του. Βρίσκεται εκεί, για να μου δείχνει τον χρόνο που περνά, διανύοντας αργά μια σταθερή και συνάμα απρόβλεπτη πορεία, σαν τη ζωή. Στενοχωριέμαι που την αφήνω έρμαιο στην επισκευστική μανία του σπιτονοικοκύρη που θα ψάχνει τον επόμενο ενοικιαστή. Οι τοίχοι να ξέρεις,κρύβουν τα περισσότερα μυστικά του σπιτιού. Ακούν χωρίς να μιλάνε. Φιλοξενούν φωνές και μελωδίες και αν τους φερθείς ευγενικά ακουμπώντας προσεκτικά το αυτί σου πάνω τους, μπορούν να σου τις δανείσουν, ακόμα κι από το διπλανό διαμέρισμα, γεμίζοντας το κενό της δικής σου κάμαρης.
Ποτέ δεν ήμουν καλή με τους αποχαιρετισμούς. Μου είναι δύσκολο να αποχωριστώ κι εσένα μα δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου. Μια βαλίτσα μόνο ετοίμασα με τ’ απολύτως απαραίτητα. Η περιοδεία θα ‘χει πολλές μετακινήσεις . Περάσαμε πολλά εσύ κι εγώ. Τρεις μετακομίσεις σε δυο χρόνια. Τα δυάρια βλέπεις στο κέντρο μοσχοπουλιούνται τώρα με τον τουρισμό. Πάντα ήσουν εκεί για μένα. Το πρωί να σε χαιρετώ πριν φύγω για τη δουλειά και το βράδυ στη γωνιά του καθιστικού να με περιμένεις,κομψά ντυμένη μ’ εκείνο το μπροκάρ μαντώ που ‘χα βρει στα αζήτητα, στο βεστιάριο του Εθνικού και στο κεφάλι, το ασορτί βελούδινο μπορντώ καπέλο της γιαγιάς . Πάντα ήρεμη, πάντα έτοιμη να μ’ ακούσεις, χωρίς να μιλάς, χωρίς να θυμώνεις με τα νεύρα μου, κοιτώντας με μ’εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο συγκατάβασης.
Μόνο ο Γιώργος είχε πρόβλημα μαζί σου, κάθε φορά που ερχόταν για να περάσουμε το βράδυ μαζί. Τον ενοχλούσε η παρουσία σου. Ένιωθε πως τον παρακολουθείς. Το βλέμμα σου του φαινόταν ελεγκτικό. Δυσκολευόταν και να με φιλήσει μπροστά σου. Δεν μπορούσε να «λειτουργήσει», όπως μου ‘χε εξομολογηθεί. Γι΄αυτό πηγαίναμε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Σ’ αυτό υποχωρούσα. Καταλαβαίνεις… Αλλά η θέση σου δεν θ’ άλλαζε, ο κόσμος να χαλούσε. Στο τέλος υποχώρησε εκείνος και δεν ξαναπέρασε απ’ το σπίτι.
Θυμάμαι όταν σε πρωτοείδα σ΄εκείνο πολυκατάστημα της Ερμού που ετοίμαζα τις Χριστουγεννιάτικες βιτρίνες. Δούλευα όλο το βράδυ για να τις στήσω και τις τρεις: ανδρικά, γυναικεία, παιδικά. Ο καταστηματάρχης βιαζόταν να προλάβει την εορταστική αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν μαγικό! Ο κόσμος σταματούσε και χάζευε για ώρα. Από τις καλύτερες δουλειές μου! Αν με ρώταγες τότε πού θα ‘θελα να περάσω τις γιορτές, θα σου’λεγα, μέσ’ στη βιτρίνα!
Σε βρήκα στην αποθήκη του μαγαζιού, όταν πήγα για να πάρω τα κομμάτια των καινούριων μανεκέν από πολυεστέρα, που θα πρωταγωνιστούσαν στο γιορτινό σκηνικό που είχα ετοιμάσει. Στεκόσουν σε μια γωνιά γυμνή και ξεχασμένη, στολίδι μιας άλλης εποχής, όταν οι βιτρίνες της Ερμού και της Σταδίου ήταν το κόσμημα της Αθήνας. Το ελαφρύ χαμόγελο και το φθαρμένο από το χρόνο μακιγιάζ, σου ‘διναν μια φυσικότητα που θα ζήλευε κάθε κούκλα βιτρίνας. Ο μαγαζάτορας ευχαρίστως σε παραχώρησε όταν του το ζήτησα, δώρο για την καλή μου δουλειά. «Να την πάρεις! Την είχα ενθύμιο απ’το μαγαζί του πατέρα μου αλλά τώρα μου πιάνει το χώρο. Καλή ποιότητα! Δε βρίσκεις εύκολα τέτοιες κούκλες πια!».
Τον πιστεύω.
Πηγή:http://www.periou.gr/%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%8D%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1/
Ποτέ δεν ήμουν καλή με τους αποχαιρετισμούς. Μου είναι δύσκολο να αποχωριστώ κι εσένα μα δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου. Μια βαλίτσα μόνο ετοίμασα με τ’ απολύτως απαραίτητα. Η περιοδεία θα ‘χει πολλές μετακινήσεις . Περάσαμε πολλά εσύ κι εγώ. Τρεις μετακομίσεις σε δυο χρόνια. Τα δυάρια βλέπεις στο κέντρο μοσχοπουλιούνται τώρα με τον τουρισμό. Πάντα ήσουν εκεί για μένα. Το πρωί να σε χαιρετώ πριν φύγω για τη δουλειά και το βράδυ στη γωνιά του καθιστικού να με περιμένεις,κομψά ντυμένη μ’ εκείνο το μπροκάρ μαντώ που ‘χα βρει στα αζήτητα, στο βεστιάριο του Εθνικού και στο κεφάλι, το ασορτί βελούδινο μπορντώ καπέλο της γιαγιάς . Πάντα ήρεμη, πάντα έτοιμη να μ’ ακούσεις, χωρίς να μιλάς, χωρίς να θυμώνεις με τα νεύρα μου, κοιτώντας με μ’εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο συγκατάβασης.
Μόνο ο Γιώργος είχε πρόβλημα μαζί σου, κάθε φορά που ερχόταν για να περάσουμε το βράδυ μαζί. Τον ενοχλούσε η παρουσία σου. Ένιωθε πως τον παρακολουθείς. Το βλέμμα σου του φαινόταν ελεγκτικό. Δυσκολευόταν και να με φιλήσει μπροστά σου. Δεν μπορούσε να «λειτουργήσει», όπως μου ‘χε εξομολογηθεί. Γι΄αυτό πηγαίναμε κατευθείαν στην κρεβατοκάμαρα. Σ’ αυτό υποχωρούσα. Καταλαβαίνεις… Αλλά η θέση σου δεν θ’ άλλαζε, ο κόσμος να χαλούσε. Στο τέλος υποχώρησε εκείνος και δεν ξαναπέρασε απ’ το σπίτι.
Θυμάμαι όταν σε πρωτοείδα σ΄εκείνο πολυκατάστημα της Ερμού που ετοίμαζα τις Χριστουγεννιάτικες βιτρίνες. Δούλευα όλο το βράδυ για να τις στήσω και τις τρεις: ανδρικά, γυναικεία, παιδικά. Ο καταστηματάρχης βιαζόταν να προλάβει την εορταστική αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν μαγικό! Ο κόσμος σταματούσε και χάζευε για ώρα. Από τις καλύτερες δουλειές μου! Αν με ρώταγες τότε πού θα ‘θελα να περάσω τις γιορτές, θα σου’λεγα, μέσ’ στη βιτρίνα!
Σε βρήκα στην αποθήκη του μαγαζιού, όταν πήγα για να πάρω τα κομμάτια των καινούριων μανεκέν από πολυεστέρα, που θα πρωταγωνιστούσαν στο γιορτινό σκηνικό που είχα ετοιμάσει. Στεκόσουν σε μια γωνιά γυμνή και ξεχασμένη, στολίδι μιας άλλης εποχής, όταν οι βιτρίνες της Ερμού και της Σταδίου ήταν το κόσμημα της Αθήνας. Το ελαφρύ χαμόγελο και το φθαρμένο από το χρόνο μακιγιάζ, σου ‘διναν μια φυσικότητα που θα ζήλευε κάθε κούκλα βιτρίνας. Ο μαγαζάτορας ευχαρίστως σε παραχώρησε όταν του το ζήτησα, δώρο για την καλή μου δουλειά. «Να την πάρεις! Την είχα ενθύμιο απ’το μαγαζί του πατέρα μου αλλά τώρα μου πιάνει το χώρο. Καλή ποιότητα! Δε βρίσκεις εύκολα τέτοιες κούκλες πια!».
Τον πιστεύω.
Πηγή:http://www.periou.gr/%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%8D%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1/
Κόμπος Γραβάτας
Literature.gr
16.4.2020
16.4.2020
Δέκα λεπτά τώρα μπροστά στον καθρέφτη, προσπαθούσε να δέσει τη γραβάτα του μα δεν τα κατέφερνε. Αυτός, που κάθε μέρα φορούσε κολαριστό πουκάμισο κι έφευγε για το Πανεπιστήμιο με γραβάτα ασορτί, δεμένη με διπλό μάλιστα κόμπο, σφιχτό στο κολάρο! Τώρα μπέρδευε τα γυρίσματα και η γραβάτα λυνόταν αντί να δεθεί στο τελευταίο τράβηγμα. Δεν το ‘βαζε όμως κάτω. Έπρεπε να είναι άψογος για το αποψινό τραπέζι. Ήθελε να της αποδείξει πως είναι ικανός μέχρι και τη μικρή πτυχή κάτω απ’ το κέντρο του κόμπου να φτιάξει. Η ώρα όμως περνούσε κι ο ριμάδης του αντιστεκόταν.
Χθες βράδυ, πάλι τον γύρισε σπίτι ο γιος του περιπτερά. Τόσα χρόνια πίνει τον απογευματινό του καφέ στο καφενείο του Χαραλάμπη αλλά τον τελευταίο μήνα είχε χάσει το δρόμο για το σπίτι τρεις φορές. Ο περιπτεράς ειδοποίησε την κόρη του κι εκείνη ανησύχησε κι έφερε τον γιατρό. Του ‘δωσε σταγόνες και χάπια για τη μνήμη και του συνέστησε να μη βγαίνει μόνος του από το σπίτι. Αυτό δεν γίνεται! Πώς θα πήγαινε στο καφενείο; Με συνοδεία;
Η κόρη του από τότε μουρμουράει και δεν τον αφήνει σε ησυχία. Ανησυχεί λέει. Έχει την έγνοια του. Θέλει να τον πάρει μαζί της , σπίτι της , να τον προσέχει . Κι αυτόν; Τον ρώτησε; Πώς θ’ αντέξει σ’ άλλη γειτονιά; Πού θα τον βάλει στο τριάρι; Στο σαλόνι με τον πτυσσόμενο καναπέ; Κι οι φίλοι του; Το γραφείο, τα βιβλία, οι μελέτες του;
Αυτός ο κόμπος δε λέει να δεθεί. Δώδεκα πήγε η ώρα! Πρέπει να βιαστεί. Η κόρη του τηλεφώνησε πως θα περάσει να τον πάρει. Του έχουν τραπέζι στο σπίτι της για τα γενέθλιά του. Τα είχε ξεχάσει αλλά δεν της το ‘πε. Την ευχαρίστησε αμήχανα και προσπάθησε ευγενικά να το αποφύγει: «Γιατί να μπαίνεις στον κόπο;». Εκείνη επέμενε: «Ογδόντα κεράκια μπαμπά, δεν αξίζουν ένα τραπέζι;». Την ησυχία του άξιζαν μα πώς να της το πει.
Την τελευταία φορά που πήγε σε τραπέζι σπίτι της, μόλις που αντάλλαξαν πέντε κουβέντες με τον γαμπρό του. Όλη την ώρα είχε το νου του στο ματς που μετέδιδε ζωντανά η τηλεόραση και κάθε τόσο πεταγόταν από την καρέκλα για την φάση που τελικά δεν έβγαινε και κατέβαζε καντήλια, με τη μπουκιά αμάσητη. Όσο για τη δωδεκάχρονη εγγονή του, ύστερα από τα φιλιά της υποδοχής, σύμφωνα με τις οδηγίες της μητέρας της και το ανυπόμονο ξετύλιγμα του δώρου που –αλίμονο- ήταν βιβλίο, ξίνισε τα μούτρα της, χωρίς να πει ένα έστω τυπικό ευχαριστώ. Στο τραπέζι, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένη στο τάμπλετ της, καταφέρνοντας με ζογκλερική επιδεξιότητα να σερφάρει και να τρώει παράλληλα, αγνοώντας επιδεικτικά την ύπαρξή όσων βρίσκονταν γύρω της. Η κόρη του απ’ την άλλη, μιλούσε ακατάπαυστα και γέμιζε νευρικά τα πιάτα με τα εδέσματα που ‘χε ετοιμάσει, σε μια ατελέσφορη προσπάθεια να κερδίσει το ενδιαφέρον τους για κουβέντα. Ποτέ δεν είχε νιώσει περισσότερο απών. Διαπίστωνε μάλιστα πως οι δικοί του άνθρωποι τον γνώριζαν ελάχιστα, ακόμα κι η ίδια του η κόρη, χωρίς να φταίει μόνο εκείνη γι’ αυτό. Χρόνια τώρα, οι επαφές τους περιορίζονταν σε γιορτές και κυριακάτικες επισκέψεις κι αυτό χάρη στην επιμονή της γυναίκας του. Απ’ όταν την έχασε, σταμάτησαν, ευτυχώς γι’ αυτόν, και οι υποχρεωτικές οικογενειακές συγκεντρώσεις.
«Στο σημερινό τραπέζι θα τους ανακοινώσω πως θα μείνεις μαζί μας» του ‘χε πει στο τηλέφωνο η κόρη του. Ποτέ δεν είχε συναινέσει στον γάμο της μ’εκείνον τον αγροίκο, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τον γαμπρό του. Και τώρα, θα ήταν υποχρεωμένος να τον ανέχεται;
Φανταζόταν από τώρα το σκηνικό των γενεθλιών του: πάνω απ’ τ’ αναμμένα ογδόντα του κεράκια μπορούσε να διακρίνει την αδιαφορία στο βλέμμα της εγγονής του που δεν θα ‘βλεπε την ώρα να τελειώσει η φιέστα για να επιστρέψει στον εικονικό κόσμο της , τη δυσαρέσκεια του γαμπρού του για την προοπτική της συγκατοίκησης στο ειρωνικό του: «Να τα εκατοστήσεις!» και τον οίκτο στα μάτια της κόρης του, τη στιγμή που θα τον παρακινούσε να σβήσει τα κεράκια, που με τόσο κόπο είχε προσπαθήσει να στριμώξει στην επιφάνεια της χειροποίητης τούρτας.
Τράβηξε ακόμα μια φορά τη γραβάτα και σαν από θαύμα, ο κόμπος επιτέλους στάθηκε και μάλιστα διπλός. Τα χέρια του είχαν απρόσμενα βρει και πάλι τον δρόμο που ακολουθούσαν τυφλά τόσα χρόνια χωρίς να τον ρωτήσουν. Χαμογέλασε στον καθρέφτη. Εκείνη η ανεπαίσθητη γουβίτσα που σχηματιζόταν στο κέντρο του κόμπου, του θύμισε και πάλι τον εαυτό του. Φόρεσε το καπέλο του και βγήκε από την πόρτα, γραμμή για το καφενείο του Χαραλάμπη.
Πηγή:https://www.literature.gr/diigima-kompos-gravatas-tis-vanias-syrmoy/
Χθες βράδυ, πάλι τον γύρισε σπίτι ο γιος του περιπτερά. Τόσα χρόνια πίνει τον απογευματινό του καφέ στο καφενείο του Χαραλάμπη αλλά τον τελευταίο μήνα είχε χάσει το δρόμο για το σπίτι τρεις φορές. Ο περιπτεράς ειδοποίησε την κόρη του κι εκείνη ανησύχησε κι έφερε τον γιατρό. Του ‘δωσε σταγόνες και χάπια για τη μνήμη και του συνέστησε να μη βγαίνει μόνος του από το σπίτι. Αυτό δεν γίνεται! Πώς θα πήγαινε στο καφενείο; Με συνοδεία;
Η κόρη του από τότε μουρμουράει και δεν τον αφήνει σε ησυχία. Ανησυχεί λέει. Έχει την έγνοια του. Θέλει να τον πάρει μαζί της , σπίτι της , να τον προσέχει . Κι αυτόν; Τον ρώτησε; Πώς θ’ αντέξει σ’ άλλη γειτονιά; Πού θα τον βάλει στο τριάρι; Στο σαλόνι με τον πτυσσόμενο καναπέ; Κι οι φίλοι του; Το γραφείο, τα βιβλία, οι μελέτες του;
Αυτός ο κόμπος δε λέει να δεθεί. Δώδεκα πήγε η ώρα! Πρέπει να βιαστεί. Η κόρη του τηλεφώνησε πως θα περάσει να τον πάρει. Του έχουν τραπέζι στο σπίτι της για τα γενέθλιά του. Τα είχε ξεχάσει αλλά δεν της το ‘πε. Την ευχαρίστησε αμήχανα και προσπάθησε ευγενικά να το αποφύγει: «Γιατί να μπαίνεις στον κόπο;». Εκείνη επέμενε: «Ογδόντα κεράκια μπαμπά, δεν αξίζουν ένα τραπέζι;». Την ησυχία του άξιζαν μα πώς να της το πει.
Την τελευταία φορά που πήγε σε τραπέζι σπίτι της, μόλις που αντάλλαξαν πέντε κουβέντες με τον γαμπρό του. Όλη την ώρα είχε το νου του στο ματς που μετέδιδε ζωντανά η τηλεόραση και κάθε τόσο πεταγόταν από την καρέκλα για την φάση που τελικά δεν έβγαινε και κατέβαζε καντήλια, με τη μπουκιά αμάσητη. Όσο για τη δωδεκάχρονη εγγονή του, ύστερα από τα φιλιά της υποδοχής, σύμφωνα με τις οδηγίες της μητέρας της και το ανυπόμονο ξετύλιγμα του δώρου που –αλίμονο- ήταν βιβλίο, ξίνισε τα μούτρα της, χωρίς να πει ένα έστω τυπικό ευχαριστώ. Στο τραπέζι, παρέμεινε σταθερά προσηλωμένη στο τάμπλετ της, καταφέρνοντας με ζογκλερική επιδεξιότητα να σερφάρει και να τρώει παράλληλα, αγνοώντας επιδεικτικά την ύπαρξή όσων βρίσκονταν γύρω της. Η κόρη του απ’ την άλλη, μιλούσε ακατάπαυστα και γέμιζε νευρικά τα πιάτα με τα εδέσματα που ‘χε ετοιμάσει, σε μια ατελέσφορη προσπάθεια να κερδίσει το ενδιαφέρον τους για κουβέντα. Ποτέ δεν είχε νιώσει περισσότερο απών. Διαπίστωνε μάλιστα πως οι δικοί του άνθρωποι τον γνώριζαν ελάχιστα, ακόμα κι η ίδια του η κόρη, χωρίς να φταίει μόνο εκείνη γι’ αυτό. Χρόνια τώρα, οι επαφές τους περιορίζονταν σε γιορτές και κυριακάτικες επισκέψεις κι αυτό χάρη στην επιμονή της γυναίκας του. Απ’ όταν την έχασε, σταμάτησαν, ευτυχώς γι’ αυτόν, και οι υποχρεωτικές οικογενειακές συγκεντρώσεις.
«Στο σημερινό τραπέζι θα τους ανακοινώσω πως θα μείνεις μαζί μας» του ‘χε πει στο τηλέφωνο η κόρη του. Ποτέ δεν είχε συναινέσει στον γάμο της μ’εκείνον τον αγροίκο, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τον γαμπρό του. Και τώρα, θα ήταν υποχρεωμένος να τον ανέχεται;
Φανταζόταν από τώρα το σκηνικό των γενεθλιών του: πάνω απ’ τ’ αναμμένα ογδόντα του κεράκια μπορούσε να διακρίνει την αδιαφορία στο βλέμμα της εγγονής του που δεν θα ‘βλεπε την ώρα να τελειώσει η φιέστα για να επιστρέψει στον εικονικό κόσμο της , τη δυσαρέσκεια του γαμπρού του για την προοπτική της συγκατοίκησης στο ειρωνικό του: «Να τα εκατοστήσεις!» και τον οίκτο στα μάτια της κόρης του, τη στιγμή που θα τον παρακινούσε να σβήσει τα κεράκια, που με τόσο κόπο είχε προσπαθήσει να στριμώξει στην επιφάνεια της χειροποίητης τούρτας.
Τράβηξε ακόμα μια φορά τη γραβάτα και σαν από θαύμα, ο κόμπος επιτέλους στάθηκε και μάλιστα διπλός. Τα χέρια του είχαν απρόσμενα βρει και πάλι τον δρόμο που ακολουθούσαν τυφλά τόσα χρόνια χωρίς να τον ρωτήσουν. Χαμογέλασε στον καθρέφτη. Εκείνη η ανεπαίσθητη γουβίτσα που σχηματιζόταν στο κέντρο του κόμπου, του θύμισε και πάλι τον εαυτό του. Φόρεσε το καπέλο του και βγήκε από την πόρτα, γραμμή για το καφενείο του Χαραλάμπη.
Πηγή:https://www.literature.gr/diigima-kompos-gravatas-tis-vanias-syrmoy/
Τυφλόμυγα
Εκδόσεις Άπαρσις
Διηγήματα του Εγκλεισμού
23.4.2020
Διηγήματα του Εγκλεισμού
23.4.2020
Είπε να περάσει τη μέρα χωρίς εικόνα. Σαν παλιά τηλεόραση με χιόνια στην οθόνη. Το αποφάσισε σήμερα που ήταν Κυριακή των Βαϊων. Η πέμπτη Κυριακή που άφηνε την Άνοιξη να την προσπερνά και να της γνέφει, ανθίζοντας ερήμην της από το τζάμι του παραθύρου. Την πονούσε τώρα αυτή η ανέμελη ομορφιά της. Τα μάτια της έκαιγαν στο κόκκινο των μπουμπουκιών της τριανταφυλλιάς που άνοιγαν αργά και ξέγνοιαστα, θύμωνε με τις φρέζιες που είχαν τη δύναμη να σκάνε απ’ το βολβό και να σπρώχνουν το χώμα αιφνιδιάζοντάς την με τον εύρωστο βλαστό τους, ζήλευε το θάρρος των κρίνων που όρθωναν το ανάστημα τους, διεκδικώντας την προσοχή ανάμεσα στα υπόλοιπα λουλούδια του μικρού της μπαλκονιού.
Ναι, ήθελε ένα διάλειμμα από την εικόνα. Να απαλλαγεί από τα εναλλασσόμενα παράθυρα στην οθόνη του υπολογιστή της, που λόγω δουλειάς την καθήλωναν στο γραφειάκι του σαλονιού για το μισό της ημέρας. Να κλείσει την τηλεόραση που ασταμάτητα την βομβάρδιζε με ειδήσεις και ρεπορτάζ για την εξάπλωση του κορονοϊού και τα συνεχώς αυξανόμενα θύματα. Να μην είναι αναγκασμένη να βλέπει το διαρκώς επαναλαμβανόμενο κοινωνικό μήνυμα «Μένουμε Σπίτι», που έστελναν διάφοροι επώνυμοι, προσπαθώντας ταυτόχρονα να την πείσουν για τον ευχάριστο εγκλεισμό τους. Να μη λαμβάνει τον κατακλυσμό αναρτήσεων στο Facebook για την ποικιλία των δωρεάν θεαμάτων και των διαδικτυακών μουσειακών περιηγήσεων, που μια ζωή δε θα ‘φτανε για να δεις ούτε τα μισά. Ακόμα κι αυτά τα χιουμοριστικά βιντεάκια και οι γελοιογραφίες που της έστελναν φίλοι και γνωστοί είχαν πάψει πια να την διασκεδάζουν. Οι ιντερνετικές μαζώξεις με φίλους για μπύρα ή καφέ μπροστά στην κάμερα του υπολογιστή είχαν αρχίσει να την θλίβουν. Ήθελε να σταματήσει επιτέλους το κύμα όλων αυτών των τυραννικών εικόνων, που μέρα με τη μέρα την ρουφούσε πιο βαθιά και την έπνιγε.
Ο γνώριμος ήχος της τσαγιέρας την καλούσε στην κουζίνα. Τσάι καραμέλα και ραδιόφωνο στον αγαπημένο της σταθμό. Το Κυριακάτικο δώρο στον εαυτό της. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Οι πρώτες σταγόνες της απριλιάτικης βροχής είχαν αρχίσει να κυλούν στο τζάμι. Άνοιξε το παράθυρο κι ακουμπώντας τα χέρια στο περβάζι, έκλεισε τα μάτια να ακούσει το παρήγορο τραγούδι της βροχής. Από μικρή της άρεσε η ανοιξιάτικη βροχή που δρόσιζε στοργικά κι αθόρυβα τα δέντρα και τα λουλούδια του κήπου τους και τη συντρόφευε στις εφηβικές της αναπολήσεις, στα ταξίδια του νου της.
Σήμερα θα τηλεφωνούσε στη μητέρα της . Είχε επιθυμήσει την ήρεμη φωνή της. Ήθελε μόνο να την ακούσει να της μιλά και να της λέει τα νέα του νησιού, όπως παλιά, χωρίς skype και messenger. Της έλειπαν όλοι και όλα. Της κακοφαινόταν που θα ‘κανε Πάσχα μονάχη στο δυάρι της Καλλιδρομίου μακριά απ΄ τους δικούς της , δίχως το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών και το λαούτο του θείου Ανέστη, που συνόδευε τα τραγούδια τους γύρω απ’ το λαμπριάτικο τραπέζι, στην αυλή του πατρικού της. Με τα μάτια ακόμα κλειστά ταξίδεψε για λίγο όπως άλλοτε. Είδε να περνά μπροστά της ο επιτάφιος της ενορίας της και να τον ακολουθεί ως κάτω στο μώλο, εκεί που συναντά και τις άλλες ενορίες. Τότε ένιωσε τη μοσχοβολιά απ’ τις βιολέτες , τις πασχαλιές και τα ζουμπούλια των επιταφίων, άκουσε το «Ω γλυκύ μου έαρ», κοίταξε γύρω της, παντού αναμμένα φαναράκια • δάκρυσε.
Ήταν πια βέβαιη. Σήμερα θα κρατούσε μόνο τον ήχο. Θα δοκίμαζε να ακούσει προσεχτικά τους ήχους στο στενόχωρο δυάρι της. Έτσι, σαν παιχνίδι.Να μείνει με τη συντροφιά του πλυντηρίου πιάτων, του βραστήρα και του απορροφητήρα. Ο άλλοτε εκνευριστικός ήχος τους, ξαφνικά της φαινόταν καθησυχαστικός με τη σταθερότητα και τη σιγουριά που δίνει η επανάληψη. Μόλις τέσσερις μήνες είχαν περάσει από τότε που μετακόμισε και μετά τη καραντίνα ενός μήνα, είχε μάθει πια κάθε γωνιά του σπιτιού• ως και τυφλόμυγα μπορούσε να παίξει , όπως παλιά, στον αυλόγυρο της εκκλησίας στο νησί της.
Μια ξαφνική παρόρμηση την έκανε να βγάλει το μαντήλι που κρατούσε σε κότσο τα μαλλιά της και να το δέσει γύρω απ’ τα μάτια της. Ύστερα, άπλωσε τα χέρια στο κενό και προχώρησε σαν να έψαχνε κάποιον να αγκαλιάσει.
Πηγή:https://www.facebook.com/groups/158549312075150
Ναι, ήθελε ένα διάλειμμα από την εικόνα. Να απαλλαγεί από τα εναλλασσόμενα παράθυρα στην οθόνη του υπολογιστή της, που λόγω δουλειάς την καθήλωναν στο γραφειάκι του σαλονιού για το μισό της ημέρας. Να κλείσει την τηλεόραση που ασταμάτητα την βομβάρδιζε με ειδήσεις και ρεπορτάζ για την εξάπλωση του κορονοϊού και τα συνεχώς αυξανόμενα θύματα. Να μην είναι αναγκασμένη να βλέπει το διαρκώς επαναλαμβανόμενο κοινωνικό μήνυμα «Μένουμε Σπίτι», που έστελναν διάφοροι επώνυμοι, προσπαθώντας ταυτόχρονα να την πείσουν για τον ευχάριστο εγκλεισμό τους. Να μη λαμβάνει τον κατακλυσμό αναρτήσεων στο Facebook για την ποικιλία των δωρεάν θεαμάτων και των διαδικτυακών μουσειακών περιηγήσεων, που μια ζωή δε θα ‘φτανε για να δεις ούτε τα μισά. Ακόμα κι αυτά τα χιουμοριστικά βιντεάκια και οι γελοιογραφίες που της έστελναν φίλοι και γνωστοί είχαν πάψει πια να την διασκεδάζουν. Οι ιντερνετικές μαζώξεις με φίλους για μπύρα ή καφέ μπροστά στην κάμερα του υπολογιστή είχαν αρχίσει να την θλίβουν. Ήθελε να σταματήσει επιτέλους το κύμα όλων αυτών των τυραννικών εικόνων, που μέρα με τη μέρα την ρουφούσε πιο βαθιά και την έπνιγε.
Ο γνώριμος ήχος της τσαγιέρας την καλούσε στην κουζίνα. Τσάι καραμέλα και ραδιόφωνο στον αγαπημένο της σταθμό. Το Κυριακάτικο δώρο στον εαυτό της. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Οι πρώτες σταγόνες της απριλιάτικης βροχής είχαν αρχίσει να κυλούν στο τζάμι. Άνοιξε το παράθυρο κι ακουμπώντας τα χέρια στο περβάζι, έκλεισε τα μάτια να ακούσει το παρήγορο τραγούδι της βροχής. Από μικρή της άρεσε η ανοιξιάτικη βροχή που δρόσιζε στοργικά κι αθόρυβα τα δέντρα και τα λουλούδια του κήπου τους και τη συντρόφευε στις εφηβικές της αναπολήσεις, στα ταξίδια του νου της.
Σήμερα θα τηλεφωνούσε στη μητέρα της . Είχε επιθυμήσει την ήρεμη φωνή της. Ήθελε μόνο να την ακούσει να της μιλά και να της λέει τα νέα του νησιού, όπως παλιά, χωρίς skype και messenger. Της έλειπαν όλοι και όλα. Της κακοφαινόταν που θα ‘κανε Πάσχα μονάχη στο δυάρι της Καλλιδρομίου μακριά απ΄ τους δικούς της , δίχως το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών και το λαούτο του θείου Ανέστη, που συνόδευε τα τραγούδια τους γύρω απ’ το λαμπριάτικο τραπέζι, στην αυλή του πατρικού της. Με τα μάτια ακόμα κλειστά ταξίδεψε για λίγο όπως άλλοτε. Είδε να περνά μπροστά της ο επιτάφιος της ενορίας της και να τον ακολουθεί ως κάτω στο μώλο, εκεί που συναντά και τις άλλες ενορίες. Τότε ένιωσε τη μοσχοβολιά απ’ τις βιολέτες , τις πασχαλιές και τα ζουμπούλια των επιταφίων, άκουσε το «Ω γλυκύ μου έαρ», κοίταξε γύρω της, παντού αναμμένα φαναράκια • δάκρυσε.
Ήταν πια βέβαιη. Σήμερα θα κρατούσε μόνο τον ήχο. Θα δοκίμαζε να ακούσει προσεχτικά τους ήχους στο στενόχωρο δυάρι της. Έτσι, σαν παιχνίδι.Να μείνει με τη συντροφιά του πλυντηρίου πιάτων, του βραστήρα και του απορροφητήρα. Ο άλλοτε εκνευριστικός ήχος τους, ξαφνικά της φαινόταν καθησυχαστικός με τη σταθερότητα και τη σιγουριά που δίνει η επανάληψη. Μόλις τέσσερις μήνες είχαν περάσει από τότε που μετακόμισε και μετά τη καραντίνα ενός μήνα, είχε μάθει πια κάθε γωνιά του σπιτιού• ως και τυφλόμυγα μπορούσε να παίξει , όπως παλιά, στον αυλόγυρο της εκκλησίας στο νησί της.
Μια ξαφνική παρόρμηση την έκανε να βγάλει το μαντήλι που κρατούσε σε κότσο τα μαλλιά της και να το δέσει γύρω απ’ τα μάτια της. Ύστερα, άπλωσε τα χέρια στο κενό και προχώρησε σαν να έψαχνε κάποιον να αγκαλιάσει.
Πηγή:https://www.facebook.com/groups/158549312075150
Βόλτα με ποδήλατο
Πλανόδιον-Ιστορίες Μπονζάι
19.6.2020
19.6.2020
«ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ἔβγαλε ἥλιο! Ἄρχισαν νὰ μὲ πονοῦν τὰ κόκκαλά μου μὲ τόση βροχή! Μὲ τραβάει κι ἐκείνη ἡ τομή, θυμᾶσαι, ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση στὸ γόνατο. Δὲ βαριέσαι, ἀφοῦ μποροῦμε καὶ κάνουμε ἀκόμα ποδήλατο, καλὰ εἴμαστε. Βάλσαμο ὁ χειμερινὸς ἥλιος!…Τέτοια ἐποχὴ ἦταν ποὺ σὲ πρωτογνώρισα, σ’ αὐτὸ ἐδῶ το παγκάκι. Θυμᾶσαι;… Προσπαθοῦσες νὰ τινάξεις τὴ λάσπη ἀπ’ τὰ ροῦχα σου μετὰ τὴ γλίστρα μὲ τὸ ποδήλατο στὸ βρεγμένο χῶμα. Σταμάτησα καὶ κοιτώντας σε, γέλασα μὲ τὴ μάταιη προσπάθειά σου. Ποῦ βρίσκεις τὸ ἀστεῖο; γύρισες καὶ μοῦ ‘πες. Φοροῦσες ἐκείνη τὴν κόκκινη μάλλινη ζακέτα ποὺ σ’ ἔκανε νὰ ξεχωρίζεις. Σὲ βοήθησα νὰ ξαναβάλεις τὴν ἁλυσίδα τοῦ ποδηλάτου σου καὶ φύγαμε μαζὶ συνεχίζοντας τὴν ποδηλατάδα στὸ πάρκο. Κατάλαβα ἀμέσως πὼς σοῦ ἄρεσα ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ γελοῦσες μ’ ὅσα ἔλεγα. Τὰ μάγουλά σου κοκκίνιζαν στὸ κρύο κι ἐγὼ μὲ κόπο κρατοῦσα τὰ μάτια μου στὴν εὐθεία τῆς διαδρομῆς. Προτιμοῦσες τὶς χειμωνιάτικες βόλτες. Ἀπολάμβανες τὸν παγωμένο ἀέρα πού σοῦ ‘κόβε τὴν ἀνάσα στὴν ἀνηφόρα. Θυμᾶσαι;… Δὲν φοροῦσα τότε γάντια καὶ τὰ χέρια μου εἶχαν ξυλιάσει στὸ τιμόνι. Ἔβαζα πότε τὸ ἕνα πότε τ’ ἄλλο στὴν τσέπη τοῦ μπουφὰν γιὰ νὰ μὴν καταλάβεις πὼς κρύωνα. Πάντα μὲ μάλωνες ποὺ ξεχνοῦσα τὰ γάντια μου. Κοίτα, τώρα τὰ ἔχω μαζί μου. Πῶς κατάφερνες νά ’χεῖς πάντα τὸ νοῦ σου σὲ ὅλα; Τὸ σκουφὶ τῆς Κατερίνας, τὸ κολατσιὸ τοῦ Νικόλα, τὸ κασκὸλ τῆς Νέλης. Ἔχω καιρὸ νὰ δῶ τὰ παιδιά. Τηλέφωνο μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα καὶ ἄν. Δὲν θέλω νὰ τοὺς ἐνοχλῶ. Ἔχουν κι αὐτὰ τὶς δουλειές τους. Ἄ, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ. Οἱ συνάδελφοι μοῦ κάναν δῶρο δερματόδετο σημειωματάριο γιὰ νὰ γράψω, λένε, τὶς ἀναμνήσεις μου ὡς δάσκαλος, τώρα ποὺ βγαίνω στὴ σύνταξη. Παλαιᾶς κοπῆς! μὲ εἶπαν οἱ νεότεροι. Κάτι θὰ ξέρουν. Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, δὲν ξέρω πῶς θὰ εἶναι ἡ μέρα μου χωρὶς τὴν τάξη… Ξέρω ὅμως πῶς εἶναι χωρὶς ἐσένα… Δὲν χάνω τὶς Κυριακὲς στὸ πάρκο. Κάνω τὶς ἴδιες διαδρομὲς ποὺ κάναμε πάντα. Θυμᾶμαι!… Ὁ ἥλιος εἶναι ἀκόμα ψηλά. Προλαβαίνουμε ἀκόμα μιὰ βόλτα.»
Ὅση ὥρα τὸν ἄκουγα ἀπὸ τὸ διπλανὸ παγκάκι νὰ μονολογεῖ κρατώντας μιὰ φωτογραφία, παρατηροῦσα πὼς καθὼς μιλοῦσε, τὴν ψηλαφοῦσε ἀργὰ μὲ τὸ δείκτη τοῦ χεριοῦ του. Ὕστερα ἀπὸ λίγο σηκώθηκε, ἔβαλε προσεκτικὰ τὴ φωτογραφία στὴν ἀριστερὴ τσέπη τοῦ παλτοῦ του καὶ τὴν πίεσε πάνω του σφιχτά, σὰν νά ‘θελε νὰ βεβαιωθεῖ πὼς τὴν εἶχε μαζί του. Φόρεσε τὰ γάντια του κι ἀνέβηκε στὸ ποδήλατο. Μὲ ἀργὲς πεταλιὲς τὸν εἶδα νὰ χάνεται στὸ βάθος τῆς ἀλέας.
Πηγή:https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2020/06/19/bania-syrmou-bolta-me-podilato/
Ὅση ὥρα τὸν ἄκουγα ἀπὸ τὸ διπλανὸ παγκάκι νὰ μονολογεῖ κρατώντας μιὰ φωτογραφία, παρατηροῦσα πὼς καθὼς μιλοῦσε, τὴν ψηλαφοῦσε ἀργὰ μὲ τὸ δείκτη τοῦ χεριοῦ του. Ὕστερα ἀπὸ λίγο σηκώθηκε, ἔβαλε προσεκτικὰ τὴ φωτογραφία στὴν ἀριστερὴ τσέπη τοῦ παλτοῦ του καὶ τὴν πίεσε πάνω του σφιχτά, σὰν νά ‘θελε νὰ βεβαιωθεῖ πὼς τὴν εἶχε μαζί του. Φόρεσε τὰ γάντια του κι ἀνέβηκε στὸ ποδήλατο. Μὲ ἀργὲς πεταλιὲς τὸν εἶδα νὰ χάνεται στὸ βάθος τῆς ἀλέας.
Πηγή:https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2020/06/19/bania-syrmou-bolta-me-podilato/
Allegro forte στον ακάλυπτο
Χάρτης
1.7.2020
1.7.2020
Ανοίγω τα πατζούρια του γραφείου ξημερώματα και βλέπω τις λάμπες να ανάβουν στις κουζίνες και τα πρώτα τσιγάρα να σιγοκαίνε δίπλα στον πρωινό καφέ. Το πρώτο φως της μέρας τρυπώνει δειλά, μαζί με τις πρωινές μυρωδιές του ακάλυπτου. Το άρωμα των λεμονανθών από τις λεμονιές του κήπου μπερδεύεται με τα μυρωδικά από τις κατασαρόλες που μπαίνουν αξημέρωτα στη φωτιά. Κι όταν ο ήλιος φωτίσει πια τα γεράνια των μικρών μπαλκονιών, βγαίνουν οι νοικοκυρές, πρωταγωνίστριες με φόντο τ’ απλωμένα λευκά σεντόνια, να τινάξουν τα νυχτερινά σκεπάσματα. Κι όπως ανοίγουν αργά οι γρίλιες των παραθύρων, αποκαλύπτονται σκηνές αυτοσχεδιασμού στα διαμερίσματα κάθε ορόφου. Το κορίτσι του τέταρτου ποζάρει στον καθρέφτη, η γιαγιά του δεύτερου λικνίζεται κρατώντας τρανζιστοράκι, το ζευγάρι του τρίτου καυγαδίζει, ο παππούς του πρώτου μιλά στη γάτα του. Ζωές, που παλιότερα αγνοούσα, γυρνώντας αργά το βράδυ σπίτι χωρίς να ανοίξω πατζούρι, για να χαθώ στο τίποτα της τηλεόρασης και να με πάρει ο ύπνος.
Ήταν τότε που κυνηγούσα τις ζωές των άλλων γράφοντας για την εφημερίδα κι άφηνα τη δική μου να ασθμαίνει ξοπίσω μου μήπως κι ακούσω το παράπονό της. Κι όταν ξαφνικά δυο μήνες πριν, ήταν αυτή που αποφάσισε να με ρίξει απ’ την καρέκλα, βρέθηκα χωρίς αποζημίωση στο μπαλκόνι τρίτου ορόφου πολυκατοικίας του εξήντα στα Πατήσια, με θέα τον ακάλυπτο. Και τώρα, κάθομαι πρώτη φορά θεατής με εισιτήριο ανέργων στο θεωρείο του τρίτου και παρακολουθώ την εξέλιξη ενός έργου που σταματά κάθε βράδυ και ξαναρχίζει το πρωί με μικρές παραλλαγές, αρκετές για να κάνουν κάθε παράσταση ξεχωριστή. Οι ένοικοι θαρρείς πως μυστικά μοιράζουν μεταξύ τους τους ρόλους τους κι ο μόνος που απομένει για μένα είναι αυτός που γνωρίζω καλύτερα, να γράψω για κείνους.
Μέρες τώρα βρίσκομαι σε συγγραφικό πυρετό. Οι σελίδες μου φουριόζες τρέχουν να προλάβουν το νήμα της σκέψης μου κι ο πρωταγωνιστής μου ακολουθεί πιστά τη διαδρομή που ’χω χαράξει γι’ αυτόν στον καμβά της πλοκής.
Σήμερα όμως, ο κέρσορας στην αριστερή άκρη της λευκής σελίδας, φρουρός σε ετοιμότητα για την εκτέλεση κάθε μου εντολής μέχρι τώρα, μένει για ώρες ακίνητος, κοιτάζοντάς με σχεδόν χλευαστικά. Με μια αποφασιστική κίνηση, σαν σε παρτίδα σκακιού πριν το ματ, πατώ παρατεταμένα την τελεία, δημιουργώντας συνεχόμενες σειρές ως το τέλος, για να τον υποχρεώσω ν’ αλλάξει θέση. Το μόνο που μου μένει είναι να γεμίσω τις σειρές. Με τι όμως; Πού πήγαν οι λέξεις μου; Ο ήρωάς μου αβοήθητος περιμένει στο τέλος της προηγούμενης σελίδας να τον βγάλω απ’ το αδιέξοδο. Αποφασίζω να γράψω αυτό που σκέφτομαι, μόνο και μόνο για να ακούσω τον ανακουφιστικό ήχο των πλήκτρων : «Δεν ξέρω τι να γράψω». Γεμίζω μια ακόμη σελίδα με την επαναλαμβανόμενη φράση. Κοιτώντας όμως τον κέρσορα στο τέλος της, νιώθω ακόμα χειρότερα.Τι μου συμβαίνει;
Αφήνω τη σελίδα ανοιχτή κι αποφασίζω να βγω για μια βόλτα μήπως συναντηθώ με τη Μούσα στην Πατησίων. Βγαίνοντας απ’ το διαμέρισμα, το πόδι μου πατά ένα φάκελο ριγμένο κάτω απ’ την πόρτα. Περίεργο! Αλληλογραφία εκτός γραμματοκιβωτίου! Τον ανοίγω κι από μέσα γλιστρά μια φωτογραφία κι ένα δακτυλογραφημένο σημείωμα: «Είσαι κι εσύ μέρος του ίδιου σκηνικού». Ξαφνιάζομαι και στη συνέχεια τρομάζω στην ιδέα πως κάποιος εκεί έξω με παρακολουθεί. Κλείνω την πόρτα και κατεβαίνω απ’ τις σκάλες.Το ασανσέρ φαντάζει κλειστοφοβικό. Στην εξώπορτα συναντώ δυο γείτονες. Τους προσπερνώ καχύποπτα χωρίς να τους χαιρετίσω. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω και πολλά πάρε δώσε με την πολυκατοικία. Βγαίνω στο δρόμο και δεν ξέρω ποια κατεύθυνση να πάρω. Δεν έχει μπλοκάρει μόνο το μυαλό μου αλλά και το σώμα μου. Αποφασίζω να περπατήσω με κατεύθυνση προς Αθήνα. Πιάνω τον εαυτό μου να επιταχύνει σαν να με κυνηγούν.
Όταν πια φτάνω στην πλατεία Αμερικής, κάθομαι σ’ ένα παγκάκι νιώθοντας σχετικά ασφαλής, αφού βρίσκομαι αρκετά τετράγωνα μακριά απ’ το σπίτι μου. Βγάζω ξανά τη φωτογραφία. Παρατηρώ πως την έχουν τραβήξει σήμερα. Είμαι καθιστός στο γραφείο μου, φορώ το ίδιο γαλάζιο πουκάμισο και με μάτια κλειστά και μια βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, φαίνομαι βυθισμένος στο συγγραφικό μου μπλοκάρισμα. Ξαφνικά διαπιστώνω πόσο αστεία δείχνει η απεγνωσμένη μου φάτσα. Αν η φωτογραφία είχε λεζάντα, θα έγραφε: «Απόγνωση μπροστά στη λευκή σελίδα». Βάζω τη φωτογραφία στην τσέπη κι αποφασίζω με το κεφάλι άδειο να επιστρέψω στο σπίτι.
Μια δεύτερη όμως έκπληξη με περιμένει. Ένα ακόμα σημείωμα, αυτή τη φορά σφηνωμένο στην άκρη της εξώπορτας: «Δεν απέδωσε ούτε η βόλτα; Δοκίμασε να ακούσεις μουσική». Παίρνω τα σημειώματα και τ’ ακουμπώ στο γραφείο μήπως και λύσω το γρίφο. Κλείνω το φως και τραβώ τις κουρτίνες. Κάθομαι στην καρέκλα και παρατηρώ τους ενοίκους σαν φιγούρες σε θέατρο σκιών στα φωτισμένα δωμάτια. Κάποιος απ’ όλους μ’ έχει βάλει στο μάτι.
Την ίδια στιγμή, απ’ τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα φτάνει μια μελωδία πιάνου σε allegro forte. Σηκώνομαι και κρυφοκοιτάζω. Διακρίνω μια λεπτή γυναικεία σιλουέτα να κεντά με πάθος τα πλήκτρα του πιάνου στο σαλόνι του απέναντι διαμερίσματος. Η μουσική, αφού αγκαλιάσει και την πιο απόμερη γωνιά του ακάλυπτου, σταματά απότομα στο crescendo. Η νεανική φιγούρα κάθεται για λίγο σκυφτή μπροστά στο πιάνο, με τα χέρια να χαϊδεύουν τα πλήκτρα. Το δυνατό μου χειροκρότημα ξαφνιάζει τη βραδινή ηρεμία. Εκείνη σηκώνεται και γυρίζοντας προς το μπαλκόνι μου, κάνει μια ελαφριά υπόκλιση. Μ’ ένα χαμόγελο που μόλις προλαβαίνω να δω, χάνεται στο βάθος του δωματίου. Στέκομαι να κοιτάζω την κουρτίνα της ν’ ανεμίζει. Είμαι ερωτευμένος.
Γυρνώ στο γραφείο μου. Χαμογελώ στον κέρσορα: « Ήρθε η ώρα να μετακινηθείς!». Ο ήρωάς μου παίρνει την πρωτοβουλία να μου υπαγορεύσει ο ίδιος τη λύση στο πρόβλημά του και προχωρά στην επόμενη σελίδα. Είναι ερωτευμένος.
Το επίμονο κλάμα του πιτσιρικά απ’ το διπλανό διαμέρισμα που αυθάδικα ταράζει τη μεσημεριανή ησυχία, με βγάζει απ’ τον ενύπνιο οίστρο μου. Έχω στραβολαιμιάσει και η λευκή σελίδα του υπολογιστή μπροστά μου μαρτυρεί τη συγγραφική απραξία του πρωινού. Ρίχνω μια ματιά έξω. Όλα είναι όπως πριν. Όλα, εκτός από μένα. Είμαι αποφασισμένος. Σήμερα θα της μιλήσω κι ας ακουστώ σ’ όλο τον ακάλυπτο.
Τεντώνομαι και βάζω τα χέρια στο πληκτρολόγιο, έτοιμος ν’ αντιμετωπίσω το πείσμα του κέρσορα. Θα γράφω ώσπου να πέσει σκοτάδι στον ακάλυπτο, ν’ ανοίξει όπως κάθε βράδυ η γρίλια στο διαμέρισμα του τρίτου, να συναντήσω επιτέλους τη ζωή σε allegro forte...
Πηγή:https://www.hartismag.gr/hartis-19/poiisi-kai-pezografia/allegro-forte-ston-akalypto
Ήταν τότε που κυνηγούσα τις ζωές των άλλων γράφοντας για την εφημερίδα κι άφηνα τη δική μου να ασθμαίνει ξοπίσω μου μήπως κι ακούσω το παράπονό της. Κι όταν ξαφνικά δυο μήνες πριν, ήταν αυτή που αποφάσισε να με ρίξει απ’ την καρέκλα, βρέθηκα χωρίς αποζημίωση στο μπαλκόνι τρίτου ορόφου πολυκατοικίας του εξήντα στα Πατήσια, με θέα τον ακάλυπτο. Και τώρα, κάθομαι πρώτη φορά θεατής με εισιτήριο ανέργων στο θεωρείο του τρίτου και παρακολουθώ την εξέλιξη ενός έργου που σταματά κάθε βράδυ και ξαναρχίζει το πρωί με μικρές παραλλαγές, αρκετές για να κάνουν κάθε παράσταση ξεχωριστή. Οι ένοικοι θαρρείς πως μυστικά μοιράζουν μεταξύ τους τους ρόλους τους κι ο μόνος που απομένει για μένα είναι αυτός που γνωρίζω καλύτερα, να γράψω για κείνους.
Μέρες τώρα βρίσκομαι σε συγγραφικό πυρετό. Οι σελίδες μου φουριόζες τρέχουν να προλάβουν το νήμα της σκέψης μου κι ο πρωταγωνιστής μου ακολουθεί πιστά τη διαδρομή που ’χω χαράξει γι’ αυτόν στον καμβά της πλοκής.
Σήμερα όμως, ο κέρσορας στην αριστερή άκρη της λευκής σελίδας, φρουρός σε ετοιμότητα για την εκτέλεση κάθε μου εντολής μέχρι τώρα, μένει για ώρες ακίνητος, κοιτάζοντάς με σχεδόν χλευαστικά. Με μια αποφασιστική κίνηση, σαν σε παρτίδα σκακιού πριν το ματ, πατώ παρατεταμένα την τελεία, δημιουργώντας συνεχόμενες σειρές ως το τέλος, για να τον υποχρεώσω ν’ αλλάξει θέση. Το μόνο που μου μένει είναι να γεμίσω τις σειρές. Με τι όμως; Πού πήγαν οι λέξεις μου; Ο ήρωάς μου αβοήθητος περιμένει στο τέλος της προηγούμενης σελίδας να τον βγάλω απ’ το αδιέξοδο. Αποφασίζω να γράψω αυτό που σκέφτομαι, μόνο και μόνο για να ακούσω τον ανακουφιστικό ήχο των πλήκτρων : «Δεν ξέρω τι να γράψω». Γεμίζω μια ακόμη σελίδα με την επαναλαμβανόμενη φράση. Κοιτώντας όμως τον κέρσορα στο τέλος της, νιώθω ακόμα χειρότερα.Τι μου συμβαίνει;
Αφήνω τη σελίδα ανοιχτή κι αποφασίζω να βγω για μια βόλτα μήπως συναντηθώ με τη Μούσα στην Πατησίων. Βγαίνοντας απ’ το διαμέρισμα, το πόδι μου πατά ένα φάκελο ριγμένο κάτω απ’ την πόρτα. Περίεργο! Αλληλογραφία εκτός γραμματοκιβωτίου! Τον ανοίγω κι από μέσα γλιστρά μια φωτογραφία κι ένα δακτυλογραφημένο σημείωμα: «Είσαι κι εσύ μέρος του ίδιου σκηνικού». Ξαφνιάζομαι και στη συνέχεια τρομάζω στην ιδέα πως κάποιος εκεί έξω με παρακολουθεί. Κλείνω την πόρτα και κατεβαίνω απ’ τις σκάλες.Το ασανσέρ φαντάζει κλειστοφοβικό. Στην εξώπορτα συναντώ δυο γείτονες. Τους προσπερνώ καχύποπτα χωρίς να τους χαιρετίσω. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω και πολλά πάρε δώσε με την πολυκατοικία. Βγαίνω στο δρόμο και δεν ξέρω ποια κατεύθυνση να πάρω. Δεν έχει μπλοκάρει μόνο το μυαλό μου αλλά και το σώμα μου. Αποφασίζω να περπατήσω με κατεύθυνση προς Αθήνα. Πιάνω τον εαυτό μου να επιταχύνει σαν να με κυνηγούν.
Όταν πια φτάνω στην πλατεία Αμερικής, κάθομαι σ’ ένα παγκάκι νιώθοντας σχετικά ασφαλής, αφού βρίσκομαι αρκετά τετράγωνα μακριά απ’ το σπίτι μου. Βγάζω ξανά τη φωτογραφία. Παρατηρώ πως την έχουν τραβήξει σήμερα. Είμαι καθιστός στο γραφείο μου, φορώ το ίδιο γαλάζιο πουκάμισο και με μάτια κλειστά και μια βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια, φαίνομαι βυθισμένος στο συγγραφικό μου μπλοκάρισμα. Ξαφνικά διαπιστώνω πόσο αστεία δείχνει η απεγνωσμένη μου φάτσα. Αν η φωτογραφία είχε λεζάντα, θα έγραφε: «Απόγνωση μπροστά στη λευκή σελίδα». Βάζω τη φωτογραφία στην τσέπη κι αποφασίζω με το κεφάλι άδειο να επιστρέψω στο σπίτι.
Μια δεύτερη όμως έκπληξη με περιμένει. Ένα ακόμα σημείωμα, αυτή τη φορά σφηνωμένο στην άκρη της εξώπορτας: «Δεν απέδωσε ούτε η βόλτα; Δοκίμασε να ακούσεις μουσική». Παίρνω τα σημειώματα και τ’ ακουμπώ στο γραφείο μήπως και λύσω το γρίφο. Κλείνω το φως και τραβώ τις κουρτίνες. Κάθομαι στην καρέκλα και παρατηρώ τους ενοίκους σαν φιγούρες σε θέατρο σκιών στα φωτισμένα δωμάτια. Κάποιος απ’ όλους μ’ έχει βάλει στο μάτι.
Την ίδια στιγμή, απ’ τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα φτάνει μια μελωδία πιάνου σε allegro forte. Σηκώνομαι και κρυφοκοιτάζω. Διακρίνω μια λεπτή γυναικεία σιλουέτα να κεντά με πάθος τα πλήκτρα του πιάνου στο σαλόνι του απέναντι διαμερίσματος. Η μουσική, αφού αγκαλιάσει και την πιο απόμερη γωνιά του ακάλυπτου, σταματά απότομα στο crescendo. Η νεανική φιγούρα κάθεται για λίγο σκυφτή μπροστά στο πιάνο, με τα χέρια να χαϊδεύουν τα πλήκτρα. Το δυνατό μου χειροκρότημα ξαφνιάζει τη βραδινή ηρεμία. Εκείνη σηκώνεται και γυρίζοντας προς το μπαλκόνι μου, κάνει μια ελαφριά υπόκλιση. Μ’ ένα χαμόγελο που μόλις προλαβαίνω να δω, χάνεται στο βάθος του δωματίου. Στέκομαι να κοιτάζω την κουρτίνα της ν’ ανεμίζει. Είμαι ερωτευμένος.
Γυρνώ στο γραφείο μου. Χαμογελώ στον κέρσορα: « Ήρθε η ώρα να μετακινηθείς!». Ο ήρωάς μου παίρνει την πρωτοβουλία να μου υπαγορεύσει ο ίδιος τη λύση στο πρόβλημά του και προχωρά στην επόμενη σελίδα. Είναι ερωτευμένος.
Το επίμονο κλάμα του πιτσιρικά απ’ το διπλανό διαμέρισμα που αυθάδικα ταράζει τη μεσημεριανή ησυχία, με βγάζει απ’ τον ενύπνιο οίστρο μου. Έχω στραβολαιμιάσει και η λευκή σελίδα του υπολογιστή μπροστά μου μαρτυρεί τη συγγραφική απραξία του πρωινού. Ρίχνω μια ματιά έξω. Όλα είναι όπως πριν. Όλα, εκτός από μένα. Είμαι αποφασισμένος. Σήμερα θα της μιλήσω κι ας ακουστώ σ’ όλο τον ακάλυπτο.
Τεντώνομαι και βάζω τα χέρια στο πληκτρολόγιο, έτοιμος ν’ αντιμετωπίσω το πείσμα του κέρσορα. Θα γράφω ώσπου να πέσει σκοτάδι στον ακάλυπτο, ν’ ανοίξει όπως κάθε βράδυ η γρίλια στο διαμέρισμα του τρίτου, να συναντήσω επιτέλους τη ζωή σε allegro forte...
Πηγή:https://www.hartismag.gr/hartis-19/poiisi-kai-pezografia/allegro-forte-ston-akalypto
Big Farm
Μανδραγόρας
30.6.2020
30.6.2020
Τράβηξε την πόρτα πίσω της χωρίς να τον χαιρετήσει. Ξεκινούσε το καθημερινό δρομολόγιο αργοπορημένη και η κίνηση στο δρόμο δεν αστειευόταν. Δεν ήθελε να καθυστερεί στο γραφείο. Και μόνο η πρωινή μούρη του προϊστάμενου, που θα την κοιτούσε λοξά με μισή καλημέρα, την εκνεύριζε. Άφησε τη μικρή στο σχολείο και συνέχισε μετρώντας τα λεπτά μέχρι να φτάσει στη δουλειά. Η μέρα στο γραφείο πέρασε όπως πάντα με ένταση. Πελάτες, τηλεφωνήματα, ορθοστασία.
Όταν γύρισε το απόγευμα στο σπίτι, άφησε την πόρτα να κλείσει αθόρυβα και την τσάντα της να κυλήσει στο πάτωμα. Ο πονοκέφαλος που κουβαλούσε απ’ το γραφείο δεν έλεγε να περάσει. Ξάπλωσε στον καναπέ. Έπρεπε πρώτα να ηρεμήσει. Δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τον ντιμετωπίσει. Είχε πάρει ωστόσο την απόφασή της. Από σήμερα θα σταματούσε πια να τον δικαιολογεί, να δείχνει κατανόηση, να αποφεύγει να τον φορτώνει με έγνοιες. Δεν έβγαζε πουθενά όλο αυτό. Έξι μήνες τώρα, αφότου έβαλε λουκέτο στο μαγαζί με τα υδραυλικά, τα πράγματα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο. Η επικοινωνία τους περιοριζόταν στα απολύτως απαραίτητα και στο τέλος της ημέρας το πολύ ν’ απαριθμούσε μια σειρά από απαιτήσεις και προσταγές: «Πάρε το παιδί από το σχολείο!», «Βάλε να φάμε!», «Φέρε μου την εφημερίδα!», «Κάντε ησυχία, κοιμάμαι!». Όλα περνούσαν απ’ τα χέρια της κι αυτό είχε αρχίσει να την εξουθενώνει.
Ο κύριος βλέπεις είχε αρχίσει να ασχολείται με τη Φάρμα! Από τεχνίτης αγρότης! Ας όψεται ο Βαγγέλης ο γείτονας, που του κόλλησε το μικρόβιο. Ξυπνούσε απ’ τα χαράματα για να προλάβει να οργώσει, να σπείρει, να ποτίσει. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να περνάει την ώρα του, έλεγε. Φρόντιζε ώστε οι καλλιέργειες να είναι αποδοτικές για να μπορεί να επεκτείνει τα έργα στο αγρόκτημα. Λογοδοτούσε στο συνεταιρισμό και συναγωνιζόταν τα γειτονικά αγροκτήματα. Τώρα τελευταία μάλιστα, που είχε μάθει τις αγροτικές εργασίες για τα καλά, οι δουλειές του πήγαιναν ρολόι από την πώληση των προϊόντων κι είχε πάρει και εργάτες στη δούλεψή του. Για το μόνο που χαιρόταν πλέον όταν την έβλεπε, ήταν να της ανακοινώνει με καμάρι πότε την αγορά μιας αλωνιστικής μηχανής, πότε την κατασκευή ενός κοτετσιού ή στην καλύτερη περίπτωση την απόκτηση ενός σταύλου. Τίποτε άλλο δεν τον ένοιαζε. Τίποτε δεν την ρωτούσε. Η Φάρμα είχε γίνει πια η ζωή του, μόνο που εκείνη και το παιδί είχαν μείνει έξω απ’ αυτή.
Σηκώθηκε αποφασισμένη να του μιλήσει. Τον βρήκε πάλι στην κρεβατοκάμαρα να μετρά αφοσιωμένος τα τσουβάλια πατάτες, που φόρτωνε στην καρότσα του αγροτικού για τον συνεταιρισμό.
–Τάκη! Γύρισα! Πάλι με τη Φάρμα αγκαλιά είσαι; Με πήρε τηλέφωνο στη δουλειά ο Γιάννης ο κουμπάρος. Δεν πέρασες, λέει, από την εταιρεία για τη συνέντευξη. Σου τηλεφωνούσαν και δεν απαντούσες. Πήραν άλλο τεχνικό. Μου είχες υποσχεθεί πως θα πήγαινες. Είναι η δεύτερη φορά που χάνεις δουλειά. Δεν μιλάς;
–Τι θες ρε Λένα; Τι φωνάζεις πάλι; Δε βλέπεις; Αγοράζω καινούριο τρακτέρ!
-Βέβαια! Δε σ’ έφτασε το ένα λουκέτο, πας και για δεύτερο και μάλιστα online! Δεν πάει άλλο, Τάκη! Ή βρίσκεις δουλειά ή ψάξε αλλού να φυτεύεις μπρόκολα! Κομμένη η πίστωση για Φάρμα στα Πατήσια!
Πηγή:https://mandragoras-magazine.gr/big-farm-%ce%b2%ce%ac%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%8d%cf%81%ce%bc%ce%bf%cf%85/16438?_thumbnail_id=16439&fbclid=IwAR3Lh3el7PD6AQBRapXC4u6pmU6Q3spLl4XxwJISpA31QF92QgZFYj1G6_A
Όταν γύρισε το απόγευμα στο σπίτι, άφησε την πόρτα να κλείσει αθόρυβα και την τσάντα της να κυλήσει στο πάτωμα. Ο πονοκέφαλος που κουβαλούσε απ’ το γραφείο δεν έλεγε να περάσει. Ξάπλωσε στον καναπέ. Έπρεπε πρώτα να ηρεμήσει. Δεν ήταν ακόμη έτοιμη να τον ντιμετωπίσει. Είχε πάρει ωστόσο την απόφασή της. Από σήμερα θα σταματούσε πια να τον δικαιολογεί, να δείχνει κατανόηση, να αποφεύγει να τον φορτώνει με έγνοιες. Δεν έβγαζε πουθενά όλο αυτό. Έξι μήνες τώρα, αφότου έβαλε λουκέτο στο μαγαζί με τα υδραυλικά, τα πράγματα πήγαιναν απ’ το κακό στο χειρότερο. Η επικοινωνία τους περιοριζόταν στα απολύτως απαραίτητα και στο τέλος της ημέρας το πολύ ν’ απαριθμούσε μια σειρά από απαιτήσεις και προσταγές: «Πάρε το παιδί από το σχολείο!», «Βάλε να φάμε!», «Φέρε μου την εφημερίδα!», «Κάντε ησυχία, κοιμάμαι!». Όλα περνούσαν απ’ τα χέρια της κι αυτό είχε αρχίσει να την εξουθενώνει.
Ο κύριος βλέπεις είχε αρχίσει να ασχολείται με τη Φάρμα! Από τεχνίτης αγρότης! Ας όψεται ο Βαγγέλης ο γείτονας, που του κόλλησε το μικρόβιο. Ξυπνούσε απ’ τα χαράματα για να προλάβει να οργώσει, να σπείρει, να ποτίσει. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να περνάει την ώρα του, έλεγε. Φρόντιζε ώστε οι καλλιέργειες να είναι αποδοτικές για να μπορεί να επεκτείνει τα έργα στο αγρόκτημα. Λογοδοτούσε στο συνεταιρισμό και συναγωνιζόταν τα γειτονικά αγροκτήματα. Τώρα τελευταία μάλιστα, που είχε μάθει τις αγροτικές εργασίες για τα καλά, οι δουλειές του πήγαιναν ρολόι από την πώληση των προϊόντων κι είχε πάρει και εργάτες στη δούλεψή του. Για το μόνο που χαιρόταν πλέον όταν την έβλεπε, ήταν να της ανακοινώνει με καμάρι πότε την αγορά μιας αλωνιστικής μηχανής, πότε την κατασκευή ενός κοτετσιού ή στην καλύτερη περίπτωση την απόκτηση ενός σταύλου. Τίποτε άλλο δεν τον ένοιαζε. Τίποτε δεν την ρωτούσε. Η Φάρμα είχε γίνει πια η ζωή του, μόνο που εκείνη και το παιδί είχαν μείνει έξω απ’ αυτή.
Σηκώθηκε αποφασισμένη να του μιλήσει. Τον βρήκε πάλι στην κρεβατοκάμαρα να μετρά αφοσιωμένος τα τσουβάλια πατάτες, που φόρτωνε στην καρότσα του αγροτικού για τον συνεταιρισμό.
–Τάκη! Γύρισα! Πάλι με τη Φάρμα αγκαλιά είσαι; Με πήρε τηλέφωνο στη δουλειά ο Γιάννης ο κουμπάρος. Δεν πέρασες, λέει, από την εταιρεία για τη συνέντευξη. Σου τηλεφωνούσαν και δεν απαντούσες. Πήραν άλλο τεχνικό. Μου είχες υποσχεθεί πως θα πήγαινες. Είναι η δεύτερη φορά που χάνεις δουλειά. Δεν μιλάς;
–Τι θες ρε Λένα; Τι φωνάζεις πάλι; Δε βλέπεις; Αγοράζω καινούριο τρακτέρ!
-Βέβαια! Δε σ’ έφτασε το ένα λουκέτο, πας και για δεύτερο και μάλιστα online! Δεν πάει άλλο, Τάκη! Ή βρίσκεις δουλειά ή ψάξε αλλού να φυτεύεις μπρόκολα! Κομμένη η πίστωση για Φάρμα στα Πατήσια!
Πηγή:https://mandragoras-magazine.gr/big-farm-%ce%b2%ce%ac%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%8d%cf%81%ce%bc%ce%bf%cf%85/16438?_thumbnail_id=16439&fbclid=IwAR3Lh3el7PD6AQBRapXC4u6pmU6Q3spLl4XxwJISpA31QF92QgZFYj1G6_A
Αλλάζοντας τον Μοντιλιάνι
Φρέαρ
30.7.2020
30.7.2020
Για ώρα είχε ξεχαστεί το βλέμμα μου πάνω της. Με είχε ξαφνιάσει η ομοιότητά της μ’εκείνη. Η ίδια ακριβώς πόζα. Καθιστή, να στηρίζει το ελαφρά γερμένο κεφάλι της με την αριστερή της παλάμη, ακουμπώντας τον αγκώνα της στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα της. Είχε τα μαύρα μαλλιά της δεμένα σε ατημέλητο κότσο χαμηλά στον αυχένα ενώ δυο τρεις τούφες ξέφευγαν ανέμελα στο μέτωπό της. Σαστισμένος παρατηρούσα το λευκό μακρόστενο πρόσωπό της με το πλατύ μέτωπο, την ίσια μακριά μύτη και τα ρόδινα μάγουλα, συγκρίνοντάς τα με το πορτρέτο της Ελβίρας, που κρεμόταν στον τοίχο πίσω της, σε μια καδρωμένη αφίσα από μια έκθεση του Μοντιλιάνι στην Tate Modern. Εκείνη η διάχυτη γοητευτική θλίψη στο σοβαρό πρόσωπό της, δεν μ’ άφηνε να κοιτάξω αλλού. Μοναδική διαφορά τους τα ρούχα. Το κορίτσι που καθόταν απέναντί μου φορούσε σκούρα καφέ μπλούζα ενώ η Ελβίρα μαύρη.
Η παρουσία της με είχε τόσο συνεπάρει που όταν το γκαρσόνι με πλησίασε για να μου σερβίρει τον καφέ, σχεδόν τινάχτηκα. Είχα φτάσει τρία τέταρτα νωρίτερα από το απογευματινό ραντεβού στο καφενείο, στέκι της Καλών Τεχνών. Διάλεγα πάντα το τραπέζι στο βάθος του διαδρόμου με θέα την είσοδο. Μου άρεσε να πλάθω με το νου σύντομα σενάρια με πρωταγωνιστές τους θαμώνες, για να περνά η ώρα.
Αυτή τη φορά όμως δεν είχα χρόνο. Έπρεπε να αποτυπώσω γρήγορα την πόζα του μοντέλου μου. Εκείνη στεκόταν για ώρα ακίνητη σαν να περίμενε να τη ζωγραφίσω. Έβγαλα το μπλοκ μου και άρχισα να σκιτσάρω.Το μολύβι μου έτρεχε βιαστικά στο οβάλ περίγραμμα του προσώπου της και στον μακρύ λαιμό της. Τα μικρά κλειστά χείλη, τα τοξωτά φρύδια, τα σχιστά μάτια ήταν όλα εκεί, ίδια κι απαράλλαχτα με του πορτρέτου, που θαρρείς παρακολουθούσε τη σχεδίαση του αντίγραφού του.
«Τι φτιάχνεις εκεί;», η ξαφνική ερώτηση του φίλου μου κι ένα χτύπημά του στην πλάτη μου, άφησε το σχέδιό μου ανολοκλήρωτο. Μ ένα αμήχανο «Τίποτα, τίποτα!», έκλεισα στα γρήγορα το μπλοκ πιάνοντας του κουβέντα με προσποιητή φυσικότητα. Έτσι, την έχασα απ’ τα μάτια μου. Σε λίγο έφτασαν κι οι υπόλοιποι. Ήταν η πρώτη συνάντηση μιας νέας ομάδας ανάγνωσης για άτομα με προβλήματα όρασης. Με είχε προσκαλέσει μια συμφοιτήτρια που ήταν ήδη μέλος της εθελοντικής οργάνωσης. Δεν ήξερα πώς γίνεται όλο αυτό αλλά είχα έρθει για να μάθω και να δοκιμάσω.
Απασχολημένος με τις συστάσεις της νέας παρέας, δεν αντιλήφθηκα τον ερχομό της, παρά μόνο όταν άκουσα μια ζεστή φωνή να λέει: «Καλησπέρα παιδιά! Καλώς ήρθατε στο “Διαβάζουμε μαζί”!». Γύρισα πίσω μου και τα μάτια μου καρφώθηκαν για δεύτερη φορά πάνω της. Βρισκόταν κοντά μου. Την συνόδευε η συμφοιτήτριά μου βαστώντας την απ’ το μπράτσο. Το πρόσωπό της ήταν ίδιο και ταυτόχρονα διαφορετικό, καθώς φωτιζόταν από ένα γλυκό χαμόγελο. Μας χαιρέτησε έναν έναν.
Μόλις που κατάφερα να αρθρώσω τ’ όνομά μου όταν συστηθήκαμε. Ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζα το σβησμένο βλέμμα της και διαπίστωνα πως ήταν όμοιο με του πορτρέτου στον τοίχο. Είχα πράγματι μπροστά μου ένα κορίτσι του Μοντιλιάνι μόνο που το δικό της πορτρέτο θα το άλλαζε ένα χαμόγελο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Amedeo Modigliani.]
Πηγή:https://frear.gr/?p=28645
Η παρουσία της με είχε τόσο συνεπάρει που όταν το γκαρσόνι με πλησίασε για να μου σερβίρει τον καφέ, σχεδόν τινάχτηκα. Είχα φτάσει τρία τέταρτα νωρίτερα από το απογευματινό ραντεβού στο καφενείο, στέκι της Καλών Τεχνών. Διάλεγα πάντα το τραπέζι στο βάθος του διαδρόμου με θέα την είσοδο. Μου άρεσε να πλάθω με το νου σύντομα σενάρια με πρωταγωνιστές τους θαμώνες, για να περνά η ώρα.
Αυτή τη φορά όμως δεν είχα χρόνο. Έπρεπε να αποτυπώσω γρήγορα την πόζα του μοντέλου μου. Εκείνη στεκόταν για ώρα ακίνητη σαν να περίμενε να τη ζωγραφίσω. Έβγαλα το μπλοκ μου και άρχισα να σκιτσάρω.Το μολύβι μου έτρεχε βιαστικά στο οβάλ περίγραμμα του προσώπου της και στον μακρύ λαιμό της. Τα μικρά κλειστά χείλη, τα τοξωτά φρύδια, τα σχιστά μάτια ήταν όλα εκεί, ίδια κι απαράλλαχτα με του πορτρέτου, που θαρρείς παρακολουθούσε τη σχεδίαση του αντίγραφού του.
«Τι φτιάχνεις εκεί;», η ξαφνική ερώτηση του φίλου μου κι ένα χτύπημά του στην πλάτη μου, άφησε το σχέδιό μου ανολοκλήρωτο. Μ ένα αμήχανο «Τίποτα, τίποτα!», έκλεισα στα γρήγορα το μπλοκ πιάνοντας του κουβέντα με προσποιητή φυσικότητα. Έτσι, την έχασα απ’ τα μάτια μου. Σε λίγο έφτασαν κι οι υπόλοιποι. Ήταν η πρώτη συνάντηση μιας νέας ομάδας ανάγνωσης για άτομα με προβλήματα όρασης. Με είχε προσκαλέσει μια συμφοιτήτρια που ήταν ήδη μέλος της εθελοντικής οργάνωσης. Δεν ήξερα πώς γίνεται όλο αυτό αλλά είχα έρθει για να μάθω και να δοκιμάσω.
Απασχολημένος με τις συστάσεις της νέας παρέας, δεν αντιλήφθηκα τον ερχομό της, παρά μόνο όταν άκουσα μια ζεστή φωνή να λέει: «Καλησπέρα παιδιά! Καλώς ήρθατε στο “Διαβάζουμε μαζί”!». Γύρισα πίσω μου και τα μάτια μου καρφώθηκαν για δεύτερη φορά πάνω της. Βρισκόταν κοντά μου. Την συνόδευε η συμφοιτήτριά μου βαστώντας την απ’ το μπράτσο. Το πρόσωπό της ήταν ίδιο και ταυτόχρονα διαφορετικό, καθώς φωτιζόταν από ένα γλυκό χαμόγελο. Μας χαιρέτησε έναν έναν.
Μόλις που κατάφερα να αρθρώσω τ’ όνομά μου όταν συστηθήκαμε. Ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζα το σβησμένο βλέμμα της και διαπίστωνα πως ήταν όμοιο με του πορτρέτου στον τοίχο. Είχα πράγματι μπροστά μου ένα κορίτσι του Μοντιλιάνι μόνο που το δικό της πορτρέτο θα το άλλαζε ένα χαμόγελο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Amedeo Modigliani.]
Πηγή:https://frear.gr/?p=28645
Με μια σχεδία
2020
Εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης
Ανθολογία μικροδιηγήματος
Εκδόσεις Παρατηρητής της Θράκης
Ανθολογία μικροδιηγήματος
Οι φωνές έφταναν ως έξω. Ο Ανδρέας επιστρέφοντας σπίτι τούς βρήκε πάλι να τσακώνονται. Η μητέρα έκλαιγε κι πατέρας του τρεκλίζοντας έφερνε το σπίτι ανάποδα αναζητώντας ένα ξεχασμένο μπουκάλι κονιάκ. Χωρίς να τους μιλήσει, πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό του. Το μπλοκ στο κομοδίνο τον περίμενε όπως πάντα. Άφησε το χέρι του ξανά να τον οδηγήσει. Το μολύβι έτρεχε κυνηγώντας την ιδέα που άρχιζε να παίρνει σχήμα γοργά στο χαρτί. Σε λίγο η σχεδία ήταν έτοιμη, ίδια με του Οδυσσέα, όπως την είχε φανταστεί το πρωί στο μάθημα των Αρχαίων. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Ο δρόμος είχε γίνει θάλασσα.
Η ανάγνωση
Μέρες του 2020
Εκδόσεις Παράξενες μέρες
(Απόσπασμα)
Εκδόσεις Παράξενες μέρες
(Απόσπασμα)
Άργησα λίγο σήμερα. Με συγχωρείς! Τώρα όμως είμαι πάλι κοντά σου, καρδιά μου. Έφερα καινούρια ιστορία να σου διαβάσω. Είναι απ’ τις αγαπημένες μου.
Μια στιγμή, ν΄αλλάξω το νερό στα λουλούδια κι αρχίζω την ανάγνωση.
«Η Αλίκη είχε αρχίσει να βαριέται πολύ έτσι όπως καθόταν στην όχθη δίπλα στην αδερφή της χωρίς να κάνει τίποτα: είχε ρίξει μια δυο κλεφτές ματιές στο βιβλίο που διάβαζε η αδερφή της μα δεν είχε ούτε εικόνες ούτε διαλόγους μέσα».
Άρεσαν κι εσένα περισσότερο οι ιστορίες με εικόνες όταν ήσουν μικρή. Τα βράδια όπως ακουμπούσες το κεφάλι σου στο ώμο μου την ώρα που σου διάβαζα, χάζευες τις εικόνες μέχρι που έκλεινες τα μάτια και σ΄ έπαιρνε ο ύπνος.
«Η Αλίκη αναρωτιόταν αν για να φτιάξει ένα στεφάνι από μαργαρίτες θα άξιζε τον κόπο να σηκωθεί και να τις μαζέψει, όταν ξαφνικά ένας Λευκός Κούνελος με ροζ μάτια πέρασε τρέχοντας από δίπλα της. Γεμάτη περιέργεια, η Αλίκη πετάχτηκε όρθια και τον ακολούθησε».
Πόσο αγαπούσες τις εξερευνήσεις! Ειδικά τα καλοκαίρια στο νησί! Έπαιζες με τις ώρες στον κήπο το κυνήγι του θησαυρού. Με παρακαλούσες να βάζω πιο δύσκολους γρίφους και χοροπηδούσες απ’ τη χαρά σου όταν τους έλυνες. Κι εκείνα τα πρωινά που όργωνες την παραλία απ’ άκρη σ’ακρη θάβοντας για ώρα στην άμμο μικρούς πειρατικούς θησαυρούς, βάζοντας στοίχημα με την παρέα ποιος θα ‘βρισκε τους περισσότερους! Καθόμουν στην αμμουδιά και σας άκουγα να βουίζετε γύρω μου σαν τις μέλισσες και χαιρόμουν με τη χαρά σου.
Ξεχάστηκα πάλι!
Μια στιγμή, ν΄αλλάξω το νερό στα λουλούδια κι αρχίζω την ανάγνωση.
«Η Αλίκη είχε αρχίσει να βαριέται πολύ έτσι όπως καθόταν στην όχθη δίπλα στην αδερφή της χωρίς να κάνει τίποτα: είχε ρίξει μια δυο κλεφτές ματιές στο βιβλίο που διάβαζε η αδερφή της μα δεν είχε ούτε εικόνες ούτε διαλόγους μέσα».
Άρεσαν κι εσένα περισσότερο οι ιστορίες με εικόνες όταν ήσουν μικρή. Τα βράδια όπως ακουμπούσες το κεφάλι σου στο ώμο μου την ώρα που σου διάβαζα, χάζευες τις εικόνες μέχρι που έκλεινες τα μάτια και σ΄ έπαιρνε ο ύπνος.
«Η Αλίκη αναρωτιόταν αν για να φτιάξει ένα στεφάνι από μαργαρίτες θα άξιζε τον κόπο να σηκωθεί και να τις μαζέψει, όταν ξαφνικά ένας Λευκός Κούνελος με ροζ μάτια πέρασε τρέχοντας από δίπλα της. Γεμάτη περιέργεια, η Αλίκη πετάχτηκε όρθια και τον ακολούθησε».
Πόσο αγαπούσες τις εξερευνήσεις! Ειδικά τα καλοκαίρια στο νησί! Έπαιζες με τις ώρες στον κήπο το κυνήγι του θησαυρού. Με παρακαλούσες να βάζω πιο δύσκολους γρίφους και χοροπηδούσες απ’ τη χαρά σου όταν τους έλυνες. Κι εκείνα τα πρωινά που όργωνες την παραλία απ’ άκρη σ’ακρη θάβοντας για ώρα στην άμμο μικρούς πειρατικούς θησαυρούς, βάζοντας στοίχημα με την παρέα ποιος θα ‘βρισκε τους περισσότερους! Καθόμουν στην αμμουδιά και σας άκουγα να βουίζετε γύρω μου σαν τις μέλισσες και χαιρόμουν με τη χαρά σου.
Ξεχάστηκα πάλι!
Συλλέκτης στιγμών
CultureBook
29/12/2020
29/12/2020
-Καλημέρα κυρά Δέσπω! Kούκλα βγήκες πάλι!
-Μπάρμπα Θωμά, άρχοντας δείχνεις με τη μαγκούρα στο χέρι και το καβουράκι! Έχεις φωτογένεια τελικά!
-Τι κάνουν οι δύο φίλες; Πάλι στο κουβεντολόι; Τη δική σας την τύπωσα έγχρωμη για να φαίνονται καλύτερα οι ρόμπες σας!
Για όλους έχει μια καλή κουβέντα όταν τους επισκέπτεται, για να τους δώσει τυπωμένες τις φωτογραφίες που έχει τραβήξει μερικές βδομάδες πριν στο γηροκομείο. Τους ξέρει όλους με τα μικρά τους ονόματα. Κι αυτοί τον καλοδέχονται πάντα με χαμόγελο. Χρόνια τώρα, όλα του τα λεφτά εκεί πάνε. Παλιά τις τύπωνε μόνος του. Με τις ώρες καθόταν τ΄ απογεύματα στ' αποθηκάκι δίπλα στην κουζίνα του, που το ΄χε μετατρέψει σε σκοτεινό θάλαμο. Αυτή ήταν η ξεκούρασή του. Η αναλογική φωτογραφία ήταν η πρώτη και μεγάλη του αγάπη. Με τον ερχομό της ψηφιακής, χάθηκε η μαγεία του σκοτεινού θαλάμου. Δεν του αρέσει να πειράζει τις φωτογραφίες με ψηφιακά τερτίπια. Τώρα πια τις τυπώνει στο μηχάνημα που 'χει στο δικό του φωτογραφείο.
Τις καθημερινές που δουλεύει στο μαγαζί, περνά η μέρα, μέχρι να γυρίσει στο σπίτι και να βάλει ένα πιάτο φαΐ . Τα κουτσοκαταφέρνει στην κουζίνα. Όχι τίποτα σπουδαίο. Ίσα για να πει ότι ασχολείται. Τα Σαββατοκύριακα όμως δεν τον χωράο τόπος. Με συντροφιά του μια Leica, πολύτιμο απόκτημα των τελευταίων χρόνων, γίνεται απρόσκλητος επισκέπτης, πότε σε γηροκομεία , πότε σε παζάρια, ή πανηγύρια, άλλοτε σε καταυλισμούς ή σε απόμερες γειτονιές. Όλοι τον γνωρίζουν πια και τον περιμένουν: «Κυρ Θόδωρε, εδώ!». Τους διασκεδάζει να ποζάρουν για κείνον, μόνοι ή με παρέα. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά. Όλες οι ηλικίες, όλες οι εθνικότητες. Τους κάνει και νιώθουν σημαντικοί πίσω απ' το φακό. Ο καθένας τους ξεχωριστός. Κι όταν βλέπουν το είδωλό τους στο φωτογραφικό χαρτί κάνουν χαρά μεγάλη και του δίνουν παραγγελιές για μελλοντικά εσταντανέ.
Όταν τον ρωτούν για τη δουλειά του, του αρέσει να δηλώνει συλλέκτης στιγμών και το λέει πάντα μ' ένα χαμόγελο που κρύβει μια θλίψη. Αυτός, η μηχανή του και οι στιγμές. Αυτές υπηρετεί, και όταν τις συναντά, είναι πάντα έτοιμος να τις βάλει στο κάδρο του, χαρίζοντας τους τη διάρκεια που δεν έχουν. Στο σπίτι του έχει μια σειρά από ράφια που φιλοξενούν δεκάδες άλμπουμ με επιμελημένα αρχειοθετημένες φωτογραφίες πολλών ετών, μαζί με τα αρνητικά τους. Ιδιαίτερη αδυναμία έχει στα πορτρέτα γνωστών και αγνώστων, που κατά καιρούς έχει φωτογραφίσει, πάντοτε με την συγκατάθεσή τους. «Για να βγει καλό το πορτρέτο πρέπει να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ προσώπου και φωτογράφου». Αυτή είναι η θεωρία του. Και την κερδίζει αυτή τη σχέση. Όταν γνωρίζει κάποιον που τον ενδιαφέρει, το πρώτο πράγμα που του ζητά, είναι να τον φωτογραφήσει. Η μελέτη του προσώπου του πίσω απ' τον φακό του, είναι αρκετή για να καταλάβει με ποιον έχει να κάνει. Του αρέσει να γεμίζει τη ζωή του συλλέγοντας στιγμές από τις ζωές των άλλων. Χαμόγελα, δάκρυα, σκέψεις, κουβέντες, παιχνίδια, έρωτες, φιλίες, γλέντια, γάμοι, γεννήσεις, βαφτίσια. Όλη αυτή την ποικιλία ζωής που λείπει από τη δική του καθημερινότητα, την κρατά ευλαβικά φυλαγμένη μέσα σ' εκείνα τα άλμπουμ. Κι όταν τα ξεφυλλίζει, αφήνει να ξεπηδήσουν από μέσα μνήμες, ονόματα, ταξίδια, πρόσωπα, φαντασιώσεις, όλα δανεισμένα από τις ζωές των άλλων, για να τον συντροφεύσουν.
Η απόσταση του φακού απ' τους ανθρώπους, του δίνει την ασφάλεια που χρειάζεται για να επικοινωνήσει μαζί τους. Η μηχανή έχει γίνει ασπίδα και πανοπλία μαζί, για να αντιμετωπίσει μια ζωή μοναχική, που δεν την διάλεξε αυτός, μα ήρθε η ίδια και τον βρήκε. Το φωτογραφείο είναι το δεύτερο σπίτι του. Πέρασε στα χέρια του πριν πέντε χρόνια, απ' όταν συνταξιοδοτήθηκε ο κύριος Παναγιώτης. Ήταν υπάλληλός του για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Φωτογράφος παλαιάς κοπής εκείνος, του 'χε μάθει όλα τα μυστικά της τέχνης του. Φίλος καρδιακός και καλός δάσκαλος, τον έπαιρνε μαζί στους γάμους και στα βαφτίσια που φωτογράφιζε, μαθαίνοντάς του την αποφασιστική στιγμή του «κλικ». «Η φωτογραφία θέλει διάκριση και μάτι κοφτερό», τον συμβούλευε. Και δεν το ξέχασε ποτέ ο Θόδωρος αυτό. Αλλά κι αυτός, πάντα δίπλα του σε ό, τι ζητούσε. Μέρα δεν είχε λείψει από το μαγαζί. Οι σταθεροί και οι νέοι πελάτες, οι παλιοί γνώριμοι που περνούσαν για καφεδάκι, οι νεαρές κοπέλες που με την ευκαιρία της εμφάνισης ενός φιλμ κατάφερνε να τους πιάνει κουβέντα, πράγμα αδύνατο γι΄ αυτόν εκτός φωτογραφείου, ήταν ο δικός του κόσμος. Ένας κόσμος δίπλα του μα και μακριά του.
Σε περίοπτη θέση, πάνω απ' το ταμείο, έχει ακουμπισμένη την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Ζenit 12 XP, δώρο του πατέρα του όταν μπήκε στο Πάντειο. Συνδυασμός χαμηλής τιμής και καλής τεχνολογίας, αυτό το «Ρωσικό τανκ» όπως την αποκαλούσαν, για τη στιβαρή, σοβιετικής προέλευσης κατασκευή της, ήταν ο πιστός του σύντροφος στις φοιτητικές μοναχικές περιπλανήσεις του, παράλληλα με τα μαθἠματα φωτογραφίας στην πανεπιστημιακή λέσχη. Κι ύστερα, ήρθε η μαγεία του σκοτεινού θαλάμου, σ' ἐνα φοιτητικό κουζινάκι μιας παρέας με τρέλα και με μοναδικό κανόνα: «Απαγορεύεται το φως». Τον γοήτευε η ιεροτελεστίατου άσπρου χαρτιού που αποκτούσε στο σκοτάδι χρώμα και μορφή και ζωντάνευε μπροστά του φιγούρες, πρόσωπα, στιγμές και ιστορίες. Ένας κόσμος δικός του, φτιαγμένος μέσα απ΄ τα δικά του «κλικ», τον έκανε να αποφασίσει πως αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του, να φτιάχνει δικούς του κόσμους με τα υλικά των άλλων. Εκείνος απουσιάζει πάντα μπροστά απ' τον φακό. Ποτέ δεν συμφωνεί να τον φωτογραφίσουν, όσο κι αν τον παρακαλούν. Θέλει μόνο αυτός να αποφασίζει για το κάδρο. Στο σπίτι του πάνω στον μπουφέ, υπάρχουν φωτογραφίες μόνο της παιδικής του ηλικίας και μια από την ορκωμοσία του στο Πάντειο.
Οι καλοί πελάτες ωστόσο, ξέρουν πως στο στούντιο, στο βάθος του μαγαζιού, υπάρχει μια και μοναδική δικιά του φωτογραφία στον τοίχο. Την είχε τραβήξει με το κινητό του ένας νεαρός μικροπωλητής Ρομά σ' ένα παζάρι, χωρίς να τον ρωτήσει και του την έστειλε για να τον ευχαριστήσει. Είναι ένα πορτρέτο του Θόδωρου, μ΄ εκείνη την αδιόρατη θλίψη στο χαμόγελό του, λίγο πριν από την αποφασιστική στιγμή του «κλικ».
https://www.culturebook.gr/grafeio-pezografias/epta-syn-ena-dihghmata/7-1-2020-culture-book-1-2.html?fbclid=IwAR2mzZ6pLh0ewHch8mhfUnuxQiIuHDoBg7Emox8V8lzav4iE9CVMLTacJvU
-Μπάρμπα Θωμά, άρχοντας δείχνεις με τη μαγκούρα στο χέρι και το καβουράκι! Έχεις φωτογένεια τελικά!
-Τι κάνουν οι δύο φίλες; Πάλι στο κουβεντολόι; Τη δική σας την τύπωσα έγχρωμη για να φαίνονται καλύτερα οι ρόμπες σας!
Για όλους έχει μια καλή κουβέντα όταν τους επισκέπτεται, για να τους δώσει τυπωμένες τις φωτογραφίες που έχει τραβήξει μερικές βδομάδες πριν στο γηροκομείο. Τους ξέρει όλους με τα μικρά τους ονόματα. Κι αυτοί τον καλοδέχονται πάντα με χαμόγελο. Χρόνια τώρα, όλα του τα λεφτά εκεί πάνε. Παλιά τις τύπωνε μόνος του. Με τις ώρες καθόταν τ΄ απογεύματα στ' αποθηκάκι δίπλα στην κουζίνα του, που το ΄χε μετατρέψει σε σκοτεινό θάλαμο. Αυτή ήταν η ξεκούρασή του. Η αναλογική φωτογραφία ήταν η πρώτη και μεγάλη του αγάπη. Με τον ερχομό της ψηφιακής, χάθηκε η μαγεία του σκοτεινού θαλάμου. Δεν του αρέσει να πειράζει τις φωτογραφίες με ψηφιακά τερτίπια. Τώρα πια τις τυπώνει στο μηχάνημα που 'χει στο δικό του φωτογραφείο.
Τις καθημερινές που δουλεύει στο μαγαζί, περνά η μέρα, μέχρι να γυρίσει στο σπίτι και να βάλει ένα πιάτο φαΐ . Τα κουτσοκαταφέρνει στην κουζίνα. Όχι τίποτα σπουδαίο. Ίσα για να πει ότι ασχολείται. Τα Σαββατοκύριακα όμως δεν τον χωράο τόπος. Με συντροφιά του μια Leica, πολύτιμο απόκτημα των τελευταίων χρόνων, γίνεται απρόσκλητος επισκέπτης, πότε σε γηροκομεία , πότε σε παζάρια, ή πανηγύρια, άλλοτε σε καταυλισμούς ή σε απόμερες γειτονιές. Όλοι τον γνωρίζουν πια και τον περιμένουν: «Κυρ Θόδωρε, εδώ!». Τους διασκεδάζει να ποζάρουν για κείνον, μόνοι ή με παρέα. Γυναίκες, άνδρες, παιδιά. Όλες οι ηλικίες, όλες οι εθνικότητες. Τους κάνει και νιώθουν σημαντικοί πίσω απ' το φακό. Ο καθένας τους ξεχωριστός. Κι όταν βλέπουν το είδωλό τους στο φωτογραφικό χαρτί κάνουν χαρά μεγάλη και του δίνουν παραγγελιές για μελλοντικά εσταντανέ.
Όταν τον ρωτούν για τη δουλειά του, του αρέσει να δηλώνει συλλέκτης στιγμών και το λέει πάντα μ' ένα χαμόγελο που κρύβει μια θλίψη. Αυτός, η μηχανή του και οι στιγμές. Αυτές υπηρετεί, και όταν τις συναντά, είναι πάντα έτοιμος να τις βάλει στο κάδρο του, χαρίζοντας τους τη διάρκεια που δεν έχουν. Στο σπίτι του έχει μια σειρά από ράφια που φιλοξενούν δεκάδες άλμπουμ με επιμελημένα αρχειοθετημένες φωτογραφίες πολλών ετών, μαζί με τα αρνητικά τους. Ιδιαίτερη αδυναμία έχει στα πορτρέτα γνωστών και αγνώστων, που κατά καιρούς έχει φωτογραφίσει, πάντοτε με την συγκατάθεσή τους. «Για να βγει καλό το πορτρέτο πρέπει να υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ προσώπου και φωτογράφου». Αυτή είναι η θεωρία του. Και την κερδίζει αυτή τη σχέση. Όταν γνωρίζει κάποιον που τον ενδιαφέρει, το πρώτο πράγμα που του ζητά, είναι να τον φωτογραφήσει. Η μελέτη του προσώπου του πίσω απ' τον φακό του, είναι αρκετή για να καταλάβει με ποιον έχει να κάνει. Του αρέσει να γεμίζει τη ζωή του συλλέγοντας στιγμές από τις ζωές των άλλων. Χαμόγελα, δάκρυα, σκέψεις, κουβέντες, παιχνίδια, έρωτες, φιλίες, γλέντια, γάμοι, γεννήσεις, βαφτίσια. Όλη αυτή την ποικιλία ζωής που λείπει από τη δική του καθημερινότητα, την κρατά ευλαβικά φυλαγμένη μέσα σ' εκείνα τα άλμπουμ. Κι όταν τα ξεφυλλίζει, αφήνει να ξεπηδήσουν από μέσα μνήμες, ονόματα, ταξίδια, πρόσωπα, φαντασιώσεις, όλα δανεισμένα από τις ζωές των άλλων, για να τον συντροφεύσουν.
Η απόσταση του φακού απ' τους ανθρώπους, του δίνει την ασφάλεια που χρειάζεται για να επικοινωνήσει μαζί τους. Η μηχανή έχει γίνει ασπίδα και πανοπλία μαζί, για να αντιμετωπίσει μια ζωή μοναχική, που δεν την διάλεξε αυτός, μα ήρθε η ίδια και τον βρήκε. Το φωτογραφείο είναι το δεύτερο σπίτι του. Πέρασε στα χέρια του πριν πέντε χρόνια, απ' όταν συνταξιοδοτήθηκε ο κύριος Παναγιώτης. Ήταν υπάλληλός του για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Φωτογράφος παλαιάς κοπής εκείνος, του 'χε μάθει όλα τα μυστικά της τέχνης του. Φίλος καρδιακός και καλός δάσκαλος, τον έπαιρνε μαζί στους γάμους και στα βαφτίσια που φωτογράφιζε, μαθαίνοντάς του την αποφασιστική στιγμή του «κλικ». «Η φωτογραφία θέλει διάκριση και μάτι κοφτερό», τον συμβούλευε. Και δεν το ξέχασε ποτέ ο Θόδωρος αυτό. Αλλά κι αυτός, πάντα δίπλα του σε ό, τι ζητούσε. Μέρα δεν είχε λείψει από το μαγαζί. Οι σταθεροί και οι νέοι πελάτες, οι παλιοί γνώριμοι που περνούσαν για καφεδάκι, οι νεαρές κοπέλες που με την ευκαιρία της εμφάνισης ενός φιλμ κατάφερνε να τους πιάνει κουβέντα, πράγμα αδύνατο γι΄ αυτόν εκτός φωτογραφείου, ήταν ο δικός του κόσμος. Ένας κόσμος δίπλα του μα και μακριά του.
Σε περίοπτη θέση, πάνω απ' το ταμείο, έχει ακουμπισμένη την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Ζenit 12 XP, δώρο του πατέρα του όταν μπήκε στο Πάντειο. Συνδυασμός χαμηλής τιμής και καλής τεχνολογίας, αυτό το «Ρωσικό τανκ» όπως την αποκαλούσαν, για τη στιβαρή, σοβιετικής προέλευσης κατασκευή της, ήταν ο πιστός του σύντροφος στις φοιτητικές μοναχικές περιπλανήσεις του, παράλληλα με τα μαθἠματα φωτογραφίας στην πανεπιστημιακή λέσχη. Κι ύστερα, ήρθε η μαγεία του σκοτεινού θαλάμου, σ' ἐνα φοιτητικό κουζινάκι μιας παρέας με τρέλα και με μοναδικό κανόνα: «Απαγορεύεται το φως». Τον γοήτευε η ιεροτελεστίατου άσπρου χαρτιού που αποκτούσε στο σκοτάδι χρώμα και μορφή και ζωντάνευε μπροστά του φιγούρες, πρόσωπα, στιγμές και ιστορίες. Ένας κόσμος δικός του, φτιαγμένος μέσα απ΄ τα δικά του «κλικ», τον έκανε να αποφασίσει πως αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του, να φτιάχνει δικούς του κόσμους με τα υλικά των άλλων. Εκείνος απουσιάζει πάντα μπροστά απ' τον φακό. Ποτέ δεν συμφωνεί να τον φωτογραφίσουν, όσο κι αν τον παρακαλούν. Θέλει μόνο αυτός να αποφασίζει για το κάδρο. Στο σπίτι του πάνω στον μπουφέ, υπάρχουν φωτογραφίες μόνο της παιδικής του ηλικίας και μια από την ορκωμοσία του στο Πάντειο.
Οι καλοί πελάτες ωστόσο, ξέρουν πως στο στούντιο, στο βάθος του μαγαζιού, υπάρχει μια και μοναδική δικιά του φωτογραφία στον τοίχο. Την είχε τραβήξει με το κινητό του ένας νεαρός μικροπωλητής Ρομά σ' ένα παζάρι, χωρίς να τον ρωτήσει και του την έστειλε για να τον ευχαριστήσει. Είναι ένα πορτρέτο του Θόδωρου, μ΄ εκείνη την αδιόρατη θλίψη στο χαμόγελό του, λίγο πριν από την αποφασιστική στιγμή του «κλικ».
https://www.culturebook.gr/grafeio-pezografias/epta-syn-ena-dihghmata/7-1-2020-culture-book-1-2.html?fbclid=IwAR2mzZ6pLh0ewHch8mhfUnuxQiIuHDoBg7Emox8V8lzav4iE9CVMLTacJvU
Ξύλινη γάτα
Φρέαρ
10.1.2021
10.1.2021
Το σπίτι ησύχαζε πια. Το τέλος μιας εξαντλητικής ημέρας τον έβρισκε κουρνιασμένο στη γωνιά του καναπέ να απολαμβάνει τη συντροφιά της νύχτας. Ήταν το πρώτο βράδυ που τα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου θα φώτιζαν γλυκά το σκοτάδι του. Το χειροποίητο αστέρι που με τόσο καμάρι είχε φέρει απ’ το σχολείο ο μικρός του γιος, ξεχώριζε στην κορυφή του. Ευτυχώς που τον είχε κοντά του, να του θυμίζει πως έφτασαν τα Χριστούγεννα.
Όπως τα φωτάκια αναβόσβηναν, η ματιά του έπεσε σ’ έναν κόκκινο, σφηνωμένο ανάμεσα στα κλαδιά και τα στολίδια, φάκελο. «Για τον Άγιο Βασίλη». Μπορεί να μην ήταν αυτός ο παραλήπτης, γνώριζε όμως τον αποστολέα. Το άνοιξε. Τα τρεμάμενα γραμματάκια που ανεβοκατέβαιναν χορεύοντας χωρίς γραμμές και τόνους, είχαν το πιο σαφές μήνυμα που είχε διαβάσει σε επιστολή: «Άγιε μου Βασίλη, φέρε μου σε παρακαλώ μια ξύλινη γάτα». Βούρκωσε. Ήταν η πρώτη γραπτή επιθυμία του γιου του και δεν ήθελε να τον απογοητεύσει.
Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα βυθισμένος σε αποδείξεις, συμβόλαια και προθεσμίες, βγήκε απότομα στην επιφάνεια: «Μπαμπά, πότε έρχεται ο Αϊ Βασίλης;». Στο μυαλό του σήμανε συναγερμός! Ένιωθε σαν ήρωας παραμυθιού που του αναποδογυρίζουν την κλεψύδρα κι εκείνος πρέπει να φέρει σε πέρας την πιο παράξενη δοκιμασία. Βγήκε τρέχοντας στην αγορά. Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Μα τι περίμενε; Θα άνοιγαν βραδιάτικα ειδικά για εκείνον; Κοίταζε σαστισμένος τα παιχνίδια στις βιτρίνες, μήπως και του γουργούριζε καμιά ξύλινη γάτα. Σε κάποια παραμύθια τα παιχνίδια ζωντανεύουν στις βιτρίνες, διαλέγοντας εκείνα τον αγοραστή τους. Γιατί να μην έχει κι αυτός μια τέτοια τύχη;
Πού καιρός όμως για θαύματα! Η μόνη λύση ήταν να σκεφτεί σαν… Άγιος Βασίλης. Γυρνώντας στο σπίτι πήγε κατευθείαν στο υπόγειο. Έβγαλε τα ξυλουργικά εργαλεία του. Πόσο δύσκολο να ήταν; Στο βάθος, προσεκτικά διπλωμένη, η κόκκινη στολή με το άσπρο γουνάκι, τον περίμενε υπομονετικά.
Πηγή: https://frear.gr/?p=30308
Όπως τα φωτάκια αναβόσβηναν, η ματιά του έπεσε σ’ έναν κόκκινο, σφηνωμένο ανάμεσα στα κλαδιά και τα στολίδια, φάκελο. «Για τον Άγιο Βασίλη». Μπορεί να μην ήταν αυτός ο παραλήπτης, γνώριζε όμως τον αποστολέα. Το άνοιξε. Τα τρεμάμενα γραμματάκια που ανεβοκατέβαιναν χορεύοντας χωρίς γραμμές και τόνους, είχαν το πιο σαφές μήνυμα που είχε διαβάσει σε επιστολή: «Άγιε μου Βασίλη, φέρε μου σε παρακαλώ μια ξύλινη γάτα». Βούρκωσε. Ήταν η πρώτη γραπτή επιθυμία του γιου του και δεν ήθελε να τον απογοητεύσει.
Δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα βυθισμένος σε αποδείξεις, συμβόλαια και προθεσμίες, βγήκε απότομα στην επιφάνεια: «Μπαμπά, πότε έρχεται ο Αϊ Βασίλης;». Στο μυαλό του σήμανε συναγερμός! Ένιωθε σαν ήρωας παραμυθιού που του αναποδογυρίζουν την κλεψύδρα κι εκείνος πρέπει να φέρει σε πέρας την πιο παράξενη δοκιμασία. Βγήκε τρέχοντας στην αγορά. Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Μα τι περίμενε; Θα άνοιγαν βραδιάτικα ειδικά για εκείνον; Κοίταζε σαστισμένος τα παιχνίδια στις βιτρίνες, μήπως και του γουργούριζε καμιά ξύλινη γάτα. Σε κάποια παραμύθια τα παιχνίδια ζωντανεύουν στις βιτρίνες, διαλέγοντας εκείνα τον αγοραστή τους. Γιατί να μην έχει κι αυτός μια τέτοια τύχη;
Πού καιρός όμως για θαύματα! Η μόνη λύση ήταν να σκεφτεί σαν… Άγιος Βασίλης. Γυρνώντας στο σπίτι πήγε κατευθείαν στο υπόγειο. Έβγαλε τα ξυλουργικά εργαλεία του. Πόσο δύσκολο να ήταν; Στο βάθος, προσεκτικά διπλωμένη, η κόκκινη στολή με το άσπρο γουνάκι, τον περίμενε υπομονετικά.
Πηγή: https://frear.gr/?p=30308
Μουσική δωματίου
Literature.gr
10.3.2021
10.3.2021
Όταν η ζωή αποφασίσει να σου χαμογελάσει ξανά, θα σε βρει όπου κι αν κρύβεσαι, όσο κι αν αντιστέκεσαι. Θα καταφέρει να μπει κρυφά μέσα απο ‘κείνη τη μικρή χαραμάδα που άφησες άθελά σου όταν αποφάσισες να την κλείσεις ξαφνικά απέξω. Κι όταν ξαφνιαστείς που θα τη δεις αναπάντεχα μες στο σκοτάδι, εκείνη θα ‘ρθει κοντά σου και θα σε πάρει απ’ το χέρι για να σε βγάλει πάλι στο φως.
Για την ώρα, βρίσκεσαι ακόμα στο σκοτάδι που σου εξασφαλίζουν τα σκούρα στόρια της κρεβατοκάμαρας. Το ρολόι δείχνει περασμένες έντεκα κι εσύ δε λες να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι. Δε βρίσκεις τον λόγο έξι μήνες τώρα. Προτιμάς το σκοτάδι γιατί ξέρεις πως είναι φίλος της μνήμης. Κι εσύ θέλεις να θυμάσαι, όσο κι αν σε πονά. Μπορείς και βλέπεις με τα μάτια κλειστά. Προσκαλείς χαμόγελα, αγγίγματα, βλέμματα που πια δεν υπάρχουν, όμως εσύ τα χρειάζεσαι για να υπάρξεις. «Μείνε λίγο ακόμα, μη φεύγεις!». Χαϊδεύεις το άδειο λευκό μαξιλάρι. «Δε χρειάζεται να μιλάς, μόνο χαμογέλα μου, λίγο ακόμα».
Το τηλέφωνο χτυπά επίμονα. Μέχρι να το πάρεις απόφαση και να σηκωθείς, έχει σταματήσει. Τραβάς ελαφρά τα στόρια τόσο που να μπουν διστακτικά μικρές στενές δέσμες ανοιξιάτικου ήλιου από τα αραιωμένα πηχάκια και να κόψουν το σκοτάδι. Το πρόσωπό σου φωτίζεται αχνά. Άλλη μια μέρα δίχως. Ανυπομονείς ήδη για το τέλος της.
Ο καφές παρήγορη συντροφιά. Ακόμα δε συνήθισες να τον πίνεις μόνη. Είκοσι χρόνια ιερή τελετουργία αποκλειστικά για τους δυο σας ο πρωινός καφές, συνώνυμο της καλημέρας. Αγοράζεις ακόμα τον ίδιο, η γεύση του αντίδοτο στη λήθη. Η τελευταία φορά που τον απόλαυσες μαζί του, ήταν το πρωί της μέρας που τον βρήκες πεσμένο στα πλακάκια της κουζίνας, επιστρέφοντας από τη δουλειά. Κι από τότε, τι; Κι από τότε, πώς;
Όταν η συμφορά στέκει απρόσμενα απέναντί σου και σε κοιτά κατάματα, πού να βρεις το θάρρος να σηκώσεις τα μάτια; Κι όταν σε ακολουθεί σε κάθε σου βήμα, όταν διαβάζει κάθε σου σκέψη, πώς να την αγνοήσεις; Δε βρίσκεις κουράγιο να την αντιμετωπίσεις και υποχωρείς, δίνοντάς της χώρο να περάσει μέσα σου. Και τότε εκείνη απλώνεται και σε κυριεύει απ’ άκρη σ’ άκρη. Και κλειδώνεις τον εαυτό σου μαζί της κρύβοντας το κλειδί, κι αφήνεις όλα τ’ άλλα εκτός, συγγενείς, φίλους, δουλειά, χαρά.
Κάθεσαι στην πολυθρόνα. Οι παρτιτούρες σκόρπιες στο πάτωμα. Το τσέλο βουβό σε μιαν άκρη σε περιμένει ακόμα. Πάλι δεν μπόρεσες να παίξεις. Όλο το βράδυ πάλευες να συγκεντρωθείς χωρίς να τα καταφέρεις. Κάθε μέρα που περνά νιώθεις να κλέβει κι ένα κομμάτι από σένα, από τη μουσική σου. Η καραντίνα ευτυχώς ανέβαλε την επιστροφή σου στο ωδείο. Μετά την πολύμηνη απουσία σου το είχες υποσχεθεί στους μαθητές σου. Δε νιώθεις όμως έτοιμη.
Δε θα ανοίξεις τηλεόραση ούτε υπολογιστή. Τους βαρέθηκες όλους. Δε σε νοιάζει η πανδημία, δε σε νοιάζει τίποτε. Δε χρειάζεται να σε πείσουν να μείνεις στο σπίτι. Το έχεις επιλέξει από μόνη σου καιρό τώρα. Η μοναξιά γνωρίζει να διατηρεί ατόφια την αίσθηση του πόνου και τους τελευταίους μήνες έχεις μάθει να ζεις σιωπηλά μαζί της.
Πλησιάζεις την πόρτα του μπαλκονιού. Προχωρημένος Απρίλης κι εσύ κρατάς ακόμα την άνοιξη μακριά σου. Απ’ τις μισάνοιχτες κουρτίνες βλέπεις τ’ ανθισμένα μπαλκόνια κι ανθρώπους να λιάζονται αναζητώντας μοναδική διέξοδο στο πρωινό φως. Δεν το έχεις ανάγκη. Το φως ξέρει να λησμονά κι εσύ αυτό δεν το αντέχεις.
Ετοιμάζεσαι να κλείσεις τις κουρτίνες και τότε ακούς το allegro ενός βιολιού να έρχεται απ’ έξω. Στέκεσαι να ακούσεις πιο προσεκτικά. Τη γνωρίζεις αυτήν τη μελωδία. Ανοίγεις διάπλατα τις κουρτίνες και το φως σε θαμπώνει. Καιρό αποκλεισμένο, τρέχει επιτέλους ελεύθερο στο σαλόνι αγκαλιάζοντας έπιπλα και τοίχους. Στην αρχή διστάζεις μα η μελωδία σε σπρώχνει να την αναζητήσεις.
Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις έξω. Κοιτάς ένα γύρο και τότε την βρίσκεις συντροφιά με τον νεαρό βιολιστή που μελετά στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου της διπλανής πολυκατοικίας. Η μουσική του φτάνει στ’ αυτιά σου σαν προσευχή για τη ζωή που τώρα δοκιμάζεται. Ζηλεύεις τη δύναμή της. Οι ένοικοι των πολυκατοικιών βγαίνουν σιγά σιγά παραξενεμένοι στο άκουσμα του ήχου του δοξαριού που τους προσκαλεί. Μουσική δωματίου από ένα μπαλκόνι! Το παίρνεις για σημάδι, κάλεσμα από εκείνον. Στην τελευταία σας συναυλία είχατε παίξει μαζί αυτή τη σονάτα του Ραβέλ για βιολί και βιολοντσέλο. Θυμάσαι τον συντονισμό των ματιών σας, τον ενθουσιασμό του κοινού, τον ήχο της ευτυχίας, και τα χέρια σου τρέμουν.
Δακρύζεις, όταν διαπιστώνεις πως έχεις ήδη βγει στο φως.
Πηγή:https://www.literature.gr/diigima-moysiki-domatioy-tis-vanias-syrmoy/
Ακαθή
Χάρτης
1.4.2021
Κάποιες φορές, όταν η ζωή έχει τα κέφια της, σου κάνει τη χάρη και σου αποκαλύπτει στα κρυφά το νόημά της. Τότε, δεν έχεις παρά να σταθείς και να κοιτάξεις με προσοχή προς τα κει που σου δείχνει.
Ήταν η τρίτη φορά που την έβλεπα μέσα στη βδομάδα να περνά έξω απ’ το γραφείο κατά τις έξι το απόγευμα και να συνεχίζει το δρόμο προς το λιμάνι. Ομολογώ πως δεν είχα ξανακάνει ποτέ κάτι ανάλογο στο παρελθόν, ούτε καν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό. Ωστόσο εκείνο το απόγευμα, φεύγοντας απ’ τη δουλειά, αφέθηκα σε μια ανεξήγητη παρόρμηση και την ακολούθησα.
Ήμουν νεοφερμένος στο νησί κι η περιέργειά μου για τους ανθρώπους και τον τόπο ήταν ακόμα φρέσκια. Ο λόγος της εγκατάστασής μου εκεί ήταν η κατασκευή ενός ξενώνα στο λιμάνι, στα πρότυπα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής των μικρών Κυκλάδων. Η δουλειά στο μοναδικό αρχιτεκτονικό γραφείο του νησιού ήταν μια καλή επαγγελματική ευκαιρία για έναν νέο αρχιτέκτονα όπως εγώ. Η προοπτική μάλιστα της ζωής τον χειμώνα σε νησί της άγονης γραμμής, φάνταζε πρόκληση για κάποιον που εγκατέλειπε μέχρι τότε την Αθήνα μόνο για διακοπές.
Περπατούσε αργά και προσεκτικά με βήματα μικρά και σταθερά σαν να φοβόταν μη σκοντάψει. Όπου στένευε ο δρόμος κι έβγαζε σε καλντερίμι με σκαλοπάτια, κατέβαινε πλαγιαστά με κάποια δυσκολία, ζυγιάζοντας τη δύναμή της και την απόσταση κάθε σκαλιού. Το φθινοπωρινό αεράκι έκανε ευχάριστη αυτή την παράξενη παρακολούθηση που ακόμα δεν γνώριζα τον σκοπό της. Κρατούσα αρκετή απόσταση μακριά της, παριστάνοντας πως βολτάρω χαζεύοντας. Η σκέψη πως, αφού μέχρι τότε είχα κάνει ελάχιστες γνωριμίες στο νησί, ελάχιστες θα ήταν και οι πιθανότητες να συναντήσω κάποιον γνωστό και να κινήσω υποψίες, ενίσχυε το θράσος μου.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, την είδα να σταματά μπροστά σε ένα χαμηλό σπίτι με αυλή και χτιστές πεζούλες καλυμμένες με υφαντά χράμια. Άνοιξε την αυλόπορτα και στάθηκε έξω απ’ το παράθυρο να κοιτάζει για μερικά λεπτά. Σε μια στιγμή τέντωσε το κεφάλι της σαν να ’θελε να δει καθαρότερα τα όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι. Έπειτα, έβγαλε το μαντήλι της απ’ το κεφάλι, το κατέβασε χαμηλά στους ώμους γύρω απ΄το χαμηλό κοτσάκι των λευκών της μαλλιών κι άρχισε να κουνά και τα δυο της χέρια με τρόπο παιχνιδιάρικο, σαν να ’θελε να τραβήξει την προσοχή κάποιου πίσω απ’ το παράθυρο. Έπειτα, ξαναφόρεσε το μαντήλι της και συνέχισε το δρόμο της. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο παράθυρο, είδα μια νεαρή γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά να συνοδεύει με τη ματιά της κι ένα ελαφρό χαμόγελο την απρόσκλητη επισκέπτρια, που κατηφόριζε ήδη το καλντερίμι.
Δυο στενά πιο πέρα, την είδα να κοντοστέκεται έξω από μια πράσινη εξώπορτα. Απ΄ τη μέση και πάνω η πόρτα ήταν ανοιχτή σαν παράθυρο, τυπικό δείγμα εισόδου των σπιτιών στο νησί, επιτρέποντας τη θέα μέσα κι έξω απ΄ το σπίτι. Η γειτονιά ήταν ήσυχη εκείνη την ώρα και το μόνο που ακουγόταν ήταν χαρούμενες παιδικές φωνές και τρεχαλητά. Το κυνηγητό τους διέκοπτε μια δυνατή γυναικεία φωνή που κάθε τόσο τους μάλωνε: «Πρώτα τα μαθήματα και μετά το παιχνίδι έχουμε πει». Μια κανελιά γάτα πήδησε εκείνη την ώρα απ’ την μισάνοιχτη πόρτα στην αυλή και γουργούρισε γύρω απ΄ τα πόδια της επισκέπτριας, που έσκυψε και την χάιδεψε σαν να ήταν παλιές γνώριμες. Η γυναίκα έβγαλε απ’ την τσέπη της σκούρας μπλε ρόμπας της ένα σακουλάκι και άρχισε να το κουνάει ψηλά κάνοντας νεύματα με τ΄ άλλο της χέρι. Έπειτα, άφησε το σακουλάκι επάνω στο τραπεζάκι της αυλής και έκλεισε προσεκτικά την αυλόπορτα πίσω της. Δεν είχε προχωρήσει δυο βήματα όταν ένας μικρός πετάχτηκε μεσ’ απ΄το σπίτι ξυπόλητος σαν αστραπή, άρπαξε το σακουλάκι και δάγκωσε λαίμαργα το περιεχόμενό του, φωνάζοντας με το στόμα γεμάτο: «Φχαριστώ!». Απ’ ό,τι φάνηκε, η παρουσία της περίεργης επισκέπτριας δεν ήταν και τόσο απρόσμενη!
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που έπιναν στην αυλή τον απογευματινό καφέ τους με θέα το λιμάνι, ήταν η τρίτη της στάση. «Κόπιασε Ακαθή μου να σε κεράσω σταφύλι γλυκό που ΄φτιαξα σήμερα το πρωί. Ροζακί, από την κρεβατίνα μας». «Σχώρα με Καλλιώ μου. Έτσι πέρασα, να πω μια καλησπέρα. Με περιμένει σπίτι η Φιόρα μου. Μα το σταφύλι σου δεν το ξεχνώ». Η άγνωστη γυναίκα που ’χα πάρει εδώ και ώρα στο κατόπι, είχε πλέον όνομα και φωνή. Ήταν μάλιστα τόσο ευγενική και ήρεμη που μ’ έκανε να νιώσω ενοχή για την αδιάκριτη συνοδεία μου. Η περιέργειά μου ωστόσο πιο δυνατή, με έσπρωχνε μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Όταν πια φτάσαμε στο λιμάνι, η κυρά Ακαθή άνοιξε την πόρτα μιας περιποιημένης αυλίτσας με πολύχρωμες γλάστρες γεμάτες λουλούδια. Μια ασπρόμαυρη λυγερή γάτα ήρθε νιαουρίζοντας και κούρνιαξε στα πόδια της. «Καλώς τη Φιόρα μου. Δεν άργησα, ε;» Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού κι η γάτα την ακολούθησε. Όμως λίγο πριν μπει μέσα, γύρισε το κεφάλι της και τότε ταράχτηκα, σαν ένιωσα το βλέμμα της να μ’ αναζητά. Η ενοχή μου έγινε τότε ντροπή μα δεν βρήκα το θάρρος να αποκαλυφθώ. Κατάλαβα πως η διαδρομή της είχε τελειώσει και συνέχισα για το καφενείο του λιμανιού. Παραγγέλνοντας τον καφέ μου, διαπίστωσα πως εκείνο το απόγευμα, ήταν η πρώτη φορά μέσα σ’ ένα μήνα που ήμουν στο νησί, βυθισμένος σε σχέδια και μετρήσεις, που έβλεπα πραγματικά τους κατοίκους του.
Την επομένη ρώτησα και έμαθα. Η κυρά Ακαθή είχε μείνει χήρα. Ο άνδρας της ήταν ναυτικός κι ο γιος της φευγάτος από τα νιάτα του στην Αμερική. Έκανε εκεί οικογένεια κι είχε χρόνια να πατήσει ξανά το πόδι του στο νησί. Εκείνη δύσκολα τα ’βγαζε πέρα με μια σύνταξη μα όλοι είχαν να λένε για το χαμόγελό της και το «Δόξα τω Θεώ» στο στόμα της. Μαμή στα νιάτα της, γνώριζε όλο το νησί και παρέστεκε σ΄ όποιον είχε την ανάγκη της. Τώρα που είχε γεράσει, η έγνοια της για τους άλλους γέμιζε τη δική της μοναχική ζωή. Η μέρα της περνούσε με διαδρομές στις γειτονιές του νησιού και διακριτικές επισκέψεις μη λάχει και την χρειαστούν. Όλοι στο νησί την ήξεραν και την καλοδέχονταν.
Εξακολουθούσε να περνά απ’ το γραφείο τ’ απογεύματα μα δεν τόλμησα να πάω ξανά ξοπίσω της. Ένα απόγευμα, στο τέλος του μήνα, ξαφνιάστηκα όταν την είδα να περιμένει καθιστή στην απέναντι πεζούλα. Μόλις με είδε να βγαίνω, σηκώθηκε και χαμογελώντας μου με προσκάλεσε: «Έλα γιε μου. Πάμε τώρα να τους δεις κι από κοντά!».
Έχασα τα λόγια μου. Ο τρόπος της δεν μου άφηνε περιθώρια για δικαιολογίες. Ήθελε να μου προσφέρει στα φανερά πια τη χαρά εκείνης της διαδρομής και δεν της το αρνήθηκα. Την ακολούθησα μα τούτη τη φορά στο πλάι της.
Δεν φανταζόμουν τότε πως δέκα χρόνια μετά, θα εξακολουθούσα να κάνω αυτές τις διαδρομές στο νησί, με ή χωρίς την κυρά Ακαθή, κλείνοντας το μάτι στη ζωἠ σε κἀθε στἀση.
Πηγή:hartismag.gr/hartis-28/poiisi-kai-pezografia/akaohhhttps://www.hartismag.gr/hartis-28/poiisi-kai-
Ήταν η τρίτη φορά που την έβλεπα μέσα στη βδομάδα να περνά έξω απ’ το γραφείο κατά τις έξι το απόγευμα και να συνεχίζει το δρόμο προς το λιμάνι. Ομολογώ πως δεν είχα ξανακάνει ποτέ κάτι ανάλογο στο παρελθόν, ούτε καν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό. Ωστόσο εκείνο το απόγευμα, φεύγοντας απ’ τη δουλειά, αφέθηκα σε μια ανεξήγητη παρόρμηση και την ακολούθησα.
Ήμουν νεοφερμένος στο νησί κι η περιέργειά μου για τους ανθρώπους και τον τόπο ήταν ακόμα φρέσκια. Ο λόγος της εγκατάστασής μου εκεί ήταν η κατασκευή ενός ξενώνα στο λιμάνι, στα πρότυπα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής των μικρών Κυκλάδων. Η δουλειά στο μοναδικό αρχιτεκτονικό γραφείο του νησιού ήταν μια καλή επαγγελματική ευκαιρία για έναν νέο αρχιτέκτονα όπως εγώ. Η προοπτική μάλιστα της ζωής τον χειμώνα σε νησί της άγονης γραμμής, φάνταζε πρόκληση για κάποιον που εγκατέλειπε μέχρι τότε την Αθήνα μόνο για διακοπές.
Περπατούσε αργά και προσεκτικά με βήματα μικρά και σταθερά σαν να φοβόταν μη σκοντάψει. Όπου στένευε ο δρόμος κι έβγαζε σε καλντερίμι με σκαλοπάτια, κατέβαινε πλαγιαστά με κάποια δυσκολία, ζυγιάζοντας τη δύναμή της και την απόσταση κάθε σκαλιού. Το φθινοπωρινό αεράκι έκανε ευχάριστη αυτή την παράξενη παρακολούθηση που ακόμα δεν γνώριζα τον σκοπό της. Κρατούσα αρκετή απόσταση μακριά της, παριστάνοντας πως βολτάρω χαζεύοντας. Η σκέψη πως, αφού μέχρι τότε είχα κάνει ελάχιστες γνωριμίες στο νησί, ελάχιστες θα ήταν και οι πιθανότητες να συναντήσω κάποιον γνωστό και να κινήσω υποψίες, ενίσχυε το θράσος μου.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, την είδα να σταματά μπροστά σε ένα χαμηλό σπίτι με αυλή και χτιστές πεζούλες καλυμμένες με υφαντά χράμια. Άνοιξε την αυλόπορτα και στάθηκε έξω απ’ το παράθυρο να κοιτάζει για μερικά λεπτά. Σε μια στιγμή τέντωσε το κεφάλι της σαν να ’θελε να δει καθαρότερα τα όσα συνέβαιναν μέσα στο σπίτι. Έπειτα, έβγαλε το μαντήλι της απ’ το κεφάλι, το κατέβασε χαμηλά στους ώμους γύρω απ΄το χαμηλό κοτσάκι των λευκών της μαλλιών κι άρχισε να κουνά και τα δυο της χέρια με τρόπο παιχνιδιάρικο, σαν να ’θελε να τραβήξει την προσοχή κάποιου πίσω απ’ το παράθυρο. Έπειτα, ξαναφόρεσε το μαντήλι της και συνέχισε το δρόμο της. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο παράθυρο, είδα μια νεαρή γυναίκα μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά να συνοδεύει με τη ματιά της κι ένα ελαφρό χαμόγελο την απρόσκλητη επισκέπτρια, που κατηφόριζε ήδη το καλντερίμι.
Δυο στενά πιο πέρα, την είδα να κοντοστέκεται έξω από μια πράσινη εξώπορτα. Απ΄ τη μέση και πάνω η πόρτα ήταν ανοιχτή σαν παράθυρο, τυπικό δείγμα εισόδου των σπιτιών στο νησί, επιτρέποντας τη θέα μέσα κι έξω απ΄ το σπίτι. Η γειτονιά ήταν ήσυχη εκείνη την ώρα και το μόνο που ακουγόταν ήταν χαρούμενες παιδικές φωνές και τρεχαλητά. Το κυνηγητό τους διέκοπτε μια δυνατή γυναικεία φωνή που κάθε τόσο τους μάλωνε: «Πρώτα τα μαθήματα και μετά το παιχνίδι έχουμε πει». Μια κανελιά γάτα πήδησε εκείνη την ώρα απ’ την μισάνοιχτη πόρτα στην αυλή και γουργούρισε γύρω απ΄ τα πόδια της επισκέπτριας, που έσκυψε και την χάιδεψε σαν να ήταν παλιές γνώριμες. Η γυναίκα έβγαλε απ’ την τσέπη της σκούρας μπλε ρόμπας της ένα σακουλάκι και άρχισε να το κουνάει ψηλά κάνοντας νεύματα με τ΄ άλλο της χέρι. Έπειτα, άφησε το σακουλάκι επάνω στο τραπεζάκι της αυλής και έκλεισε προσεκτικά την αυλόπορτα πίσω της. Δεν είχε προχωρήσει δυο βήματα όταν ένας μικρός πετάχτηκε μεσ’ απ΄το σπίτι ξυπόλητος σαν αστραπή, άρπαξε το σακουλάκι και δάγκωσε λαίμαργα το περιεχόμενό του, φωνάζοντας με το στόμα γεμάτο: «Φχαριστώ!». Απ’ ό,τι φάνηκε, η παρουσία της περίεργης επισκέπτριας δεν ήταν και τόσο απρόσμενη!
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που έπιναν στην αυλή τον απογευματινό καφέ τους με θέα το λιμάνι, ήταν η τρίτη της στάση. «Κόπιασε Ακαθή μου να σε κεράσω σταφύλι γλυκό που ΄φτιαξα σήμερα το πρωί. Ροζακί, από την κρεβατίνα μας». «Σχώρα με Καλλιώ μου. Έτσι πέρασα, να πω μια καλησπέρα. Με περιμένει σπίτι η Φιόρα μου. Μα το σταφύλι σου δεν το ξεχνώ». Η άγνωστη γυναίκα που ’χα πάρει εδώ και ώρα στο κατόπι, είχε πλέον όνομα και φωνή. Ήταν μάλιστα τόσο ευγενική και ήρεμη που μ’ έκανε να νιώσω ενοχή για την αδιάκριτη συνοδεία μου. Η περιέργειά μου ωστόσο πιο δυνατή, με έσπρωχνε μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Όταν πια φτάσαμε στο λιμάνι, η κυρά Ακαθή άνοιξε την πόρτα μιας περιποιημένης αυλίτσας με πολύχρωμες γλάστρες γεμάτες λουλούδια. Μια ασπρόμαυρη λυγερή γάτα ήρθε νιαουρίζοντας και κούρνιαξε στα πόδια της. «Καλώς τη Φιόρα μου. Δεν άργησα, ε;» Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού κι η γάτα την ακολούθησε. Όμως λίγο πριν μπει μέσα, γύρισε το κεφάλι της και τότε ταράχτηκα, σαν ένιωσα το βλέμμα της να μ’ αναζητά. Η ενοχή μου έγινε τότε ντροπή μα δεν βρήκα το θάρρος να αποκαλυφθώ. Κατάλαβα πως η διαδρομή της είχε τελειώσει και συνέχισα για το καφενείο του λιμανιού. Παραγγέλνοντας τον καφέ μου, διαπίστωσα πως εκείνο το απόγευμα, ήταν η πρώτη φορά μέσα σ’ ένα μήνα που ήμουν στο νησί, βυθισμένος σε σχέδια και μετρήσεις, που έβλεπα πραγματικά τους κατοίκους του.
Την επομένη ρώτησα και έμαθα. Η κυρά Ακαθή είχε μείνει χήρα. Ο άνδρας της ήταν ναυτικός κι ο γιος της φευγάτος από τα νιάτα του στην Αμερική. Έκανε εκεί οικογένεια κι είχε χρόνια να πατήσει ξανά το πόδι του στο νησί. Εκείνη δύσκολα τα ’βγαζε πέρα με μια σύνταξη μα όλοι είχαν να λένε για το χαμόγελό της και το «Δόξα τω Θεώ» στο στόμα της. Μαμή στα νιάτα της, γνώριζε όλο το νησί και παρέστεκε σ΄ όποιον είχε την ανάγκη της. Τώρα που είχε γεράσει, η έγνοια της για τους άλλους γέμιζε τη δική της μοναχική ζωή. Η μέρα της περνούσε με διαδρομές στις γειτονιές του νησιού και διακριτικές επισκέψεις μη λάχει και την χρειαστούν. Όλοι στο νησί την ήξεραν και την καλοδέχονταν.
Εξακολουθούσε να περνά απ’ το γραφείο τ’ απογεύματα μα δεν τόλμησα να πάω ξανά ξοπίσω της. Ένα απόγευμα, στο τέλος του μήνα, ξαφνιάστηκα όταν την είδα να περιμένει καθιστή στην απέναντι πεζούλα. Μόλις με είδε να βγαίνω, σηκώθηκε και χαμογελώντας μου με προσκάλεσε: «Έλα γιε μου. Πάμε τώρα να τους δεις κι από κοντά!».
Έχασα τα λόγια μου. Ο τρόπος της δεν μου άφηνε περιθώρια για δικαιολογίες. Ήθελε να μου προσφέρει στα φανερά πια τη χαρά εκείνης της διαδρομής και δεν της το αρνήθηκα. Την ακολούθησα μα τούτη τη φορά στο πλάι της.
Δεν φανταζόμουν τότε πως δέκα χρόνια μετά, θα εξακολουθούσα να κάνω αυτές τις διαδρομές στο νησί, με ή χωρίς την κυρά Ακαθή, κλείνοντας το μάτι στη ζωἠ σε κἀθε στἀση.
Πηγή:hartismag.gr/hartis-28/poiisi-kai-pezografia/akaohhhttps://www.hartismag.gr/hartis-28/poiisi-kai-
Υφαίνοντας ιστορίες
diastixo.gr
18.4.2021
diastixo.gr
18.4.2021
Το ξυλόχτενο χτυπά με δύναμη, ύστερα από κάθε σαϊτιά ανάμεσα στο υφάδι, αράδα αράδα. Βλέπει το υφαντό να γεννιέται σιγά σιγά. Το παρακολουθεί να μεγαλώνει ώρες, μέρες, βδομάδες, να το κανακεύει με τραγούδια σιγομουρμουρίζοντας, να το ξομπλιάζει με σχέδια και ιστορίες, μέχρι να τελειώσει το νήμα του στημονιού, να πλησιάσει τους μίτους και να τελειώσει κι αυτή την ιστορία μαζί με το υφαντό. Το ρυθμικό χτύπημα του πέταλου πάνω στα χτένια έφερε πάλι στον νου τη συμβουλή της γιαγιάς: «Ν’ ακούς το πέταλό σου! Κάθε υφαντό έχει και μια κρυμμένη ιστορία ανάμεσα στις κλωστές του!» Δίπλα στη γιαγιά Πανωραία, στον καθιστό αργαλειό από γερό ξύλο ευκάλυπτου, έμαθε τα καλοκαίρια στο Αιτωλικό τα μυστικά του αργαλειού. «Ο αργαλειός, μόνο αν τον εμπιστευτείς, σου λέει τα μυστικά του. Κοίτα προσεκτικά πώς δένει τις ιστορίες του με την κλωστή», έλεγε η γιαγιά κι έσκυβε το κεφάλι της στο μπροσάντι που τύλιγε το υφαντό.
Πάντα ζήλευε τη γιαγιά που μιλούσε με τον αργαλειό της, αυτή τη μυστική συμμαχία που είχαν οι δυο τους μέσα στα χρόνια. Μ’ αυτόν ανάθρεψε τρεις κόρες απ’ όταν έμεινε χήρα στον πόλεμο. Μ’ αυτόν έφτιαξε τρεις προίκες για κείνες, δουλεύοντας μερόνυχτα. Ξακουστή υφάντρα του χωριού, ύφαινε μάλλινα κιλίμια με νήματα βαμβακερά για στημόνια και μάλλινα για υφάδια κι έπαιρνε παραγγελίες απ’ όλα τα γύρω χωριά, τη Μακρυνεία, τα Καραγκούνικα, το Νιοχώρι, την Κατοχή. Αλλά και τα μεταξωτά και τα βαμβακερά της υφάσματα ήταν περιζήτητα. «Μ’ αυτά και τους αγγέλους θα ντύσω άμα θα πάω στον Παράδεισο», καυχιόταν.
Χειμώνα καλοκαίρι το σπίτι της στρωμένο με κιλίμια. Στην κουζίνα γεωμετρικά μοτίβα ανάμεσα σε επάλληλες σειρές από ρίγες και στο καθιστικό το μεγάλο κιλίμι με τον μαύρο κάμπο και τα κόκκινα «μπουκέ», όπως έλεγε τα λουλούδια που εναλλάσσονταν με τετράγωνα. Κάθε φορά που πήγαινε στο σπίτι στο χωριό, τα θαύμαζε και άφηνε το βλέμμα να σεργιανάει αργά ανάμεσά τους. Τη βοηθούσε να βάζει τα μασούρια στη σαΐτα και μαγευόταν με το ευθύβολο πέταγμά της ανάμεσα στις κλωστές. Πολλές φορές συζητούσαν με τη γιαγιά για το σχέδιο και τα χρώματα που θα έβαζε στο υφαντό, φτιάχνοντας μαζί μια ιστορία που θα αποτυπωνόταν στο ύφασμα. Άνοιγε τη μεσάντρα και τυφλωνόταν απ’ την ποικιλία των χρωμάτων του μαλλιού που στοιβάζονταν σε κούκλες. Τι να πρωτοδιαλέξει; Είχε τη βοήθεια της γιαγιάς στην επιλογή. Ώρες περνούσε δίπλα της με τα μάτια ορθάνοιχτα, ανυπομονώντας να δει το μαγικό αποτέλεσμα που διπλωνόταν σιγά σιγά στο αντί. Κι ας γκρίνιαζε συνέχεια η μάνα. Τι δουλειά είχε με τον αργαλειό! Να βγει, να παίξει με τ’ άλλα παιδιά! «Δεν είναι πράγματα αυτά! Τι θα λέει το χωριό;» έλεγε και ξανάλεγε. Μα ποιος την άκουγε! Η μάνα δεν πλησίαζε τον αργαλειό. Σαν να ’ταν μαλωμένοι. Λες και τον ζήλευε που κράταγε χρόνια ολόκληρα τη δική της μάνα μακριά της κι έπρεπε αυτή σαν πρωτοκόρη να ’χει την έγνοια του σπιτιού και των αδερφών της.
Θυμάται ακόμα εκείνο το ταγάρι με τις ασπρόμαυρες ρίγες, πρώτο υφαντό με τη βοήθεια της γιαγιάς, που το ’βρισκε πάντα κρεμασμένο δίπλα στο τζάκι για να βάζει τα περιοδικά και τα κόμικς που συνόδευαν τα χρόνια της εφηβείας. Και τις πολύχρωμες πατανίες που σκεπαζόταν τις κρύες νύχτες του χειμώνα, μην μπορώντας να ανασάνει από το βάρος τους. Κι ύστερα, την υφαντή «Καλημέρα» που στόλιζε καλλιγραφικά το φοιτητικό δωμάτιο κι εκείνο το μεταξωτό μαντίλι με τα μικρά περιστέρια που δώρισε στον πρώτο έρωτα. Αποκτήματα πολύτιμα, σαν σαϊτιές με σπάνιο υφάδι στα στημόνια της ζωής. Έπειτα, το αρχιτεκτονικό γραφείο, ο γάμος, το παιδί, η ρουτίνα, ξεθώριασαν τις ιστορίες των υφαντών χωρίς όμως να τις σβήσουν.
Είχε περάσει ένας χρόνος απ’ όταν η γιαγιά πήγε να ντύσει τους αγγέλους στον Παράδεισο. Ο αργαλειός είχε από καιρό σωπάσει μετά την αρρώστια της. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, η πρόταση της μάνας τάραξε τη σιωπή του αργαλειού: «Να τον δώσουμε τον αργαλειό! Τι τον θέλουμε; Τον χώρο μάς πιάνει». Θυμάται που κοίταξε το λειασμένο από τα χέρια της γιαγιάς ξύλο του πέταλου και πήρε την απόφαση δίχως δεύτερη σκέψη, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας: «Είμαστε με τα καλά μας; Εκεί δεν χωράτε εσείς καλά καλά!»
Ο αργαλειός την επομένη λύθηκε, αποχαιρέτησε τα στοιβαγμένα στον γίκο υφαντά, πολύτιμη κληρονομιά μιας ζωής υφασμένης μαζί τους, και ξεκίνησε μια νέα ζωή στο σαλόνι του σπιτιού στο Παγκράτι, μιας και δεν υπήρχαν άλλα διαθέσιμα δωμάτια για να τον φιλοξενήσουν. Μπορεί να μετακόμισε, μα τη μιλιά του δεν την έχασε. Άρχισε ξανά τις ιστορίες του δουλεύοντας ακούραστα με νέο κέφι, νέα σχέδια και χρώματα, σε χέρια που εμπιστευόταν γιατί τα γνώριζε απ’ όταν ήταν χεράκια.
Ένα ελαφρό άγγιγμα στον ώμο έγινε αφορμή να σταματήσει να υφαίνει.
«Καλώς τον! Θες να μου κάνεις παρέα;»
«Ναι, θέλω».
«Κάτσε, λοιπόν, δίπλα μου και κράτα τη σαΐτα. Θα μου τη δίνεις κάθε φορά που θα περνάω την κλωστή στο υφάδι. Κι έπειτα, θα τραβάμε το πέταλο μαζί να γίνει η ύφανση κρουστή».
«Πότε θα μπορώ κι εγώ να πατάω τις πατητήρες;»
«Πρέπει να μεγαλώσεις λίγο ακόμα, για να φτάνουν τα πόδια σου, και τότε θα μπορείς να κάθεσαι μόνος σου στον αργαλειό. Έλα τώρα, βάλε το χέρι σου πάνω στο πέταλο πλάι στο δικό μου».
«Ποια ιστορία θα μας πει σήμερα ο αργαλειός, μπαμπά;»
«Όποια θέλεις εσύ, γιε μου».
Πηγή:https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/16136-yfainontas
Ψαριανή φορεσιά
Συνομιλίες με τα πρόσωπα του 1821
2021
(Απόσπασμα)
Συνομιλίες με τα πρόσωπα του 1821
2021
(Απόσπασμα)
Ένα μήνα πριν τους το ξέκοψα: «Εγώ φέτος Κανάρης δεν ντύνομαι! Πάει και τελείωσε!». Στην αρχή με πήραν με το καλό: «Έλα βρε παιδί μου, τι σ΄ έπιασε, τελευταία χρονιά είναι! Πώς κάνεις έτσι; Λεβέντης μέχρι εκεί πάνω, θα δείχνει η φορεσιά πάνω σου θαύμα!». Αυτό βλέπετε ένοιαζε τη μάνα μου, να καμαρώνει σε γνωστούς και φίλους σαν γύφτικο σκεπάρνι που ο μοναχογιός της θα είναι το πρώτο μπόι στην παρέλαση. «Είναι τιμή και καμάρι σου βρε, να φοράς τη φορεσιά των προγόνων σου! Αυτοί αγωνίστηκαν για να ‘σαι εσύ ελεύθερος σήμερα!», ακολούθησε η προσπάθεια του πατέρα μου να μου τονώσει το εθνικό φρόνημα. Χμ! Ποιος το έχασε για να το βρω εγώ δηλαδή; Κι όταν είδαν κι απόειδαν πως δεν υποχωρούσα στις προτροπές και τις παρακλήσεις τους, άλλαξαν τροπάριο: «Δεν θα μας κάνεις εσύ ρεζίλι στο νησί! Πώς θα σταθούμε στην παρέλαση; Γιος δημοτικού συμβούλου να απέχει από την παρέλαση; Πού ακούστηκε; Εγώ θα στέκομαι στους επισήμους κι ο γιος μου θα κάθεται σπίτι αραχτός τη μέρα της εθνικής επετείου σαν να μην συμβαίνει τίποτα; Τι θα λέω στον κόσμο όταν θα με ρωτούν για την απουσία σου; Στους καθηγητές σου; Στον διευθυντή του σχολείου; Στον δήμαρχο; Στο δημοτικό συμβούλιο; Στον ιερέα; Ούτε να το συζητάς. Θα βάλεις την παραδοσιακή φορεσιά και θα παρελάσεις, όπως όλοι οι συμμαθητές σου. Δεν σηκώνω δεύτερη κουβέντα!». Αυτό ήταν το τελεσίγραφο του πατέρα μου, που η μόνη του έγνοια ήταν μήπως και χάσει ψήφους στις επόμενες εκλογές. Επιτέλους, δημοτικός σύμβουλος είναι! Δεν είναι δα και δήμαρχος! Κι απ’ την άλλη, για ποιους «όλους» μιλούσε; Είκοσι παιδιά είμαστε όλα κι όλα στο Λύκειο του νησιού και απ’ αυτά μόνο έξι στην Γ’ Λυκείου. Και δεν το ΄χαμε κιόλας όρεξη να παρελάσουμε.
Είχα και τη μάνα μου από την άλλη να μουρμουράει πάνω απ’ το κεφάλι μου, προσπαθώντας να μας τα συμβιβάσει, όσο πρόλαβε δηλαδή, πριν κλειδωθώ για τα καλά ως το βράδυ στο δωμάτιό μου: «Άκου βρε παιδί μου τον πατέρα σου, μην τον στενοχωρείς χρονιάρες μέρες! Ξέρεις πόσο τα μετράει αυτά. Όλο το νησί θα κατέβει στο λιμάνι για την παρέλαση. Μην τον εκθέτεις έτσι! Εξάλλου, τελευταία χρονιά είναι για σένα στο σχολείο. Δεν θα χρειαστεί να το ξανακάνεις». Δεν καταλάβαινε κι αυτή κι ο πατέρας πως αυτό ακριβώς ήταν το θέμα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, με έντυναν Ψαριανό αγωνιστή με βράκα, γιλέκο και κόκκινο φέσι σε όλες τις εθνικές επετείους. Εκείνοι καμάρωναν να με βλέπουν να παρελαύνω ή να λέω το ποίημα στο σχολείο ζωσμένος τις ψεύτικες πιστόλες, χωρίς ποτέ να με ρωτήσουν πώς ένιωθα μέσα σ’ αυτά τα παράξενα ρούχα, που τα φορoύσα τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί.
Είχα και τη μάνα μου από την άλλη να μουρμουράει πάνω απ’ το κεφάλι μου, προσπαθώντας να μας τα συμβιβάσει, όσο πρόλαβε δηλαδή, πριν κλειδωθώ για τα καλά ως το βράδυ στο δωμάτιό μου: «Άκου βρε παιδί μου τον πατέρα σου, μην τον στενοχωρείς χρονιάρες μέρες! Ξέρεις πόσο τα μετράει αυτά. Όλο το νησί θα κατέβει στο λιμάνι για την παρέλαση. Μην τον εκθέτεις έτσι! Εξάλλου, τελευταία χρονιά είναι για σένα στο σχολείο. Δεν θα χρειαστεί να το ξανακάνεις». Δεν καταλάβαινε κι αυτή κι ο πατέρας πως αυτό ακριβώς ήταν το θέμα. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, με έντυναν Ψαριανό αγωνιστή με βράκα, γιλέκο και κόκκινο φέσι σε όλες τις εθνικές επετείους. Εκείνοι καμάρωναν να με βλέπουν να παρελαύνω ή να λέω το ποίημα στο σχολείο ζωσμένος τις ψεύτικες πιστόλες, χωρίς ποτέ να με ρωτήσουν πώς ένιωθα μέσα σ’ αυτά τα παράξενα ρούχα, που τα φορoύσα τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί.
Πρόσωπα και προσωπεία
Culture Book
27.6.2021
Culture Book
27.6.2021
Στέκεται για ώρα αποσβολωμένη να κοιτάζει την ασπρόμαυρη φωτογραφία μπροστά της. Τοποθετημένη στον αριστερό τοίχο της αίθουσας λίγο πριν την έξοδο, ανάμεσα σε γυναικεία πορτρέτα και σκηνές δρόμου, παγιδεύει το βλέμμα της και την οδηγεί αστραπιαία πίσω στο χρόνο. Νιώθει να συμμετέχει σ' ένα παιχνίδι της μοίρας χωρίς καμιά προειδοποίηση. Η έκπληξη της σχεδόν την ακινητοποιεί. Τα βλέφαρά της μόνο ανοιγοκλείνουν με ταχύτητα, στην προσπάθειά της να δει καθαρότερα. Μήπως κάνει λάθος; Αισθάνεται την καρδιά της να αλλάζει ρυθμό. Η ταραχή δεν είναι καλός σύμβουλος, σκέφεται. Όσο όμως τα λεπτά περνούν, τόσο η απίθανη συγκυρία μετατρέπεται σε ένα απρόσμενο τετ α τετ με το παρελθόν.
Η πρώτη κίνηση που καταφέρνει διστακτικά να κάνει, είναι να πλησιάσει το κάδρο για να δει τις λεπτομέρειες, όσο πιο διακριτικά γίνεται, ώστε να μην τραβήξει την προσοχή των επισκεπτών που περιφέρονται γύρω της. Αυτό που βλέπει αρχίζει να διαψεύδει κάθε πιθανή της αμφιβολία. Ο σκούφος και η μακριά ζακέτα με τη φαρδιά πλέξη και τα μεγάλα κοκκάλινα κουμπιά που φορά η κοπέλα της φωτογραφίας, θα 'βαζε στοίχημα πως βρίσκονται ακόμα καλά φυλαγμένα με μπόλικη λεβάντα στο βάθος κάποιου συρταριού της ντουλάπας της. Στρέφοντας έπειτα τη ματιά της στα χέρια της εικονιζόμενης νεαρής γυναίκας, αναγνωρίζει και το βιβλίο που διαβάζει. Μπορεί να διακρίνει καθαρά το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο εξώφυλλο, δανεισμένο από πίνακα του Σαγκάλ, με το ζευγάρι που πετά αγκαλιά πάνω απ' την πόλη. «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» του Μίλαν Κούντερα, ακόμα βρίσκεται στο πρώτο ράφι της βιβλιοθήκη της. Θυμάται καλά πως είχε αγοράσει το βιβλίο μετά το τελευταίο μάθημα της χειμερινής εξεταστικής του τέταρτου έτους, μόλις είχε πρωτοκυκλοφορήσει σε ελληνική μετάφραση. Αγαπούσε τον Κούντερα και η περιέργειά της για το πρώτο ξεφύλλισμα του νέου του βιβλίου, την είχε οδηγήσει σ' ένα παγκάκι του εθνικού κήπου το μεσημέρι, αμέσως μετά την εξέταση στα Λατινικά.
Κοιτάζει γύρω της να δει αν κάποιος γελά με την αντίδρασή της σε μια πιθανόν καλοστημένη φάρσα. Όλοι όμως δείχνουν προσηλωμένοι στις φωτογραφίες της έκθεσης. Προσπαθεί να συνέλθει από την έκπληξη που της προκαλεί η συνάντηση με το νεανικό της είδωλο, είκοσι χρόνια πριν. Ξανακοιτά προσεκτικά τη φωτογραφία και παρατηρεί τώρα το ζευγάρι στο διπλανό από εκείνη παγκάκι. Ο νεαρός έχει το χέρι του περασμένο στην πλάτη μιας άλλης κοπέλας που κάθεται δίπλα του σκυφτή. Ωστόσο φαίνεται να έχει το πρόσωπο και την προσοχή του στραμμένα προς εκείνη που διαβάζει.
Αναρωτιέται τι να ήταν εκείνο που τράβηξε το ενδιαφέρον του φωτογράφου πάνω τους. Η συμμετρία του κάδρου ή μήπως η αδιόρατη επικοινωνία ανάμεσα στα δυο παγκάκια και τους σιωπηλούς επισκέπτες τους; Μια πιο εξεταστική ματιά τής δίνει την αναπάντεχη απάντηση. Ο νέος της φωτογραφίας με το ξεβαμμένο τζιν και το μακρύ μπουφάν, της φέρνει στο νου εκείνο το σκούρο βλέμμα που αντίκρισε, όταν σήκωσε τα μάτια της να τον κοιτάξει, ξαφνιασμένη από την ήρεμη φωνή που διέκοψε την ανάγνωσή της: «Ωραίο βιβλίο! Το διάβασα κι εγώ. Η Σαμπίνα είναι η αγαπημένη μου ηρωίδα». Δεν είχε καταλάβει τότε τον υπαινιγμό του είχε διαβάσει μόνο τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Η κουβέντα είχε συνεχιστεί στο δικό της παγκάκι. Η κοπέλα ωστόσο που βλέπει τώρα στη φωτογραφία, είναι σίγουρη πως δεν καθόταν εκείνη τη στιγμή δίπλα του. Της είχε αρέσει ο τρόπος που κινούσε τα χέρια του καθώς μιλούσε, ο ενθουσιασμός του για τη λογοτεχνία, το χαμόγελό του. Τον προσκάλεσε αυθόρμητα το βράδυ της ίδιας μέρας στο φοιτητικό πάρτυ που έκανε ένα συγκρότημα φίλων της σε ένα μπαράκι του κέντρου. Χόρευαν όλο το βράδυ αγκαλιά ακόμη κι όταν η μουσική σταμάτησε να παίζει. «Μαζί σου μπορώ να χορεύω και χωρίς μουσική», της είχε πει, χωρίς να τον νοιάζει που όλοι τους κοιτούσαν. Έδωσαν ραντεβού στο ίδιο παγκάκι, την άλλη μέρα, την ίδια ώρα. Δεν αντάλλαξαν τηλέφωνα. «Ας εμπιστευτούμε την τύχη, όπως έκαναν ο Τόμας και η Τερέζα», της είχε πει χαμογελώντας, κι εκείνη είχε συμφωνήσει. Δεν είχε παρά να ακολουθήσει το παράδειγμα των πρωταγωνιστών του Κούντερα, που έγιναν αφορμή για τη γνωριμία τους.
Τον περίμενε ως αργά το μεσημέρι στο σημείο συνάντησης, συντροφιά με το βιβλίο. Η σκηνή του χορού του Τόμας και της Τερέζας που διάβαζε για να περάσει η ώρα, της είχε φέρει στο νου το δικό τους χορό το προηγούμενο βράδυ. Τελικά εκείνος δεν φάνηκε. Θυμάται πως ξαναπήγε και την επόμενη μέρα στο ίδιο σημείο, την ίδια ώρα, με την ελπίδα τον συναντήσει. Κοιτούσε γύρω της μήπως τον δει να την αναζητά με τη δικαιολογία στο στόμα για την απουσία του στο ραντεβού. Ήταν έτοιμη να ακούσει οτιδήποτε θα της έλεγε και να το δεχτεί. Αρκεί να τον έβλεπε ξανά. Να τον γνώριζε καλύτερα. Μια αδιόρατη ζήλια είχε αρχίσει να την καταλαμβάνει. Της φαινόταν παράλογο, αφού δεν της είχε υποσχεθεί τίποτα, μα δεν μπορούσε να το αποφύγει. Κάπως έτσι θα αντιδρούσε και η Τερέζα, έλεγε μέσα της, παρόλο που δεν είχε καμιά σχέση με την ανασφαλή, υπερευαίσθητη ηρωίδα του βιβλίου που κρατούσε στα χέρια της. Το μόνο τους ίσωςκοινό, η ζήλια. Εκείνος όμως, πόση σχέση είχε με τον Τόμας και τους πειρασμούς του; Μήπως η ανυπόταχτη ελευθερία της Σαμπίνας ήταν εκείνο που την έκανε αγαπημένη του ηρωίδα; Για μέρες θυμάται πως ήταν αναστατωμένη. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε. Ένιωθε πως είχε αρχίσει να μπερδεύει την πραγματικότητα με τη λογοτεχνία, τα πρόσωπα με τα προσωπεία.
Η φωτογραφία που έχει τώρα μπροστά της έρχεται από το παρελθόν για να της δώσει απαντήσεις που δεν είχε πάρει τότε ή για να της δημιουργήσει νέες απορίες; Ποια ήταν η κοπέλα δίπλα του; Γιατί δεν την είχε δει όταν εκείνος της πρωτομίλησε; Η αποφασιστική στιγμή για τον φωτογράφο φαίνεται να ήταν λίγο πριν τη γνωριμία τους. Την είχε άραγε προβλέψει ή απλά κατέγραψε τον πρόλογο μιας ιστορίας χωρίς τη συγκατάθεση των πρωταγωνιστών της;
Δεν χρειάζεται πια τις απαντήσεις. Εξάλλου, το τέλος του βιβλίου είχε δικαιώσει την ηρωίδα της. Ο Τόμας είχε επιστρέψει στην Τερέζα κι αυτό της αρκούσε. Από τον δικό της Τόμας, είχε κρατήσει γλυκά στη μνήμη της μόνο την ελαφράδα του χορού του. Το είναι του δεν το έμαθε ποτέ. Στη σκέψη αυτή, ένα χαμόγελο στέκεται για λίγο στα χείλη της. Ήρεμη πια, συνειδητοποιεί πως η αιτία αυτής της παράδοξης συνάντησης με το παρελθόν είναι η ίδια η αγάπη της για τη φωτογραφία, που έχει τη δύναμη να σταματά τον χρόνο και να τον διαστέλλει ταυτόχρονα στο μέλλον. Και η απόδειξη βρισκόταν τώρα μπροστά της, σ' εκείνη τη φωτογραφία.
Κοιτώντας ξανά και ξανά το εξώφυλλο του βιβλίου, φέρνει στη μνήμη της την πρώτη της μηχανή. Συνεπαρμένη από την ηρωίδα του, την Τερέζα, που φωτογράφιζε τις ιστορικές στιγμές που ζούσε τότε η Πράγα, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει απ' το προσωπικό της παρελθόν, είχε αγοράσει τη δική της μηχανή και είχε αρχίσει κι εκείνη να τριγυρνά στους δρόμους της Αθήνας, αναζητώντας μέσα από το παρόν της πόλης, και το δικό της παρόν. Από τότε, η μηχανή της τη συνόδευε παντού, βοηθώντας την να συλλέγει τόπους, πρόσωπα, στιγμές, μνήμες. Φαίνεται πως τελικά η Τερέζα είχε μπει ασυναίσθητα στη ζωή της και την είχε οδηγήσει πιο κοντά στον εαυτό της.
Γυρίζει και αναζητά με το βλέμμα της τον φωτογράφο στην αίθουσα. Παρακολουθεί χρόνια τη δουλειά του και ήρθε με ενθουσιασμό για την αναδρομική του έκθεση. Θέλει να τον συγχαρεί. Αποφασίζει όμως να μην τον ρωτήσει τίποτε. Όσα ήθελε να μάθει, της τα έχει πει με τη φωτογραφία του, λίγο πριν.
Πηγή:https://www.culturebook.gr/grafeio-pezografias/epta-syn-ena-dihghmata/7-1-2021-culture-book-june.html
Μιλώντας με τα δέντρα
Περί ου
2.10.2021
Περί ου
2.10.2021
Όσο θυμάται τον εαυτό της η Ρηνιώ, κάθε φορά που έπρεπε να πάρει μια απόφαση, συμβουλευόταν τα δέντρα. Της άρεσε ν’ ακούει προσεχτικά όσα της έλεγε το θρόισμά τους. Έφευγε απ’ το χωριό, στα ριζά του Κίσσαβου, και ξανοιγόταν στο δάσος που ανηφόριζε το βουνό. Ένιωθε τα δέντρα να την ακολουθούν στο διάβα της, καθώς βιαζόταν να φτάσει εκεί που βρίσκονταν τα μεγάλα έλατα. Σαν τους σοφούς γέροντες ήταν πάντα έτοιμα να της δώσουν τη συμβουλή τους. Τα έβρισκε ακόμα και με κλειστά μάτια, ακολουθώντας τη μυρωδιά τους. Αγκάλιαζε τους προστατευτικούς κορμούς των αιωνόβιων φίλων της, ακουμπούσε τη ράχη της πάνω τους και σιγά σιγά λυγίζοντας τα πόδια, καθόταν στη ρίζα τους για να γίνει κι αυτή ένα με το χώμα που εκείνοι φρουρούσαν. Τότε μόνο ξαπόσταινε το κορμί και η ψυχή της κι η ανάσα της αποκτούσε ξανά το ρυθμό της. Ύστερα, σήκωνε τα μάτια και κοιτούσε ψηλά τις κορφές τους χωρίς να την τρομάζει το ύψος τους. Έβλεπε το θεόρατο γαλάζιο κύμα του ουρανού να τις σκεπάζει και φανταζόταν πως ταξιδεύει πάνω του σε μέρη μακρινά. Ήρεμη πια, άφηνε την ψυχή της να μιλήσει. Τα δέντρα χαμήλωναν τη φυλλωσιά τους για να την ακούσουν κι εκείνη αφουγκραζόταν το μυστικό τους θρόισμα που έφτανε ψίθυρος μελωδικός στ’ αυτιά της και καθάριζε τη σκέψη της.
Τα δέντρα ήταν πάντα πιστοί της σύντροφοι. Αυτά την παρηγορούσαν όταν τη μάλωνε ο πατέρας της για τις σκανταλιές, σ’ εκείνα κατέφευγε όταν κουραζόταν απ’ το διάβασμα, κάτω απ’ την πυκνή τους σκιά, είχε δώσει το πρώτο της φιλί κι είχε κλάψει το τέλος του εφηβικού της έρωτα. Σ΄ εκείνα είχε ανακοινώσει τον πρώτο της διορισμό σαν δασκάλα, στο μονοθέσιο σχολείο ενός μικρού χωριού στις πλαγιές του Χελμού, με τρεις μόνο μαθητές.
Δυο χρόνια υπηρέτησε εκεί κι αυτό που είχε φυλάξει βαθιά στη μνήμη της ήταν εκείνο το ξέφωτο. Το είχε ανακαλύψει σε μια από τις βόλτες της στο δάσος έξω απ’ το χωριό. Η πρωινή δροσιά της άνοιξης την έβρισκε εκεί συνήθως τις Κυριακές, ν΄ αγναντεύει τα γύρω βουνά, χαϊδεύοντας με το βλέμμα της τις κορφές τους που κολυμπούσαν μες στα σύννεφα. Τον χειμώνα συναντούσε εκεί τις πρώτες νιφάδες που πέφταν αργά από ψηλά, περιμένοντας να σκεπάσει τις πατημασιές της το αφράτο χιόνι. Ένιωθε τότε την ευτυχία ν’ απλώνεται γύρω της και να παίρνει τη μορφή των χιονοσκέπαστων ελάτων. Στο ίδιο ξέφωτο πήγαινε και με τους μαθητές της εκδρομή. Ξάπλωναν μαζί στο χορτάρι και κοιτάζοντας για ώρα το γαλάζιο του ουρανού, εκείνοι τη ρωτούσαν να τους πει για τη θάλασσα, που την άκουγαν στο μάθημα μα δεν την είχαν δει ποτέ τους, όπως δεν την είχε δει ούτε κι εκείνη όταν ήταν παιδί.
Δούλεψε σε πολλά σχολεία από τότε, στην αρχή σε ολιγοθέσια κι έπειτα σε πολυθέσια μα η απορία των πρώτων της μαθητών δεν έφυγε ποτέ απ’ το μυαλό της. Η ιδέα να διδάξει σ΄ ένα σχολείο που οι μαθητές δεν θα ΄χαν δει ποτέ τους πυκνό δάσος, ούτε χιονισμένες κορφές, έγινε μετά από καιρό απόφαση. Κι ας μπορούσε τότε να διοριστεί κοντά στο σπίτι της.
Πέντε χρόνια μετά, δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα που να το μετάνιωσε. Σ΄ αυτό την βοήθησαν οι τέσσερις μαθητές της, όλα αδέρφια πολύτεκνης οικογένειας που αρνιόταν να εγκαταλείψει το νησί, όπως έκαναν οι περισσότεροι συντοπίτες τους. Το ακριτικό νησί των Δωδεκανήσων με τους εξήντα μόνιμους κατοίκους και το μικρό δημοτικό σχολείο στην άκρη του λιμανιού, είχε γίνει πια η νέα της οικογένεια.
Οι μαθητές της την είχαν μάθει ν’ ακούει προσεκτικά τον μυστικό παφλασμό των κυμάτων, το τραγούδι των γλάρων στον αφρό των καϊκιών, το σφύριγμα του ανέμου ανάμεσα στους βράχους. Της είχαν δείξει να ρίχνει παραγάδι και να καυχιέται για την ψαριά της, να βουτά άφοβα στα βαθιά νερά και να περιμένει υπομονετικά τον ήλιο να βυθιστεί στον γαλάζιο ορίζοντα. Κι εκείνη σε αντάλλαγμα, όταν τη ρωτούσαν γεμάτοι περιέργεια, τους μιλούσε για τόπους άγνωστους σ’ αυτούς, για τα βαθυπράσινα δάση και τη μυρωδιά του έλατου και της μαύρης πεύκης, για τη γεύση του χιονιού και τον ανέμελο χορό των νιφάδων πριν γίνουν ένα με το αφράτο στρώμα που σκεπάζει τη γη, για τα ίχνη των ελαφιών στο απάτητο χιόνι, για το κελάρυσμα των πηγών και τις κορφές των μεγάλων δέντρων που παίζουν κρυφτό με τον ήλιο. Κι εκείνοι την άκουγαν εκστατικά και γέμιζαν τα μάτια τους με το πράσινο του δάσους που αγαπούσε.
Σήμερα 7 Μαρτίου, στον εορτασμό της επετείου της ενσωμάτωσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, την είδα στην παρέλαση. Την σημαία κρατούσε ο Λευτέρης, μαθητής της έκτης Δημοτικού και ο μοναδικός πλέον μαθητής της στο σχολείο. Τ’ αδέρφια του έφυγαν ένα ένα σε συγγενείς στην Ικαρία για να συνεχίσουν εκεί το Γυμνάσιο. Κάθε φορά που αποφοιτούσε ένας μαθητής της, η Ρηνιώ μου ΄λεγε πόσο χαιρόταν μα και πόσο λυπόταν για το νησί που γερνούσε χωρίς παιδιά. Κοίταζα τον Λευτέρη να παρελαύνει περήφανος με παραδοσιακή φορεσιά κι εκείνη να τον καμαρώνει μπροστά στο ηρώο που βρισκόταν δίπλα στο σχολείο. Λίγο πριν την επέτειο, μου ‘χε εμπιστευτεί τους φόβους της για την αναστολή λειτουργίας του δημοτικού. Ίσως να ήταν η τελευταία φορά που θα συμμετείχε στις εορταστικές εκδηλώσεις. Πονούσε το νησί που ερήμωνε, γιατί τα παιδιά που έχανε ήταν πια και δικά της παιδιά.
Μετά το τέλος της παρέλασης, τα βήματά της την οδήγησαν ασυναίσθητα στην αυλή του σχολείου. Κάθισε αμίλητη στο παγκάκι κάτω απ’ τη σκιά μου, αναζητώντας όπως πάντα το καθησυχαστικό θρόισμά μου. Η άλλοτε φλύαρη φυλλωσιά μου τώρα σώπαινε.
Postit
Booksitting
26.12.2021
O θόρυβος από την ηλεκτρική σκούπα της κυρα- Μαρίκας που μόλις έπιανε δουλειά, την έκανε να σηκώσει τα μάτια της από την οθόνη του υπολογιστή και να κοιτάξει γύρω της. Διαπίστωσε πως πάλι είχε μείνει τελευταία στον όροφό της κι ας είχε νυχτώσει για τα καλά. Η αναφορά ωστόσο έπρεπε το πρωί να παραδοθεί στον οικονομικό διευθυντή της εταιρείας. Δεν είχε περιθώριο άλλης καθυστέρησης. Κάθε μέρα ένιωθε τον χρόνο στη δουλειά να τρέχει κι εκείνη να λαχανιάζει ξοπίσω του στην προσπάθειά της ν΄ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας της θέσης. Είχε χαρεί με την προαγωγή της, γιατί ήξερε πως την άξιζε. Έβλεπε όμως πως κάθε μέρα η δουλειά έκλεβε ώρες απ΄ τη ζωή της απαιτώντας αχόρταγα όλο και περισσότερες.
Η ματιά της έπεσε στο πορτοκαλί postit που ήταν κολλημένο στο πλαίσιο της οθόνης του υπολογιστή: «Mην ξεχάσω να πάρω τηλέφωνο τη μαμά!». Κι όμως το ΄χε πάλι ξεχάσει! Η μέρα της άρχιζε και τελείωνε με λίστες από υποχρεώσεις που συνεχώς αυξάνονταν, ψώνια, λογαριασμούς, κοινωνικά. Kάθε πρωί έγραφε σε μικρά και μεγάλα postit χρωματίζοντας τη μνήμη της: «Μην ξεχάσω το ραντεβού στον οδοντίατρο, μην ξεχάσω να πληρώσω το ρεύμα, μην ξεχάσω να αγοράσω δώρο του Θωμά, μην ξεχάσω…», η λίστα μακριά και τα postit καθημερινά διαγκωνίζονταν για μια κενή θέση στο λευκό της γραφείο. Ανάλογα με τη σημασία της υποχρέωσης διάλεγε μέγεθος και χρώμα. Κίτρινο για τις πληρωμές, γαλάζιο για τα ψώνια, ροζ για τα ραντεβού, πορτοκαλί για τα προσωπικά. Άφηνε το πράσινο για όσα την ευχαριστούσαν να κάνει. Είχε καιρό ωστόσο να το χρησιμοποιήσει.
Το βλέμμα της πριν επιστρέψει ξανά στην οθόνη έκανε μια στάση πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Ο αντικατοπτρισμός απ΄ τ΄ αναμμένα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου της εταιρείας, της θύμισαν πως δεν είχε προλάβει ακόμη να στολίσει το σπίτι της. Ἀλλες χρονιές, παραμονές Χριστουγέννων, τα κεράσματα και η ανταλλαγή δώρων και ευχών μεταξύ των συναδέλφων έκαναν την ατμόσφαιρα γιορτινή στη δουλειά. Όλα αυτά όμως πριν την πανδημία. Σε λίγες μέρες, σκέφτηκε, το 2021 θα έφευγε με κρυμμένα διστακτικά χαμόγελα πίσω απ΄ τις μάσκες.
Πληκτρολόγησε την τελευταία αράδα της αναφοράς. Έριξε μια τελευταία ματιά στις πολύχρωμες υπενθυμίσεις της, διάλεξε αποφασιστικά ένα μεγάλο πράσινο postit, και έγραψε με κεφαλαία: «ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!»
Πηγή:https://booksitting.wordpress.com/2021/12/26/%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%8D%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%85-postit/
Η ματιά της έπεσε στο πορτοκαλί postit που ήταν κολλημένο στο πλαίσιο της οθόνης του υπολογιστή: «Mην ξεχάσω να πάρω τηλέφωνο τη μαμά!». Κι όμως το ΄χε πάλι ξεχάσει! Η μέρα της άρχιζε και τελείωνε με λίστες από υποχρεώσεις που συνεχώς αυξάνονταν, ψώνια, λογαριασμούς, κοινωνικά. Kάθε πρωί έγραφε σε μικρά και μεγάλα postit χρωματίζοντας τη μνήμη της: «Μην ξεχάσω το ραντεβού στον οδοντίατρο, μην ξεχάσω να πληρώσω το ρεύμα, μην ξεχάσω να αγοράσω δώρο του Θωμά, μην ξεχάσω…», η λίστα μακριά και τα postit καθημερινά διαγκωνίζονταν για μια κενή θέση στο λευκό της γραφείο. Ανάλογα με τη σημασία της υποχρέωσης διάλεγε μέγεθος και χρώμα. Κίτρινο για τις πληρωμές, γαλάζιο για τα ψώνια, ροζ για τα ραντεβού, πορτοκαλί για τα προσωπικά. Άφηνε το πράσινο για όσα την ευχαριστούσαν να κάνει. Είχε καιρό ωστόσο να το χρησιμοποιήσει.
Το βλέμμα της πριν επιστρέψει ξανά στην οθόνη έκανε μια στάση πάνω στο τζάμι του παραθύρου. Ο αντικατοπτρισμός απ΄ τ΄ αναμμένα λαμπάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου της εταιρείας, της θύμισαν πως δεν είχε προλάβει ακόμη να στολίσει το σπίτι της. Ἀλλες χρονιές, παραμονές Χριστουγέννων, τα κεράσματα και η ανταλλαγή δώρων και ευχών μεταξύ των συναδέλφων έκαναν την ατμόσφαιρα γιορτινή στη δουλειά. Όλα αυτά όμως πριν την πανδημία. Σε λίγες μέρες, σκέφτηκε, το 2021 θα έφευγε με κρυμμένα διστακτικά χαμόγελα πίσω απ΄ τις μάσκες.
Πληκτρολόγησε την τελευταία αράδα της αναφοράς. Έριξε μια τελευταία ματιά στις πολύχρωμες υπενθυμίσεις της, διάλεξε αποφασιστικά ένα μεγάλο πράσινο postit, και έγραψε με κεφαλαία: «ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΩ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!»
Πηγή:https://booksitting.wordpress.com/2021/12/26/%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%8D%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%85-postit/
Παραμυθία
Μικρές ιστορίες Ετεροτοπίας
Ανοικτή βιβλιοθήκη
e-book
Μικρές ιστορίες Ετεροτοπίας
Ανοικτή βιβλιοθήκη
e-book
-Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, λέγε λοιπόν! Πώς σου φαίνομαι τώρα;
-Για να πω την αλήθεια, προτιμώ την Μητριά που ήσουν από την Χιονάτη που κατάντησες!
Πηγή:https://www.openbook.gr/mikres-istories-eterotopias/
-Για να πω την αλήθεια, προτιμώ την Μητριά που ήσουν από την Χιονάτη που κατάντησες!
Πηγή:https://www.openbook.gr/mikres-istories-eterotopias/
Εύθραυστη γνωριμία
Περί ου
29.1.2022
Περί ου
29.1.2022
Την είδε από μακριά να κάθεται στο παγκάκι και προχώρησε προς το μέρος της παραξενεμένος. Το μικρό πάρκο στην άκρη της πόλης ήταν το τελευταίο του καταφύγιο. Δυο μέρες είχαν περάσει απ’ όταν τον έδιωξαν απ΄ την εγκαταλειμμένη εμπορική στοά στο κέντρο, απομεινάρι της παλιάς αίγλης της επαρχιακής πόλης. «Ανακαίνιση διατηρητέου μνημείου», είπαν. Το απογευματινό φως σιγόσβηνε κι εκείνος ακόμα έψαχνε μέρος για να βγάλει τη νύχτα, κουβαλώντας τα λιγοστά του υπάρχοντα σ΄ ένα σακίδιο πλάτης.
Το χειμωνιάτικο κρύο είχε αρχίσει να γίνεται τσουχτερό, εκείνη όμως ήταν ντυμένη ελαφρά σαν να μην την πείραζε. Φορούσε ένα κόκκινο καρό φόρεμα με λευκή δαντέλα στον ποδόγυρο και τα μανίκια, και ασορτί μπερέ. Του έκανε εντύπωση που ήταν μόνη. Αποφάσισε να καθίσει δίπλα της. Τα φώτα του πάρκου άναψαν αποκαλύπτοντάς τo αψεγάδιαστο προφίλ της. Οι καστανές μπούκλες των μαλλιών της ακουμπούσαν απαλά τους ώμους της. Καθόταν ήρεμα με τα χέρια στο πλάι σαν κάποιον να περίμενε. Παρατήρησε μάλιστα πως στο ένα της χέρι κρατούσε ένα μικρό πλεκτό τσαντάκι. Ήταν τόσο χαριτωμένη και εύθραυστη που δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της.
Την πλησίασε λίγο ακόμη κι άρχισε αυθόρμητα να της μιλά, αργά και χαμηλόφωνα στην αρχή, σαν να ντρεπόταν. Της είπε πρώτα γι΄ αυτά που τον καίγαν, τις δύσκολες μέρες, τις αναποδιές στη δουλειά, το κλείσιμο του μαγαζιού, τα χρέη, τον δρόμο και τον ουρανό που δυο χρόνια τώρα ήταν η νέα του στέγη. Επιτέλους είχε βρει κάποιον να τον ακούσει. Αναζητώντας νέο λημέρι, τριγυρνούσε αυτές τις μέρες από γειτονιά σε γειτονιά χωρίς να ΄χει αλλάξει κουβέντα με άνθρωπο. Όσους πλησίαζε τον προσπερνούσαν σαν να ήταν αόρατος. Σκυφτοί κι αμίλητοι, καλοκουρδισμένοι, περπατούσαν δίπλα του με βήμα γρήγορο και σταθερό, σαν να ακολουθούσαν μια χαραγμένη πορεία πάνω στα πεζοδρόμια και τους δρόμους.
Η φωνή του βρήκε σιγά σιγά τη δύναμή της και τα λόγια δεν άργησαν να ξεχυθούν χείμαρρος απ΄ την ψυχή του, που την ένιωθε ξανά ελαφριά. Της είπε για το σπίτι του στο χωριό με την ψηλή σκάλα και τη θέα στη λίμνη, για τον θεόρατο πλάτανο στην πλατεία και το καφενεδάκι του μπάρμπα Θόδωρου που τον κερνούσε βύσσινο γλυκό τα καλοκαίρια σαν ήταν παιδί, για τ’ ασημένιο χρώμα του κάμπου με τους ελαιώνες το φθινόπωρο και το σκούρο πράσινο του βουνού μετά τη βροχή. Εικόνες σκόρπιες που κουβαλούσε μες στο μυαλό του, συντροφιά και παρηγοριά του, έμπαιναν πάλι σε σειρά κι έδιναν στη ζωή του, έστω για λίγο, το χαμένο της νόημα.
Κι όταν ο χείμαρρος μέρεψε κι έγινε ρυάκι που αργοκυλά, θέλησε να την πάρει αγκαλιά, να μοιραστεί μαζί της τη χαρά του. Τύλιξε τότε το χέρι του στους ώμους της κι έγειρε μπροστά στο πρόσωπό της για να της ψιθυρίσει «Σ΄ ευχαριστώ», όταν με έκπληξη πρόσεξε πως το δεξί της πορσελάνινο μάγουλο ήταν ραγισμένο κι έλειπε το ένα της μάτι.
Πηγή:http://www.periou.gr/%ce%b2%ce%ac%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%8d%cf%81%ce%bc%ce%bf%cf%85-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%ce%b4%ce%b9%ce%ae%ce%b3%ce%b7%ce%bc%ce%b1-2/
Το χειμωνιάτικο κρύο είχε αρχίσει να γίνεται τσουχτερό, εκείνη όμως ήταν ντυμένη ελαφρά σαν να μην την πείραζε. Φορούσε ένα κόκκινο καρό φόρεμα με λευκή δαντέλα στον ποδόγυρο και τα μανίκια, και ασορτί μπερέ. Του έκανε εντύπωση που ήταν μόνη. Αποφάσισε να καθίσει δίπλα της. Τα φώτα του πάρκου άναψαν αποκαλύπτοντάς τo αψεγάδιαστο προφίλ της. Οι καστανές μπούκλες των μαλλιών της ακουμπούσαν απαλά τους ώμους της. Καθόταν ήρεμα με τα χέρια στο πλάι σαν κάποιον να περίμενε. Παρατήρησε μάλιστα πως στο ένα της χέρι κρατούσε ένα μικρό πλεκτό τσαντάκι. Ήταν τόσο χαριτωμένη και εύθραυστη που δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της.
Την πλησίασε λίγο ακόμη κι άρχισε αυθόρμητα να της μιλά, αργά και χαμηλόφωνα στην αρχή, σαν να ντρεπόταν. Της είπε πρώτα γι΄ αυτά που τον καίγαν, τις δύσκολες μέρες, τις αναποδιές στη δουλειά, το κλείσιμο του μαγαζιού, τα χρέη, τον δρόμο και τον ουρανό που δυο χρόνια τώρα ήταν η νέα του στέγη. Επιτέλους είχε βρει κάποιον να τον ακούσει. Αναζητώντας νέο λημέρι, τριγυρνούσε αυτές τις μέρες από γειτονιά σε γειτονιά χωρίς να ΄χει αλλάξει κουβέντα με άνθρωπο. Όσους πλησίαζε τον προσπερνούσαν σαν να ήταν αόρατος. Σκυφτοί κι αμίλητοι, καλοκουρδισμένοι, περπατούσαν δίπλα του με βήμα γρήγορο και σταθερό, σαν να ακολουθούσαν μια χαραγμένη πορεία πάνω στα πεζοδρόμια και τους δρόμους.
Η φωνή του βρήκε σιγά σιγά τη δύναμή της και τα λόγια δεν άργησαν να ξεχυθούν χείμαρρος απ΄ την ψυχή του, που την ένιωθε ξανά ελαφριά. Της είπε για το σπίτι του στο χωριό με την ψηλή σκάλα και τη θέα στη λίμνη, για τον θεόρατο πλάτανο στην πλατεία και το καφενεδάκι του μπάρμπα Θόδωρου που τον κερνούσε βύσσινο γλυκό τα καλοκαίρια σαν ήταν παιδί, για τ’ ασημένιο χρώμα του κάμπου με τους ελαιώνες το φθινόπωρο και το σκούρο πράσινο του βουνού μετά τη βροχή. Εικόνες σκόρπιες που κουβαλούσε μες στο μυαλό του, συντροφιά και παρηγοριά του, έμπαιναν πάλι σε σειρά κι έδιναν στη ζωή του, έστω για λίγο, το χαμένο της νόημα.
Κι όταν ο χείμαρρος μέρεψε κι έγινε ρυάκι που αργοκυλά, θέλησε να την πάρει αγκαλιά, να μοιραστεί μαζί της τη χαρά του. Τύλιξε τότε το χέρι του στους ώμους της κι έγειρε μπροστά στο πρόσωπό της για να της ψιθυρίσει «Σ΄ ευχαριστώ», όταν με έκπληξη πρόσεξε πως το δεξί της πορσελάνινο μάγουλο ήταν ραγισμένο κι έλειπε το ένα της μάτι.
Πηγή:http://www.periou.gr/%ce%b2%ce%ac%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%8d%cf%81%ce%bc%ce%bf%cf%85-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%ce%b4%ce%b9%ce%ae%ce%b3%ce%b7%ce%bc%ce%b1-2/
Συντροφιά με μονομάχο
Literature.gr
16.2.2022
Literature.gr
16.2.2022
Ξαφνιάστηκα σου λέω. Κοιτούσα για ώρα με τα μάτια ορθάνοιχτα. Παραδομένος στην κούραση του τέλους μιας δύσκολης μέρας, ξαπλωμένος σχεδόν, στη θέση δίπλα στην πόρτα του μετρό και με το κεφάλι ακουμπισμένο κάτω ακριβώς από τον χάρτη της διαδρομής, ο άνδρας ατένιζε με βλέμμα άδειο πίσω από τα μυωπικά του γυαλιά, το κενό. Το γκρι σακάκι, η γραβάτα μέσα από το πουλόβερ και το μαύρο σακίδιο πλάι του, μαρτυρούσαν την επιστροφή του από δουλειά σε κάποιο γραφείο. Εκείνο όμως που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους κοινούς επιβάτες του μετρό, ήταν ο συνοδός του, ένα πορτοκαλί χρυσόψαρο, κλεισμένο σε μια σακούλα με νερό, την οποία κρατούσε ο ίδιος με προσοχή στο αριστερό του χέρι.
Χρυσόψαρο στο μετρό! Ο πιο ασυνήθιστος επιβάτης που είχα δει ποτέ μου και μάλιστα με διπλή ουρά, ανυποψίαστος μέσα στο υγρό του περιβάλλον, περίμενε στωικά την αποβίβασή του, σε αντίθεση με τον ταλαιπωρημένο κάτοχό του που φαινόταν εντελώς έξω απ΄ τα νερά του! Το σύντομο ταξίδι του μικρού κολυμβητή, εγκλωβισμένου στον υδάτινο κόσμο της διάφανης σακούλας, με συγκίνησε. Σίγουρα θα ήταν η πρώτη του φορά σε μετρό. Φαντάσου εμπειρία!
Η ιδέα πως ίσως επρόκειτο για ένα χρήσιμο δώρο, με καθησύχασε για λίγο. Οι απορίες μου ωστόσο άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη. Ποιος άραγε του τον είχε χαρίσει; Υπήρχε κατάλληλο ενυδρείο γι΄ αυτόν; Τροφή και σωστή θερμοκρασία; Καθαριότητα; Τα χρυσόψαρα θέλουν προσοχή και φροντίδα. Αν ήμουν συνεπιβάτης τους, σίγουρα θα ‘πιανα κουβέντα στον κάτοχό του και με την ευκαιρία, θα του ΄δινα και μερικές συμβουλές. Δυστυχώς όμως δεν ήμουν!
Ρίχνοντας ωστόσο μια πιο προσεχτική ματιά, διαπίστωσα πως ο μέχρι τότε άγνωστος επιβάτης είχε τελικά όνομα: «Ιγκόρ». Σκέφτηκα πως θα μπορούσα τουλάχιστον να του φωνάξω: «Ιγκόρ, είναι προτιμότερη μια μεγάλη γυάλα!». Ποιος να με ακούσει όμως από την τυπωμένη σελίδα; Ίσως το όνομα του κατόχου του χρυσόψαρου στη λεζάντα της φωτογραφίας, να ήταν ένας τρόπος για να εγγυηθεί ο ίδιος ο φωτογράφος γι΄ αυτόν. Όπως και να ΄ταν, το απαθανατισμένο απ΄το φακό του στιγμιότυπο με άφησε με την απορία.
Έκλεισα το βιβλίο που είχα δανειστεί από τη φωτογραφική λέσχη του Δήμου και με μια αδικαιολόγητη ανησυχία έτρεξα να δω πώς είσαι, γέρο μου. Είναι ώρα και για τις νιφάδες σου. Σε διάφανη σακούλα σ’ είχε φέρει κι εσένα η Λένα, πριν τέσσερα χρόνια, δώρο στα γενέθλιά μου. Θυμάμαι το θλιμμένο της χαμόγελο κι ένα ελαφρύ σπάσιμο στη φωνή της, όταν σε παρουσίασε βάζοντάς σε στο ενυδρείο: «Από δω ο Πετρής, νεαρός και γενναίος ψάρι-μονομάχος! Ξέρει και ζει μόνος».
Δυο μήνες πριν τη χάσω.
Πηγή:https://www.literature.gr/diigima-syntrofia-me-monomacho-tis-vanias-syrmoy/
Χρυσόψαρο στο μετρό! Ο πιο ασυνήθιστος επιβάτης που είχα δει ποτέ μου και μάλιστα με διπλή ουρά, ανυποψίαστος μέσα στο υγρό του περιβάλλον, περίμενε στωικά την αποβίβασή του, σε αντίθεση με τον ταλαιπωρημένο κάτοχό του που φαινόταν εντελώς έξω απ΄ τα νερά του! Το σύντομο ταξίδι του μικρού κολυμβητή, εγκλωβισμένου στον υδάτινο κόσμο της διάφανης σακούλας, με συγκίνησε. Σίγουρα θα ήταν η πρώτη του φορά σε μετρό. Φαντάσου εμπειρία!
Η ιδέα πως ίσως επρόκειτο για ένα χρήσιμο δώρο, με καθησύχασε για λίγο. Οι απορίες μου ωστόσο άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη. Ποιος άραγε του τον είχε χαρίσει; Υπήρχε κατάλληλο ενυδρείο γι΄ αυτόν; Τροφή και σωστή θερμοκρασία; Καθαριότητα; Τα χρυσόψαρα θέλουν προσοχή και φροντίδα. Αν ήμουν συνεπιβάτης τους, σίγουρα θα ‘πιανα κουβέντα στον κάτοχό του και με την ευκαιρία, θα του ΄δινα και μερικές συμβουλές. Δυστυχώς όμως δεν ήμουν!
Ρίχνοντας ωστόσο μια πιο προσεχτική ματιά, διαπίστωσα πως ο μέχρι τότε άγνωστος επιβάτης είχε τελικά όνομα: «Ιγκόρ». Σκέφτηκα πως θα μπορούσα τουλάχιστον να του φωνάξω: «Ιγκόρ, είναι προτιμότερη μια μεγάλη γυάλα!». Ποιος να με ακούσει όμως από την τυπωμένη σελίδα; Ίσως το όνομα του κατόχου του χρυσόψαρου στη λεζάντα της φωτογραφίας, να ήταν ένας τρόπος για να εγγυηθεί ο ίδιος ο φωτογράφος γι΄ αυτόν. Όπως και να ΄ταν, το απαθανατισμένο απ΄το φακό του στιγμιότυπο με άφησε με την απορία.
Έκλεισα το βιβλίο που είχα δανειστεί από τη φωτογραφική λέσχη του Δήμου και με μια αδικαιολόγητη ανησυχία έτρεξα να δω πώς είσαι, γέρο μου. Είναι ώρα και για τις νιφάδες σου. Σε διάφανη σακούλα σ’ είχε φέρει κι εσένα η Λένα, πριν τέσσερα χρόνια, δώρο στα γενέθλιά μου. Θυμάμαι το θλιμμένο της χαμόγελο κι ένα ελαφρύ σπάσιμο στη φωνή της, όταν σε παρουσίασε βάζοντάς σε στο ενυδρείο: «Από δω ο Πετρής, νεαρός και γενναίος ψάρι-μονομάχος! Ξέρει και ζει μόνος».
Δυο μήνες πριν τη χάσω.
Πηγή:https://www.literature.gr/diigima-syntrofia-me-monomacho-tis-vanias-syrmoy/
Κτέρισμα
Culture Book
25.3.2022
Culture Book
25.3.2022
Τα βλέφαρά της ανοίγουν με δυσκολία όταν οι ακτίνες του χειμερινού ήλιου τρυπώνουν απρόσκλητες απ' τις γρίλιες. Το βλέμμα της ακόμα θολό και το κορμί της βαρύ σαν κούτσουρο, την πονά. Θα 'ναι απ' τα χάπια, σκέφτεται. Μόλις που καταφέρνει να βγάλει αργά τα χέρια της έξω απ΄ τα σκεπάσματα. Θαρρείς και το στρώμα κρατά το υπόλοιπο σώμα της ακίνητο. Γυρίζει το κεφάλι να δει την ώρα στο ρολόι του κομοδίνου. Πήγε κιόλας έντεκα. Δεν θυμάται πότε την πήρε ο ύπνος. Σαν να 'σβησαν όλα μεμιάς το προηγούμενο βράδυ.
Δίπλα απ΄ το ρολόι, η ματιά της στέκεται στην άδεια κορνίζα. Μικρή, οβάλ, από ξύλο λευκό, με σκαλιστά ανάγλυφα ανθάκια στη βάση. Την είχαν αγοράσει σ΄ ένα παλαιοπωλείο στη Φλωρεντία, σ΄ εκείνο το φοιτητικό ταξίδι πριν πολλά χρόνια με τη σχολή. Ο παλαιοπώλης περήφανος για το σπάνιο κομμάτι από κάποιο παλάτσο της πόλης, δεν είχε παραλείψει να τη συνοδεύσει με μια συγκινητική ιστορία για τον προκάτοχό της. Ήταν ιδέα του Πέτρου να την αγοράσουν. Έλεγε πως η τέλεια φωτογραφία χρειάζεται και την ανάλογη κορνίζα. Με επιδέξιες κινήσεις είχε τοποθετήσει την αυτόματη φωτογραφία που τους είχε βγάλει ένας πλανόδιος φωτογράφος λίγες ώρες πριν, στη γέφυρα Πόντε Βέκιο, με φόντο τον ποταμό Άρνο και το ηλιοβασίλεμα. Εκείνος της κρατούσε το χέρι και την κοιτούσε χαμογελώντας, ενώ εκείνη πόζαρε φιλάρεσκα φορώντας το ολοκαίνουργιο φλωρεντιανό ψαθάκι της με την μπλε κορδέλα.
Ήταν το ξόρκι του στο χρόνο, έλεγε. Τοποθετημένη στο κομοδίνο δίπλα του, μες στην ίδια εκείνη φλωρεντιανή κορνίζα, ήθελε να είναι το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που αντίκριζε κάθε μέρα. Αυτός ήταν κι ο λόγος που την έπαιρνε πάντα μαζί του σε κάθε του ταξίδι.
Γι΄ αυτό και του ΄κανε το χατίρι. Της το ΄χε ζητήσει ψιθυριστά, μια μέρα πριν φύγει, μ΄ ένα αχνό χαμόγελο, σ' ένα από εκείνα τα ελάχιστα διαλείμματα του πόνου. Σκύβοντας χθες να τον αποχαιρετήσει, έβαλε τη φωτογραφία, όπως εκείνος συνήθιζε, στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του, στο μέρος της καρδιάς, κτέρισμα.
Πηγή:https://www.culturebook.gr/grafeio-pezografias/epta-syn-ena-dihghmata/7-1-2022-culture-book-march.html?fbclid=IwAR2WgLkTdjFa3DI3iKUSujOGz0DzEtJbCL_Kq44MG3FJ1UJss1goIZGca8A
Χωρίς σήμα
Περί ου
28.4.2022
Περί ου
28.4.2022
Τα χέρια της μικρά μα ευέλικτα κινούνταν επιδέξια και με ταχύτητα στην οθόνη του κινητού. Σταματούσαν για μερικά δευτερόλεπτα και μετά ξανάρχιζαν με την ίδια ζέση να κεντούν το απαντητικό μήνυμα στην οθόνη. Το μόνο που μαρτυρούσε την αντίδρασή της ήταν πότε ένα αχνό χαμόγελο και πότε ένα σφίξιμο των χειλιών. Τα μάτια της ωστόσο δεν ξεκολλούσαν καθόλου απ΄ την οθόνη. Το βλέμμα της ανήσυχο αδημονούσε στη λήψη του επόμενου μηνύματος, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο υπήρχε γύρω. Αυτό γινόταν σχεδόν όλη τη μέρα μ’ ένα μικρό διάλειμμα για μεσημεριανό και βραδινό φαγητό που κι αυτό δεχόταν να το φάει στην κάμαρα που κοιμόταν, αρνούμενη να κατέβει στην κουζίνα παρά τα επίμονα παρακάλια της γιαγιά της.
Τρεις μέρες απ’ όταν την έφερε η μητέρα της στο χωριό δεν αποχωριζόταν λεπτό το κινητό της.
«Επικοινωνώ με τον πολιτισμό!» γύρισε κι είπε στη γιαγιά της όταν τη συμβούλεψε να το αφήσει και να ξεκουράσει έστω για λίγο τα μάτια της. Ήταν τέλη Ιουνίου. Στ’ Άγραφα όμως το καλοκαίρι δεν είχε φτάσει ακόμα για τα καλά. Δυο μήνες είχαν περάσει αφότου χώρισαν οι γονείς της και το περίεργο εκείνο σφίξιμο στο στομάχι δεν έλεγε να την αφήσει. «Θα μείνεις στη γιαγιά Βασιλική στο Νεοχώρι μέχρι να επιστρέψω απ΄ το ταξίδι και δεν ακούω κουβἐντα!», ήταν η τελεσίδικη απάντηση της μητέρας στις αντιρρήσεις της. Όσο για τον πατέρα της, απασχολημένος όλη μέρα όπως πάντα με τις δουλειές του, ούτε που το συζήτησε μαζί της. Έπρεπε δηλαδή να αφήσει τη βολή της, το δωμάτιό της και κυρίως τους φίλους της, και μάλιστα τώρα, που μόλις είχε τελειώσει το σχολείο κι άρχιζαν επιτέλους οι διακοπές της! Κι όλα αυτά, εξαιτίας του ξαφνικού επαγγελματικού ταξιδιού της μητέρας της. Αλλά βέβαια, όταν είσαι δεκατεσσάρων, κανείς δεν σε ρωτά τι θέλεις και τι όχι.
Κουβέντα δεν είχε βγάλει σε όλο το ταξίδι για το χωριό και στη γιαγιά της που την υποδέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά, χαμόγελο δεν έσκασε, παρόλο που ΄χε να τη δει απ΄ τον περσινό χειμώνα, όταν είχε κατέβει στην Αθήνα για να περάσει τις γιορτές μαζί τους. Κι απ΄ το φρεσκοψημένο πλαστό με άγρια χόρτα και μυρωδικά απ΄ τον κήπο, που τους πρόσφερε για καλωσόρισμα, δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της. Κι ας μοσχομύριζε μόλις μπήκαν στο σπίτι.
Μεσημέριαζε όταν ξύπνησε. Τρίτο βράδυ που ξενυχτούσε με το κινητό ως αργά στην ομαδική συνομιλία με την παρέα της. Τα θέματα συζήτησης μονίμως έμεναν ανοιχτά και συνεχίζονταν την επομένη από ‘κει που είχαν σταματήσει. Ήταν η μόνη της παρηγοριά στην απομόνωση που, όπως έλεγε στους φίλους της, της είχε επιβάλει η μητέρα της. Αν και μάλλον η ίδια την είχε επιλέξει, μια που δεν είχε βγει ούτε για μια βόλτα στο χωριό από την ώρα που έφτασε. Τι κι αν την παρακαλούσαν κάθε μέρα γιαγιά και θεία να πάει μέχρι την πλατεία με την συνομήλικη ξαδέρφη της να βρουν και τ΄ άλλα παιδιά του χωριού; Η απάντηση ήταν πάντα μονολεκτική: «Βαριέμαι!».
Η τελευταία φορά που είχε επισκεφθεί ξανά το χωριό με τους γονείς της ήταν ένα Πάσχα πριν πέντε χρόνια, όταν ζούσε ακόμα ο παππούς της και η γιαγιά της δεν φορούσε μαύρα όπως τώρα. Εκείνο που θυμάται ήταν ο ενθουσιασμός και το καμάρι της, όταν καθόταν στην αγκαλιά του παππού της και το τραχύ απ΄ τις δουλειές χέρι του κρατούσε το δικό της, καθώς γύριζαν μαζί το αρνί στη σούβλα. Τότε όμως ήταν μικρή, δεν είχε ούτε δικό της κινητό ούτε ομαδική ούτε τον Στέφανο, τον συμμαθητή της, που κάθε του βλέμμα, κουβέντα ή μήνυμα γινόταν για εκείνη το βασικό θέμα συζήτησης με την κολλητή της. Από τότε δεν είχαν ξανάρθει στο χωριό. Η μητέρα της μόνο είχε ανέβει πριν δυο χρόνια για την κηδεία του παππού αλλά δεν την είχε πάρει μαζί της για να μην στενοχωρηθεί που ο παππούς «έφυγε», όπως της είχε πει. Κι εκείνη τότε, ένιωσε για πρώτη φορά αυτό το παράξενο σφίξιμο στο στομάχι.
Η πρώτη της έγνοια όταν άνοιξε τα μάτια της, ήταν να ανοίξει το κινητό που βρισκόταν δίπλα της στο κομοδίνο. Ανασηκώθηκε με την πλάτη στο σιδερένιο κεφαλάρι του κρεβατιού, όταν με έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν είχε σήμα. «Μη μου το κάνεις αυτό!» απευθύνθηκε στο κινητό σε τόνο σχεδόν επιτακτικό. Δυστυχώς όμως δεν υπήρξε καμιά ανταπόκριση. Πετάχτηκε τότε όρθια κι αφού έκανε ένα γύρω το δωμάτιο σε μια εναγώνια αναζήτηση καλού σήματος, κατέβηκε ξυπόλητη στην αυλή, συνεχίζοντας να πηγαίνει από τη μια άκρη της ως την άλλη κρατώντας το κινητό στα τεντωμένα χέρια της.
«Καλημέρα! Καλώς τη μου! Μπα σε καλό σου! Γιατί πηγαίνεις πέρα δώθε σαν παραλοϊσμένη;», ανησύχησε η γιαγιά της που είχε σηκωθεί πρωί πρωί να ετοιμάσει τη θράκα στην αυλή και πηγαινοερχόταν σαν καλοκάγαθο αερικό. Απάντηση δεν πήρε ωστόσο από την εγγονή της, που χωρίς να της δώσει σημασία, συνέχισε τα πήγαινε έλα δίχως αποτέλεσμα. Κατέληξε τότε στη δυσάρεστη για εκείνη διαπίστωση πως κάτι είχε συμβεί στο δίκτυο και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει να αποκατασταθεί η σύνδεση. Ως τότε όμως, τι θα ‘κανε; Τι θα ΄λεγαν τα παιδιά για την απουσία της στην ομαδική; Η κολλητή της; Ο Στέφανος; Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Μόνη, χωρίς τους φίλους της και το κυριότερο, χωρίς σήμα! Σκέτη συμφορά!
Κάθισε στο πεζουλάκι της αυλής ακουμπώντας το κινητό δίπλα της. Έμεινε για αρκετή ώρα σκυφτή με το μυαλό της άδειο, όταν άκουσε τη γιαγιά της να την φωνάζει: «Έλα καμάρι μου να κρατήσεις απ΄ την άλλη το ξυθάλι να σκεπάσουμε τη γάστρα, γιατί δεν βαστούν σήμερα τα χέρια μου». Σήκωσε το βλέμμα της απρόθυμα προς την κατεύθυνση της φωνής και πρόσεξε πως η γιαγιά της, δίπλα από την παχιά θράκα που ήταν ένα με το έδαφος της αυλής, προσπαθούσε να σηκώσει ένα μεγάλο καμπύλο μπακιρένιο καπάκι, που στο κέντρο του ήταν περασμένο σαν λαβή ένα μακρύ χοντρό ξύλο. «Τι κάνεις εκεί γιαγιά; Τι είναι αυτό που κρατάς;» τη ρώτησε πηγαίνοντας προς το μέρος της. «Έλα, έλα, τώρα που η θράκα είναι έτοιμη, να σκεπάσουμε το ταψί που ‘βαλα στην πυροστιά και θα σου εξηγήσω». Αφού τοποθέτησαν γιαγιά κι εγγονή προσεχτικά το καπάκι στη γάστρα, πήρε η γιαγιά ένα μικρό φτυάρι και το σκέπασε με καυτή χόβολη. Ύστερα το σταύρωσε και είπε: «Ασ’ το τώρα να σιγοψηθεί. Ξέρει αυτό! Όπως τότε, που το ΄φτιαχνα για τον παππού σου. Ταψί με χοιρινό και πράσα. Αυτός έτρωγε κι εγώ χόρταινα. «Γεια στα χέρια σου γυναίκα, μου ΄λεγε. Αναστενάζουν τ΄ Άγραφα με το ταψί σου!». Παλιά, που ΄ταν τα στόματα πολλά, άναβα τη γάστρα δυο και τρεις φορές τη μέρα και για ψωμί και για φαϊ. Σήμερα όμως το ετοίμασα για σένα. Να φας, να φχαριστηθείς! Σύρε λοιπόν τώρα καμιά βόλτα! Χαρά Θεού έχει σήμερα! Όλη μέρα μέσα είσαι!».
Έσκυψε στη βρύση κι έπλυνε το πρόσωπό της. Ήταν πια προχωρημένο μεσημέρι. Ξυπόλητη καθώς ήταν, της άρεσε που το φρεσκοσαρωμένο χώμα της αυλής ζέσταινε τα πόδια της. Κάθισε στη χαμηλή πέτρινη μάντρα κι άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει για πρώτη φορά ελεύθερο και να κοιτάξει μακριά, πέρα από την αυλή του σπιτιού. Ξεκινώντας από χαμηλά αντίκρισε το φωτεινό γαλάζιο της λίμνης που έπαιζε με το ήρεμο σκούρο πράσινο των ελάτων. Ύστερα η ματιά της έτρεξε πιο πίσω από τους λόφους, εκεί που απλώνεται ο απέραντος θεσσαλικός κάμπος, ενώ στο βάθος του ορίζοντα είδε να ορθώνεται γίγαντας ο Όλυμπος. Με τα μάτια ορθάνοιχτα στη θέα που της προσφερόταν σαν μεγάλη αγκαλιά, τεντώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα που την έκανε να ξεχάσει εκείνη την ανεξἠγητη ενόχληση στο στομάχι.
Η καπνιστή μυρωδιά του ταψιού που έφτανε τώρα απ΄ τη θράκα την έκανε ν' αδημονεί για το ξεσκέπασμα της γάστρας. «Θα έρθει και η θεία Σοφία μαζί με την Λενιώ να φάνε μαζί μας», άκουσε τη γιαγιά της να λέει, καθώς έστρωνε με φροντίδα το τραπέζι κάτω απ΄ τη σκιά της μουριάς, αεικίνητη και ροδαλή παρά τα ογδόντα της χρόνια. Στη μέση του τραπεζιού έβαλε καλαμποκίσιο καρβέλι δικό της, σπιτικό. Θυμήθηκε τότε που μικρή έτρεχε πρώτη να κόψει την ξεροψημένη κόρα του, κάθε φορά που έφερναν στην Αθήνα φιλέματα παππούς και γιαγιά απ΄ το χωριό.
Όταν κάθισαν όλοι γύρω απ΄ το τραπέζι, η γιαγιά, όλη ένα χαμόγελο ικανοποίησης για το πετυχημένο αποτέλεσμα, σέρβιρε το μελωμένο χοιρινό στα πιάτα και μοσχοβόλησε η αυλή. «Μμμ! Γλύκισμα μάνα! Γεια στα χέρια σου!» την επιβράβευσε με την πρώτη μπουκιά η θεία Σοφία που ήξερε σαν πρωτοκόρη τα μυστικά της γάστρας. «Τώρα κατάλαβα τι εννοούσε ο παππούς για το ταψί σου!» της είπε η εγγονή με το στόμα γεμάτο και τα μάτια της γιαγιάς βούρκωσαν .
Λίγο πιο πέρα, ξεχασμένο από ώρα στο πεζούλι, το κινητό, με μια σειρά από επίμονους επαναλαμβανόμενους ήχους, ειδοποιούσε μάταια για το ανακτημένο σήμα του.
Πηγή:https://www.periou.gr/%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%83%CF%8D%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B1/
Τασμανία
Χάρτης
1.9.2022
Χάρτης
1.9.2022
- Μελβούρνη 29 Οκτώβρη 1956
Αγαπημένη μου Ειρήνη,
χθες επιτέλους πιάσαμε λιμάνι. Αιώνας μου φάνηκε ένας μήνας ταξίδι με το Τασμανία. Μου λείπετε!
Ο Μανώλης με περίμενε στην αποβάθρα φωνάζοντας τ΄ όνομά μου. Με τη φωτογραφία μου στο χέρι κι ένα μπουκέτο λουλούδια με υποδέχτηκε χαμογελαστός. Εγώ πάλι, μόλις που ψέλλισα τ΄ όνομά του. Ντρεπόμουν πολύ, γιατί μου φάνηκε πιο όμορφος απ΄ όσο φαινόταν στη φωτογραφία του.
Νοικιάζει δυο δωμάτια στο σπίτι μιας οικογένειας Λαρισαίων συναδέλφων του στο εργοστάσιο. Καλοί άνθρωποι. Θα παντρευτούμε με πολιτικό γάμο σε μια βδομάδα και στον μήνα πάνω με θρησκευτικό. Θα ψάξουμε και για σπίτι δικό μας.
Μακάρι νά ‘σουν πλάι μου. Μου λείπεις, στο είπα; Γράψε μου.
Την αγάπη μου στη μάνα και τ’ αγόρια.
χθες επιτέλους πιάσαμε λιμάνι. Αιώνας μου φάνηκε ένας μήνας ταξίδι με το Τασμανία. Μου λείπετε!
Ο Μανώλης με περίμενε στην αποβάθρα φωνάζοντας τ΄ όνομά μου. Με τη φωτογραφία μου στο χέρι κι ένα μπουκέτο λουλούδια με υποδέχτηκε χαμογελαστός. Εγώ πάλι, μόλις που ψέλλισα τ΄ όνομά του. Ντρεπόμουν πολύ, γιατί μου φάνηκε πιο όμορφος απ΄ όσο φαινόταν στη φωτογραφία του.
Νοικιάζει δυο δωμάτια στο σπίτι μιας οικογένειας Λαρισαίων συναδέλφων του στο εργοστάσιο. Καλοί άνθρωποι. Θα παντρευτούμε με πολιτικό γάμο σε μια βδομάδα και στον μήνα πάνω με θρησκευτικό. Θα ψάξουμε και για σπίτι δικό μας.
Μακάρι νά ‘σουν πλάι μου. Μου λείπεις, στο είπα; Γράψε μου.
Την αγάπη μου στη μάνα και τ’ αγόρια.
Σε φιλώ
Δήμητρα
Δήμητρα
Δίπλωσα το γράμμα της μητέρας ξανά κι έδεσα γύρω το ροζ κορδελάκι. Το βρήκα καλυμμένο με κουβαρίστρες και καρφίτσες στον πάτο του κουτιού, τακτοποιώντας τα ραφτικά που μού ΄δωσε η θεία Ειρήνη, όταν δεν μπορούσε πια να πιάσει κλωστή και βελόνα. Μαζί δεμένο κι ένα μικρό ασπρόμαυρο νεανικό πορτρέτο της. Μαλλιά κυματιστά, μάτια ονειροπόλα, χείλη ζωγραφιστά. Στο λαιμό, κομψό κολιέ με πέρλες. Μου το χάρισε, θυμάμαι, όταν αρραβωνιάστηκα. Μοδίστρα χρυσοχέρα στη Σπάρτη, έμεινε αυτή πίσω να φροντίσει μάνα κι αδέρφια ορφανά. Τη θυμάμαι σκυμμένη στη ραπτομηχανή να σιγομουρμουρίζει το αγαπημένο της τραγούδι και να σηκώνει το κεφάλι στο ρεφραίν «Αν θυμηθείς τ΄ όνειρό μου», σαν να το ‘βλεπε ξύπνια μπροστά της. Πίσω απ΄ τη φωτογραφία της, γραμμένη καλλιγραφικά η αφιέρωση: «Για τον Μανώλη από την Ειρήνη».
Πηγή:https://www.hartismag.gr/hartis-45/pyxides/mikri-klimaka-ghiannis-zervas-ifigheneia-siafaka-vania-syrmoi
Γυναίκα στη σκάλα
Πλανόδιον -Ιστορίες Μπονζάι
20.12.2022
Πλανόδιον -Ιστορίες Μπονζάι
20.12.2022
Ανοίγω τα παράθυρα νὰ μπεῖ τὸ φῶς τῆς μέρας κι ἐκεῖνο περνᾶ διστακτικὰ μέσα ἀπὸ μικροὺς ἱστοὺς ἀράχνης ποὺ ἔχουν ἀγκιστρωθεῖ στὰ παντζούρια. Πάντα προτιμοῦσα τὸ φυσικὸ φῶς. Μὲ βοηθᾶ νὰ βλέπω τὰ πράγματα πιὸ ζωντανά. Ἀφήνω τὴ ματιά μου νὰ γλιστρήσει στὸ ἀντικρινὸ μπαλκόνι μὲ τὰ πολύχρωμα γεράνια στὶς γλάστρες. Μῆνες ἔχω νὰ πατήσω τὸ πόδι μου ἐδῶ μέσα. Ἂπ΄ τὴν πρώτη κιόλας στιγμὴ ποὺ μπῆκα, νιώθω πὼς παρακολουθεῖ κάθε μου κίνηση. Γι’ αὐτὴν ἔχω ἔρθει. Φέρνω ἀμήχανα ἕνα γύρο στὸ χῶρο κι ἔπειτα παίρνω τὴν ἀπόφαση νὰ τὴν πλησιάσω. Εἶναι ἐκεῖ, ὅπως τὴν ἄφησα.
Καθισμένη στὰ τελευταῖα σκαλοπάτια τῆς μαρμάρινης σκάλας, ἔξω ἀπ΄ τὴν μισάνοιχτη εἴσοδο τοῦ διαμερίσματος. Σκυμμένη ἐλαφρῶς μπροστά, στηρίζει τὸ κεφάλι της μὲ τὴ δεξιά της παλάμη. Φορᾶ μαῦρο παντελόνι καὶ μπλούζα μπλὲ μακρυμάνικη, ροῦχα τῆς δουλειᾶς. Μιὰ μικρὴ τούφα ἀπὸ τὰ γκρίζα μαλλιά της ἔχει δραπετεύσει ἀπ΄ τὸ σφιχτοδεμένο κότσο της καὶ στολίζει τὸ μέτωπό της, ἀπομεινάρι μιᾶς πρὸ πολλοῦ ξεχασμένης ἀνέμελης νιότης. Πάντα τῆς ἄρεσε νὰ παίρνει μίαν ἀνάσα στὰ σκαλιὰ πρὶν μπεῖ στὸ σπίτι, ὅταν ἐπέστρεφε ξημερώματα. Εἶχε συνηθίσει τὴν ἡσυχία τῶν ἄδειων χώρων στὴ βραδινὴ βάρδια. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἔβαζε τὶς σκέψεις της σὲ σειρά. Ἡ δική της ὥρα. Τὰ χέρια της μὲ δέρμα θαμπὸ καὶ δάχτυλα πρησμένα, μαρτυροῦν πὼς ἡ ἀνάγκη τά ‘χε κάνει νὰ δουλεύουν σκληρὰ ἀντὶ νὰ κεντοῦν σονάτες καὶ μαζοῦρκες στὸ πιάνο τοῦ Κρατικοῦ Ὠδείου τῆς Τιφλίδας, ὅπως ἦταν μαθημένα. Ἐγκλωβισμένη στὴν ὤχρα τῶν τοίχων τοῦ κλιμακοστασίου ποὺ τονίζει τὴ χλωμάδα τοῦ ξενυχτισμένου προσώπου της, ἀναζητᾶ διέξοδο στὶς χαραγματιὲς καὶ τὰ ξεφλουδίσματα τῶν τοίχων, μὲ τὸ σκοῦρο βλέμμα της νὰ τὰ διαπερνᾶ καὶ νὰ ταξιδεύει πάλι ἐλεύθερο στὶς κορφὲς τοῦ Καυκάσου. Ἕνα ἀνομολόγητο παράπονο θαρρεῖς πὼς διαγράφεται στὸ ἐλαφρὸ κύρτωμα τῶν στενῶν χειλιῶν της.
Ἀπ΄ τὴ μισάνοιχτη πόρτα πίσω της, βλέπω ξανὰ τὸν ἑαυτό μου μικρὸ παιδί, νὰ κάθεται μπροστὰ στὸ μοναδικὸ τραπέζι τοῦ δωματίου καὶ νὰ τὴν περιμένει ζωγραφίζοντας στὸ χαρτὶ κάτω ἀπ΄ τὸ κίτρινο φῶς τῆς λάμπας. Παρελθὸν καὶ παρὸν συναντιοῦνται ξανά.
«Ἐδῶ, στὴ σκάλα νὰ μὲ ζωγραφίσεις. Ἀπὸ δῶ πέρασε ἡ ζωή μου, ἡ ζωή μας.» Ὁ τόνος της, ἀποφασιστικὸς καὶ σίγουρος δὲν μοῦ εἶχε ἀφήσει περιθώρια ἐπιλογῆς, ὅταν ἕνα χρόνο πρὶν τῆς ζήτησα νὰ φτιάξω τὸ πορτρέτο της γιὰ τὴν τελευταία μου ἔκθεση. «Ὅπως θὲς ἐσύ, Μάσενκα.» Χαμογελοῦσε πάντα ὅταν τὴ φώναζα μὲ τὸ χαϊδευτικό της. Τῆς θύμιζε τὸ νεαρὸ δάσκαλό της στὸ πιάνο, ὅταν τὴν ἐπιβράβευε γιὰ τὸ παίξιμό της. Εἶχε σταματήσει ἀπὸ καιρὸ νὰ δουλεύει. Τὰ πόδια της δὲν τὴν βαστοῦσαν πιά. Ἦταν ἡ σειρά μου νὰ τὴ φροντίζω. Τῆς ἄρεσε ὡστόσο νὰ κάθεται ἀκόμα ποῦ καὶ ποῦ στὶς σκάλες τοῦ σπιτιοῦ, κι ἄς μὴν μέναμε πιὰ στὸ μικρὸ διαμέρισμα τῆς Καλλιθέας. Τὴν ἄκουγα τότε νὰ σιγομουρμουρίζει τραγούδια τῆς μακρινῆς πατρίδας της κι ἔβλεπα στὰ μάτια της βουνά. Ἕνα πρωϊνό, λίγες μέρες μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ πίνακα, δὲν ξύπνησε. Τὸ ἀτελιὲ ἔμεινε κλειστὸ γιὰ μῆνες. Τὸ πορτρέτο ὅμως μὲ περίμενε ὑπομονετικὰ σὲ μίαν ἄκρη ἄγρυπνο.
Βρίσκω τὸ θάρρος καὶ τὴν κοιτῶ στὰ μάτια. Τὸ βλέμμα μου γίνεται ἕνα μὲ τὶς πυκνὲς καφετιὲς πινελιὲς τοῦ δικοῦ της. Τὰ μάτια μου γεμίζουν βουνά.
Πηγή:https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2022/12/20/bania-syrmou-gynaika-sti-skala/
Καθισμένη στὰ τελευταῖα σκαλοπάτια τῆς μαρμάρινης σκάλας, ἔξω ἀπ΄ τὴν μισάνοιχτη εἴσοδο τοῦ διαμερίσματος. Σκυμμένη ἐλαφρῶς μπροστά, στηρίζει τὸ κεφάλι της μὲ τὴ δεξιά της παλάμη. Φορᾶ μαῦρο παντελόνι καὶ μπλούζα μπλὲ μακρυμάνικη, ροῦχα τῆς δουλειᾶς. Μιὰ μικρὴ τούφα ἀπὸ τὰ γκρίζα μαλλιά της ἔχει δραπετεύσει ἀπ΄ τὸ σφιχτοδεμένο κότσο της καὶ στολίζει τὸ μέτωπό της, ἀπομεινάρι μιᾶς πρὸ πολλοῦ ξεχασμένης ἀνέμελης νιότης. Πάντα τῆς ἄρεσε νὰ παίρνει μίαν ἀνάσα στὰ σκαλιὰ πρὶν μπεῖ στὸ σπίτι, ὅταν ἐπέστρεφε ξημερώματα. Εἶχε συνηθίσει τὴν ἡσυχία τῶν ἄδειων χώρων στὴ βραδινὴ βάρδια. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἔβαζε τὶς σκέψεις της σὲ σειρά. Ἡ δική της ὥρα. Τὰ χέρια της μὲ δέρμα θαμπὸ καὶ δάχτυλα πρησμένα, μαρτυροῦν πὼς ἡ ἀνάγκη τά ‘χε κάνει νὰ δουλεύουν σκληρὰ ἀντὶ νὰ κεντοῦν σονάτες καὶ μαζοῦρκες στὸ πιάνο τοῦ Κρατικοῦ Ὠδείου τῆς Τιφλίδας, ὅπως ἦταν μαθημένα. Ἐγκλωβισμένη στὴν ὤχρα τῶν τοίχων τοῦ κλιμακοστασίου ποὺ τονίζει τὴ χλωμάδα τοῦ ξενυχτισμένου προσώπου της, ἀναζητᾶ διέξοδο στὶς χαραγματιὲς καὶ τὰ ξεφλουδίσματα τῶν τοίχων, μὲ τὸ σκοῦρο βλέμμα της νὰ τὰ διαπερνᾶ καὶ νὰ ταξιδεύει πάλι ἐλεύθερο στὶς κορφὲς τοῦ Καυκάσου. Ἕνα ἀνομολόγητο παράπονο θαρρεῖς πὼς διαγράφεται στὸ ἐλαφρὸ κύρτωμα τῶν στενῶν χειλιῶν της.
Ἀπ΄ τὴ μισάνοιχτη πόρτα πίσω της, βλέπω ξανὰ τὸν ἑαυτό μου μικρὸ παιδί, νὰ κάθεται μπροστὰ στὸ μοναδικὸ τραπέζι τοῦ δωματίου καὶ νὰ τὴν περιμένει ζωγραφίζοντας στὸ χαρτὶ κάτω ἀπ΄ τὸ κίτρινο φῶς τῆς λάμπας. Παρελθὸν καὶ παρὸν συναντιοῦνται ξανά.
«Ἐδῶ, στὴ σκάλα νὰ μὲ ζωγραφίσεις. Ἀπὸ δῶ πέρασε ἡ ζωή μου, ἡ ζωή μας.» Ὁ τόνος της, ἀποφασιστικὸς καὶ σίγουρος δὲν μοῦ εἶχε ἀφήσει περιθώρια ἐπιλογῆς, ὅταν ἕνα χρόνο πρὶν τῆς ζήτησα νὰ φτιάξω τὸ πορτρέτο της γιὰ τὴν τελευταία μου ἔκθεση. «Ὅπως θὲς ἐσύ, Μάσενκα.» Χαμογελοῦσε πάντα ὅταν τὴ φώναζα μὲ τὸ χαϊδευτικό της. Τῆς θύμιζε τὸ νεαρὸ δάσκαλό της στὸ πιάνο, ὅταν τὴν ἐπιβράβευε γιὰ τὸ παίξιμό της. Εἶχε σταματήσει ἀπὸ καιρὸ νὰ δουλεύει. Τὰ πόδια της δὲν τὴν βαστοῦσαν πιά. Ἦταν ἡ σειρά μου νὰ τὴ φροντίζω. Τῆς ἄρεσε ὡστόσο νὰ κάθεται ἀκόμα ποῦ καὶ ποῦ στὶς σκάλες τοῦ σπιτιοῦ, κι ἄς μὴν μέναμε πιὰ στὸ μικρὸ διαμέρισμα τῆς Καλλιθέας. Τὴν ἄκουγα τότε νὰ σιγομουρμουρίζει τραγούδια τῆς μακρινῆς πατρίδας της κι ἔβλεπα στὰ μάτια της βουνά. Ἕνα πρωϊνό, λίγες μέρες μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τοῦ πίνακα, δὲν ξύπνησε. Τὸ ἀτελιὲ ἔμεινε κλειστὸ γιὰ μῆνες. Τὸ πορτρέτο ὅμως μὲ περίμενε ὑπομονετικὰ σὲ μίαν ἄκρη ἄγρυπνο.
Βρίσκω τὸ θάρρος καὶ τὴν κοιτῶ στὰ μάτια. Τὸ βλέμμα μου γίνεται ἕνα μὲ τὶς πυκνὲς καφετιὲς πινελιὲς τοῦ δικοῦ της. Τὰ μάτια μου γεμίζουν βουνά.
Πηγή:https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2022/12/20/bania-syrmou-gynaika-sti-skala/
Ευφορία
Περί ου
23.12.2022
Περί ου
23.12.2022
Τάξε μου, να σου πω τα ευχάριστα! Σήμερα είχα ρέντα στις πωλήσεις! Πέντε συμβόλαια σε μια μέρα! Τρελάθηκε ο υπολογιστής! «Μπράβο Αναστάση!» και ξανά «Μπράβο Αναστάση!» με κεφαλαία γράμματα στο chat της οθόνης όλων των συναδέλφων, κάθε φορά που έκλεινε η συμφωνία. Βροχή τα μηνύματά τους με τα like. Να μην ξεχάσω να τους ευχαριστήσω αύριο το πρωί που έχουμε το καθιερωμένο διαδικτυακό meeting με τον επόπτη. Παραμονή Χριστουγέννων η αυριανή θα μου πεις, αλλά η δουλειά δουλειά.
Που λες, τέτοια χαρά είχα καιρό να πάρω! Έσπασε η γκίνια, ρε αδελφέ, μετά από μια εβδομάδα που μετά βίας έκλεινα ένα συμβόλαιο τη μέρα. Μέχρι και οι πελάτες το κατάλαβαν απ΄ τη φωνή μου στο τηλέφωνο. «Εσύ, τι ανάγκη έχεις ρε μεγάλε; Μες στη καλή χαρά ακούγεσαι και λες και ωραία το ποιηματάκι σου!», μου λέει ένας, «Ρώτα μας κι εμάς αν έχουμε να πληρώσουμε τον λογαριασμό!». Λίγο πριν το τέλος της βάρδιας έλαβα και συγχαρητήριο μήνυμα από τον προϊστάμενο. Με ενημέρωσε πως με τα τελευταία συμβόλαια έπιασα και το σκορ του μήνα. Όπως καταλαβαίνεις, μου υποσχέθηκε και το μπόνους. Θρίαμβος σου λέω! Ευτυχώς, γιατί τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει τις γκρίνιες και τις συστάσεις για αύξηση του χρόνου συνομιλίας. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Πλύση εγκεφάλου από το ακουστικό! Κι εγώ, τι να του απαντήσω; Ότι ενώ έχουν πάρει τ΄ αυτιά μου φωτιά με τ΄ ακουστικά, ο άλλος μου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα, επειδή τον καλώ, λέει, σε ακατάλληλη ώρα ή μου κλαίγεται και δεν μ΄ αφήνει να σταυρώσω κουβέντα για «αλλαγή παρόχου ρεύματος σε πιο συμφέρουσα τιμή» και τα σχετικά! Δεν σου κρύβω πως ανησυχούσα για τη θέση μου. Έτσι την πάτησε κι ο Μάκης. Δούλευε κι αυτός απ΄ το σπίτι. Δυο χρόνια στην εταιρεία και τον απέλυσαν τον προηγούμενο μήνα γιατί ήταν χαμηλά στις πωλήσεις.
Αχ! Λοιπόν, με χαλαρώνει που τα λέμε μετά τη δουλειά. Τρεις μήνες τώρα, η παρουσία σου στο σπίτι μ΄ έχει κάνει άλλο άνθρωπο. Χαίρομαι να σ΄ έχω δίπλα μου όταν δουλεύω. Να σε κοιτάζω στα διαλείμματα και να παίρνω κουράγιο. Να σε φροντίζω και να αποκτά νόημα η μέρα μου. Ν΄ ανοίγω το πρωί το παράθυρο και ν΄ απολαμβάνουμε μαζί το φως της μέρας. Να είσαι πάντα εκεί να μ΄ ακούς.
Μια στιγμή! Χτυπούν την πόρτα. Τέτοια ώρα; Ποιος να ναι; Δεν περιμένω κανένα. Σσσς! Μη μας ακούσουν! Δεν θα ανοίξω! Δεν θέλω να δω κανένα. Άκου! Άνοιξαν οι διπλανοί. Είναι ζευγάρι. Όλη μέρα λείπουν. Παραγγέλνουν κάθε βράδυ! Ο ντελιβεράς θα είναι πάλι. Ευτυχώς, λάθος κουδούνι! Αποφάσισα ξέρεις, τώρα στις γιορτές να μην ανοίγω σε κανένα. Με φτάνουν όσα ακούω στα τηλέφωνα κάθε μέρα. Ξεκίνησα προχθές με τη διαχειρίστρια. Δεν της άνοιξα κι ας χτυπούσε επίμονα, επειδή με είχε δει λίγο πριν να βγαίνω απ΄ το ασανσέρ. Δεν άντεχα πάλι τα ξυνισμένα της μούτρα για τα καθυστερημένα κοινόχρηστα. Ούτε και για τα ψώνια άνοιξα, όταν μου τα ΄φεραν χθες από το σούπερ μάρκετ. Τους ζήτησα να μου τ΄ αφήσουν στην εξώπορτα.
Καλύτερα οι δυο μας. Είμαι χαρούμενος που θα περάσουμε τα Χριστούγεννα μαζί! Δεν πρόλαβα μόνο να στολίσω το σπίτι. Υπερωρίες βλέπεις. Έτσι κι αλλιώς, ποιος θα ΄ρθει;
Μήπως διψάς; Νομίζω πως χρειάζεσαι λίγο νερό. Η κατάλληλη στιγμή για να σου δώσω το δώρο σου! Δεν μπορώ να περιμένω ως αύριο! Ορίστε! Το καλύτερο λίπασμα στην αγορά για σπαθίφυλλα! «Μισό καπάκι σε ένα λίτρο νερό, είναι ό,τι πρέπει για να ‘χεις πλούσιο φύλλωμα», συμβουλή του ανθοπώλη στη γωνία. Καλά Χριστούγεννα!
Πηγή:https://www.periou.gr/%ce%b2%ce%ac%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%8d%cf%81%ce%bc%ce%bf%cf%85-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%ce%b1%cf%86%ce%ae%ce%b3%ce%b7%ce%bc%ce%b1-2/
Που λες, τέτοια χαρά είχα καιρό να πάρω! Έσπασε η γκίνια, ρε αδελφέ, μετά από μια εβδομάδα που μετά βίας έκλεινα ένα συμβόλαιο τη μέρα. Μέχρι και οι πελάτες το κατάλαβαν απ΄ τη φωνή μου στο τηλέφωνο. «Εσύ, τι ανάγκη έχεις ρε μεγάλε; Μες στη καλή χαρά ακούγεσαι και λες και ωραία το ποιηματάκι σου!», μου λέει ένας, «Ρώτα μας κι εμάς αν έχουμε να πληρώσουμε τον λογαριασμό!». Λίγο πριν το τέλος της βάρδιας έλαβα και συγχαρητήριο μήνυμα από τον προϊστάμενο. Με ενημέρωσε πως με τα τελευταία συμβόλαια έπιασα και το σκορ του μήνα. Όπως καταλαβαίνεις, μου υποσχέθηκε και το μπόνους. Θρίαμβος σου λέω! Ευτυχώς, γιατί τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει τις γκρίνιες και τις συστάσεις για αύξηση του χρόνου συνομιλίας. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Πλύση εγκεφάλου από το ακουστικό! Κι εγώ, τι να του απαντήσω; Ότι ενώ έχουν πάρει τ΄ αυτιά μου φωτιά με τ΄ ακουστικά, ο άλλος μου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα, επειδή τον καλώ, λέει, σε ακατάλληλη ώρα ή μου κλαίγεται και δεν μ΄ αφήνει να σταυρώσω κουβέντα για «αλλαγή παρόχου ρεύματος σε πιο συμφέρουσα τιμή» και τα σχετικά! Δεν σου κρύβω πως ανησυχούσα για τη θέση μου. Έτσι την πάτησε κι ο Μάκης. Δούλευε κι αυτός απ΄ το σπίτι. Δυο χρόνια στην εταιρεία και τον απέλυσαν τον προηγούμενο μήνα γιατί ήταν χαμηλά στις πωλήσεις.
Αχ! Λοιπόν, με χαλαρώνει που τα λέμε μετά τη δουλειά. Τρεις μήνες τώρα, η παρουσία σου στο σπίτι μ΄ έχει κάνει άλλο άνθρωπο. Χαίρομαι να σ΄ έχω δίπλα μου όταν δουλεύω. Να σε κοιτάζω στα διαλείμματα και να παίρνω κουράγιο. Να σε φροντίζω και να αποκτά νόημα η μέρα μου. Ν΄ ανοίγω το πρωί το παράθυρο και ν΄ απολαμβάνουμε μαζί το φως της μέρας. Να είσαι πάντα εκεί να μ΄ ακούς.
Μια στιγμή! Χτυπούν την πόρτα. Τέτοια ώρα; Ποιος να ναι; Δεν περιμένω κανένα. Σσσς! Μη μας ακούσουν! Δεν θα ανοίξω! Δεν θέλω να δω κανένα. Άκου! Άνοιξαν οι διπλανοί. Είναι ζευγάρι. Όλη μέρα λείπουν. Παραγγέλνουν κάθε βράδυ! Ο ντελιβεράς θα είναι πάλι. Ευτυχώς, λάθος κουδούνι! Αποφάσισα ξέρεις, τώρα στις γιορτές να μην ανοίγω σε κανένα. Με φτάνουν όσα ακούω στα τηλέφωνα κάθε μέρα. Ξεκίνησα προχθές με τη διαχειρίστρια. Δεν της άνοιξα κι ας χτυπούσε επίμονα, επειδή με είχε δει λίγο πριν να βγαίνω απ΄ το ασανσέρ. Δεν άντεχα πάλι τα ξυνισμένα της μούτρα για τα καθυστερημένα κοινόχρηστα. Ούτε και για τα ψώνια άνοιξα, όταν μου τα ΄φεραν χθες από το σούπερ μάρκετ. Τους ζήτησα να μου τ΄ αφήσουν στην εξώπορτα.
Καλύτερα οι δυο μας. Είμαι χαρούμενος που θα περάσουμε τα Χριστούγεννα μαζί! Δεν πρόλαβα μόνο να στολίσω το σπίτι. Υπερωρίες βλέπεις. Έτσι κι αλλιώς, ποιος θα ΄ρθει;
Μήπως διψάς; Νομίζω πως χρειάζεσαι λίγο νερό. Η κατάλληλη στιγμή για να σου δώσω το δώρο σου! Δεν μπορώ να περιμένω ως αύριο! Ορίστε! Το καλύτερο λίπασμα στην αγορά για σπαθίφυλλα! «Μισό καπάκι σε ένα λίτρο νερό, είναι ό,τι πρέπει για να ‘χεις πλούσιο φύλλωμα», συμβουλή του ανθοπώλη στη γωνία. Καλά Χριστούγεννα!
Πηγή:https://www.periou.gr/%ce%b2%ce%ac%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%83%cf%8d%cf%81%ce%bc%ce%bf%cf%85-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%ce%b1%cf%86%ce%ae%ce%b3%ce%b7%ce%bc%ce%b1-2/
Ο χρόνος που περνά και χάνεται
Ιούνιος 2023
Μετάξι
Διήγημα
(Απόσπασμα)
Δεν περίμενα πως θα αναστατωνόμουν τόσο βλέποντάς την ξανά. Παραδομένος στο χάζι της πραμάτειας των μικροπωλητών της πλατείας Αβησσυνίας, ένα κυριακάτικο πρωινό του χειμώνα, κοντοστάθηκα όπως πάντα, στον πάγκο του παλαιοπωλείου με τα φωτογραφικά είδη. Την ξεχώρισα μέσα σ΄ ένα σωρό από σκόρπιες φωτογραφίες απλωμένες πάνω σε ένα φαρδύ πάγκο, ανάμεσα σε παλιές φωτογραφικές μηχανές, φακούς, ανταλλακτικά και κάθε λογής σύνεργα φωτογραφίας. Συνήθεια που αποκτήθηκε απ΄ όταν πήρα σύνταξη, το ψάξιμο και η αγορά παλιών φωτογραφιών απ΄ το παζάρι. Χαιρόμουν με την ιδέα μιας νέας συλλογής, που θα ερχόταν βέβαια να προστεθεί στο ήδη πλούσιο επαγγελματικό αρχείο, που κρατούσα από τα είκοσί μου. Πώς ν΄ αντισταθώ όμως σ΄ ένα καλλιτεχνικό κάδρο, με τη ματιά κάποιου άγνωστου συναδέλφου του παρελθόντος ή στο μεράκι που έδειχνε το τύπωμά του; Η ημερομηνία με την αφιέρωση πίσω από τη φωτογραφία, οι ακίνητες πόζες στο ζωγραφισμένο φόντο, τα ασπρόμαυρα πορτρέτα με το ταξιδιάρικο βλέμμα, μαρτυρούσαν ζωές που τις είχε πάρει μαζί του ο χρόνος ανεπιστρεπτί. Κι εμένα μ΄ άρεσε να του κλέβω πού και πού πολύτιμες στιγμές τους.
Πήρα στα χέρια μου τη φωτογραφία και κοιτώντας την από κοντά, βεβαιώθηκα πως δεν με γελούσαν τα μάτια μου. Ήταν αρχές φθινοπώρου του ΄59 όταν την τράβηξα. Οι κουκουλαποθήκες του μεταξουργείου ήταν γεμάτες. Οι τρεις εικονιζόμενες νεαρές εργάτριες είχαν επιλέξει να καθίσουν μέσα στα ολόλευκα κουκούλια, σαν να βρίσκονταν σε χιονισμένο τοπίο. Το εργοστάσιο Τζίβρε γιόρταζε τα πενήντα χρόνια λειτουργίας του και είχε αναθέσει στον πατέρα μου, μοναδικό φωτογράφο στην Ορεστιάδα, να απαθανατίσει το γεγονός. Βοηθός του πατέρα μου τότε εγώ, φρέσκος στην τέχνη του φωτογράφου, τον ακολούθησα στο Σουφλί. Καθώς την παρατηρούσα, ήρθε πάλι στ΄ αυτιά μου ο ήχος από τα τσόκαρα των εργατριών, καθώς έτρεχαν στο μοναδικό τους διάλειμμα να προλάβουν τη φωτογράφιση. Θυμάμαι τη βιάση τους να φτιάξει η μία τα μαλλιά της άλλης, να στρώσουν τις ποδιές τους και τέλος την υπόδειξη τους δυνατά: «και κοίτα, να μας βγάλεις όμορφες, ε;».
.............................................................................................................................................................
Σε φόντο λευκό
Χάρτης
1.10.23
«Ακόμα έχω στ΄ αυτιά μου τις ενθουσιώδεις φωνές των μικρών παιδιών απ΄ τις αυλές των σπιτιών στους μαχαλάδες του χωριού: «Ήρθε!, ήρθε!», σαν μέρα γιορτής. Αν ήταν μάλιστα καλοκαιρία και η δουλειά γινόταν στην αυλή για να έχω καλύτερο φως, τότε, εκτός από την πιτσιρικαρία, μαζεύονταν και οι γειτόνισσες, που άφηναν για λίγο τις πρωινές ασχολίες τους, για να ‘ρθουν να παρακολουθήσουν το τελετουργικό της φωτογράφισης. Σαν μελίσσι ακουγόταν το σούσουρο από τα σχόλια, τα κρυφά γελάκια και τα ψιθυρίσματα μεταξύ τους. «Δες το καινούριο της φόρεμα! Στον Βόλο πήγε και το έραψε! Να την δει όμορφη ο νέος αρραβωνιστικός απ΄ την Αθήνα!». «Καλέ, πόσα χρόνια το ’χει αυτό το σακάκι; Με το ίδιο πάντα σε γιορτές και σχόλες! Χάθηκε να βάλει ένα άλλο για τη φωτογραφία!», «Πώς μεγάλωσε το παλικάρι της! Κοτζάμ άντρας της παντρειάς! Χαρά στη γυναίκα που θα τον πάρει!».
Όταν όμως άρχιζα να δίνω οδηγίες για το στήσιμο της φωτογραφίας, το μελίσσι σιγά σιγά καταλάγιαζε και παρακολουθούσε ευλαβικά όλα όσα συνέβαιναν. «Μη γίνουμε ρεζίλι, όταν θα ‘ρθει η σειρά μας!» ἐλεγαν αναμεταξύ τους οι κυράδες που επρόκειτο να βγάλουν φωτογραφία ταυτότητας. Όταν μάλιστα άκουγαν από μένα το «Έτοιμος!» μέχρι και την ανάσα τους κράταγαν ώσπου να ακουστεί το κλικ της μηχανής.
Η μικρή παλιά μου μηχανή Zeiss με τη φυσούνα, χάρισμα του ξαδέρφου μου, επαγγελματία φωτογράφου, που ‘χε αγοράσει το καινούριο κόμπακτ μοντέλο που κυκλοφορούσε στην αγορά, φάνταζε στα μάτια των κατοίκων του χωριού του ανατολικού Πηλίου σαν ένα μικρό μηχανικό θαύμα στις αρχές του ‘50. Ευτυχώς ο ξάδερφος είχε δικό του σκοτεινό θάλαμο κι έκανε εκείνος όλες τις εμφανίσεις. Εγώ, πού να ΄χω τέτοια πολυτέλεια στο ασβεστωμένο καμαράκι που κοιμόμουν! Για ένα κομμάτι ψωμί δούλευα σαν βοηθός του. Αρκετές φορές μάλιστα έμπαινα και μέσα, γιατί όταν πήγαινα τυπωμένες τις φωτογραφίες που μου παράγγελναν, πολλοί δεν είχαν να τις πληρώσουν. Μεροκαματιάρηδες, βλέπεις, τι να σου κάνουν! Από τη στιγμή όμως που έμαθα καλά τη δουλειά, τίποτα δεν με σταματούσε. Η μηχανή έγινε σύντροφός μου κι ας πεινούσα. Μ΄ άρεσε να τους κοιτάζω μέσα απ΄ το φακό. Μ΄ άρεσε να παγώνω το χρόνο και να αιχμαλωτίζω μαζί του πότε τη χαρά, τον ενθουσιασμό, την αμηχανία της στιγμής και πότε τον μόχθο, την έγνοια, τη φροντίδα, την υπομονή. Γι’ αυτό και φύλαγα όλα αυτά τα χρόνια τ΄ αρνητικά, ακόμα κι αυτά που δεν εμφάνιζα. Τα κουβαλούσα μαζί μου όπου κι αν πήγαινα να μείνω, κι ας τα έφθειρε ο χρόνος, σαν να κουβαλούσα τις ζωές τους, γάμους, βαφτίσια, σχολικές γιορτές, γυμναστικές επιδείξεις, πανηγύρια, φαγοπότια, αγροτικές εργασίες, χειρωνακτικές δουλειές, θαλάσσια λουτρά, εκδρομές. Τόσες ζωές κρατούσα για χρόνια στριμωγμένες σε ασπρόμαυρα φιλμ μέσα σ΄ ένα μπαουλάκι. Δεν μου πήγαινε να τα κάψω, όπως έκανε ο ξάδερφός μου, όταν άνοιξε μετά από χρόνια καφενείο στον Βόλο. Τις ένιωθα να με συνοδεύουν και να μου θυμίζουν και τη δική μου πορεία μαζί τους. Κάθε φωτογραφία έφερνε μαζί της και μια κουβέντα, ένα χαμόγελο, ένα αστείο, ένα κέρασμα, ένα κάλεσμα, ένα σκίρτημα. Πώς να τα ξεχάσω όλα αυτά!
Αυτές που μου άρεσαν περισσότερο ήταν τα πορτρέτα ταυτοτήτων. Με τη γενίκευση των δελτίων ταυτότητας μεταπολεμικά, άρχισε η μαζική ζήτηση φωτογραφίας και στα χωριά του Πηλίου. Οι προδιαγραφές συγκεκριμένες: μόνο πρόσωπο, μετωπική στάση, λευκό φόντο. Πού να βρεις όμως άσπρο ντουβάρι σε κάθε σπίτι; Τη λύση έδωσε ένα λευκό σεντόνι που το μετέφερα από σπίτι σε σπίτι και από αυλή σε αυλή, άλλοτε καρφωμένο στη γκρίζα πέτρα της Ζαγοράς, άλλοτε πιασμένο με μανταλάκια απ΄ τα σχοινιά της μπουγάδας. Κάποιες φορές μάλιστα, αναζητώντας βοηθό, ζητούσα από κάποιο φιλικό πρόσωπο ή συγγενή του φωτογραφιζόμενου να το κρατά. Τεντωμένο ή χαλαρό, ανάλογα με το κράτημα, το λευκό πανί γινόταν ο καμβάς των πορτρέτων που μαρτυρούσαν σιωπηλά τη μοναδικότητα του κάθε μοντέλου που έπαιρνε θέση με σοβαρότητα σχεδόν τελετουργική. Τότε, είχα αρκετές φορές την ευκαιρία να βγάζω ταυτόχρονα δυο πορτρέτα. Η σκηνή που έβλεπα πίσω από το φακό με άφηνε έκπληκτο! Τα βοηθητικά πρόσωπα πόζαραν με απόλυτη φυσικότητα, ακριβώς επειδή αγνοούσαν πως εγώ τους συμπεριλάμβανα στο θέμα. Έτσι, άθελά τους, με το βλέμμα ή τη στάση τους αποκαλύπτονταν σχέσεις, αισθήματα και μυστικά καλά κρυμμένα από τα μάτια των άλλων. Ένιωθα προνομιούχος που τα εμπιστεύονταν σ΄ εμένα έστω και εν αγνοία τους. Το καμάρι στο κρυφό μειδίαμα του πατέρα για τον φωτογραφιζόμενο γιο του που μόλις ενηλικιώθηκε, ο καημός στα σφιγμένα χείλη της μάνας για την ανύπαντρη ακόμη κόρη της, ο φόβος στα χαμηλωμένα μάτια της συζύγου απέναντι στον καταπιεστικό άντρα της που πόζαρε, η χαρά της γιαγιάς για την εγγονή που θα αρραβωνιαζόταν πρωτευουσιάνο. Πριν τη φωτογραφία, τους έπιανα λίγο την κουβέντα, έλεγα και κανένα αστείο, για να με εμπιστευτούν και να χαλαρώσουν μπροστά στον φακό κι έτσι να ακολουθήσουν πιο εύκολα τις οδηγίες μου. Όλα αυτά τα πρόσωπα, πινακοθήκη ολόκληρη μιας άλλης εποχής, θες πίστεψέ το, θες μην τον πιστεύεις, βρίσκονται ζωντανά ακόμη μέσα στο μυαλό μου, που κρατά μια θέση ξεχωριστή για τον καθένα τους.
Σε μια απ΄ αυτές τις φωτογραφίσεις ερωτεύτηκα, να ξέρεις! Δυο μάτια ποτάμια πίσω απ΄ το σεντόνι με πήραν μαζί τους μέχρι τη θάλασσα. Είκοσι χρονών θα ‘μουν δε θα ‘μουν κι όταν την είδα να κρατά το λευκό πανί για τη φωτογράφιση του πατέρα της με βλέμμα άφοβο απέναντι στο φακό, τα έχασα. Ωστόσο δεν έπρεπε να φανεί η ταραχή μου μπροστά στον πατέρα της και τους συγχωριανούς που είχαν μαζευτεί στην αυλή. Η Φανούλα, στα δεκαοκτώ της, ήταν χάρμα οφθαλμών! Της έριχνα κλεφτές ματιές καθώς έστηνα την πόζα του πατέρα της. Μια ζωγραφιά! Μα πώς να την πλησίαζα! Την έβγαλα φωτογραφία δίχως να το καταλάβει. Αυτό το πορτρέτο το έχω ακόμα. Είναι από τα καλύτερά μου κι ας μην ήταν στημένο όπως τα άλλα. Αποφάσισα να της δώσω ραβασάκι για μια πρώτη συνάντηση, την επόμενη φορά που θα πήγαινα σπίτι της για να παραδώσω τη φωτογραφία ταυτότητας του πατέρα της. Είχα γίνει κι άλλες φορές αγγελιαφόρος μυστικών σημειωμάτων σε ερωτευμένα ζευγαράκια. Σαν φωτογράφος μπορούσα να μπαίνω στα σπίτια χωρίς να με υποψιάζονται. Έλα όμως που η ζωή τα ‘χε κανονίσει αλλιώς! Την επόμενη φορά που πήγα στο σπίτι της Φανής, μου ζήτησαν να φωτογραφίσω εκείνη. Η χαρά μου σκορπίστηκε μαζί με τα φύλλα της αυλής εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό, όταν έμαθα πως θα έστελναν τη φωτογραφία της στον μέλλοντα αρραβωνιστικό της στην Αθήνα, με τον οποίο ήταν ήδη λογοδοσμένη. «Καλό παλικάρι, δημόσιος υπάλληλος σε υπουργείο! Θα παντρευτούν, με το καλό, το καλοκαίρι!», η μάνα της έσπευσε να με ενημερώσει με φανερό καμάρι, την ώρα που τέντωνε το λευκό σεντόνι πίσω απ΄ την κόρη της. Ποιος ήμουν εγώ που θα τολμούσα χωρίς εισόδημα της προκοπής να σηκώσω τα μάτια μου πάνω της; Έτσι ηχούσαν τα λόγια της στ΄ αυτιά μου.
Η Φανή πάλι, φορώντας το καλό της φόρεμα με τα κίτρινα ανθάκια και με τα καστανά μαλλιά της να σκεπάζουν τους λεπτούς της ώμους, κοιτούσε με χάρη τον φακό χωρίς να χρειαστεί να διορθώσω τίποτα στην πόζα. Τα μάτια της μού χαμογελούσαν. Ένα υπέροχο πορτρέτο που δυστυχώς προοριζόταν για άλλον κι έπρεπε, τι ειρωνεία, να το φωτογραφίσω και να το εμφανίσω εγώ. Το μόνο που ζήτησα, θυμάμαι, ήταν λίγο νερό πριν τη φωτογράφιση μπας και κατέβαινε εκείνος ο κόμπος που είχε στρογγυλοκαθίσει στον λαιμό μου και δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Τσαλάκωσα διακριτικά το ραβασάκι που ΄χα περιποιηθεί με γράμματα καλλιγραφικά και ήμουν έτοιμος να της δώσω, και το έσπρωξα στο βάθος της τσέπης μου, προσπαθώντας να κρύψω την αναστάτωσή μου. Δεν την ξανάδα από τότε. Όταν ξαναπήγα για να πληρωθώ για τις φωτογραφίες, η Φανή έλειπε στον Βόλο με τη μητέρα της, να ψωνίσουν για τους αρραβώνες. Χαραγμένα έμειναν στη μνήμη μου τα χαμογελαστά της μάτια κι εκείνο το αυθόρμητο πορτρέτο της κρατώντας το σεντόνι. Σαν να τη βλέπω μπροστά μου και τώρα που σου μιλώ και τα μάτια μου πονούν, κι ας κοντεύω τα ενενήντα, με παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα.
Περνώντας ο καιρός σταμάτησα να βγάζω φωτογραφίες. Ήρθε η τεχνολογία, καινούριες μηχανές, κάμερες, ο καθένας αγόραζε τη δική του φωτογραφική. Η πελατεία μειώθηκε. Οι πλανόδιοι φωτογράφοι δεν είχαν πια πέραση. Ο καθένας έγινε φωτογράφος του εαυτού του. Να μη στα πολυλογώ, με ό,τι χρήματα είχα μαζέψει αγόρασα ένα κτήμα κι έχτισα δυο κάμαρες για την οικογένεια που είχα εντωμεταξύ δημιουργήσει. Η γη με έθρεψε από τότε. Δούλεψα για χρόνια πολλά στα μήλα. Έβγαινε το μεροκάματο. Φωτογραφίες έβγαζα πια μόνο αναμνηστικές. Την οικογένεια, τους φίλους και τους συγγενείς. Το μπαουλάκι με τα φιλμ όμως το φύλαξα σαν κόρη οφθαλμού. Μέχρι που ήρθαν πριν δυο χρόνια από τον Δήμο και μου το ζήτησαν. Έμαθαν λέει για μένα και τις φωτογραφίες μου και θέλησαν να φτιάξουν αυτό εδώ το λεύκωμα. Το ξεφυλλίζω τώρα που το ‘χω μπροστά μου και μου ‘ρχονται δάκρυα. Ζωντανεύουν πρόσωπα και μνήμες θαμμένα από τον χρόνο και τη λησμονιά. Με κοιτάζουν ξανά, όπως τότε που τα ‘βλεπα πίσω απ΄ τον φακό. Ωραία χρόνια μα δύσκολα! Αυτό τα λέει όλα».
— Λοιπόν, παλικάρι μου, τα ΄πα καλά; Για πες μου πάλι τι ήταν αυτό που κάναμε;
— Podcast, κυρ Αλέκο! Podcast!
— Ναι, μπράβο! Πολλά μου θύμισες λοιπόν μ΄ αυτό το πότκας. Δεν πίστευα πως θα ΄λεγα τόσα. Και δε μου λες, θα με ακούσουν πολλοί;
— Ναι, πολλοί. Θα αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Δήμου, στο αφιέρωμα για τους τοπικούς φωτογράφους του Ανατολικού Πηλίου.
— Δεν το κατάλαβα και καλά αυτό που είπες αλλά ακούγεται ωραία! Τοπικός φωτογράφος! Για φαντάσου! Πού να το ‘ξερα τότε που γύριζα τους μαχαλάδες για πενταροδεκάρες. Ας είναι!
— Να σας βγάλω και μια φωτογραφία για το εξώφυλλο;
— Να με βγάλεις. Μόνο που τη θέλω σε φόντο λευκό!
Πηγή:https://www.hartismag.gr/hartis-58/fwtografia/se-fonto-leiko#
Δίχως καλοκαίρι
Storywits
Τεύχος Οκτωβρίου 2023
Storywits
Τεύχος Οκτωβρίου 2023
Τοποθέτησε προσεκτικά και το τελευταίο ξύλινο σκαφάκι πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι της αυλής. Στα μάτια του Πέτρου ήρθε για μια στιγμή η εικόνα του παππού του, όταν στην ίδια εκείνη αυλή τον μάθαινε παιδί να φτιάνει χάρτινες βαρκούλες που τις έριχναν μαζί κάθε πρωί στη θάλασσα, παρακολουθώντας τες στο σύντομο ταξίδι τους. Ήταν το δικό τους ξεκίνημα της ημέρας στο μικρό ψαροχώρι της Μεσσηνιακής Μάνης όπου περνούσε τα καλοκαίρια του. Σειρά είχαν τα θαλασσόξυλα που μάζευε μικρός στην παραλία και που στα χέρια του παππού μεταμορφώνονταν σε καραβάκια με καραβόπανα χρωματιστά. Θυμόταν που τα ΄παιρνε μαζί αρχές του Σεπτέμβρη στην Αθήνα, για να στολίζουν το δωμάτιό του και να ταξιδεύουν τη φαντασία του όλο τον χειμώνα. Κι όταν πια μεγάλωσε και μπορούσε να κρατά επιδέξια εκείνο το σκαρπέλο, πατέντα του παππού του, με το μαχαιράκι που κατέληγε σε μύτη γυριστή για να μπορεί να σκάβει φλούδα φλούδα το ξύλο της καστανιάς, ένιωθε περήφανος με τα μικρά του πλεούμενα.
Το σπίτι μπροστά στον γιαλό τού εξασφάλιζε παιχνίδι και ανεμελιά χτίζοντας τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων. Αξημέρωτα έβγαιναν με τον παππού του για ψάρεμα στ΄ ανοιχτά με την ΜΑΡΙΓΩ, το καϊκι που είχε τ΄ όνομα της γυναίκας του, διαλαλώντας στο πέλαγος την αγάπη του γι’ αυτήν. Γέμιζαν τότε τα μάτια του Πέτρου γαλάζιο κι έπλεκε με το μυαλό του ιστορίες θαλασσινές που αφηγούνταν το βράδυ στην αγοροπαρέα της πλατείας του χωριού.
Είχε μέρες που παιδευόταν για να τελειώσει τα βαρκάκια, μα τώρα που τα έβλεπε και τα τέσσερα στη σειρά, έτοιμα να σαλπάρουν με το πολύτιμο φορτίο τους, ανυπομονούσε. Εξάλλου δεν είχε άλλα περιθώρια χρόνου. Τους περίμενε όλους μαζί το απόγευμα της επόμενης μέρας κι έπρεπε όλα να είναι οργανωμένα.
Ήταν το μοναδικό καλοκαίρι από τα φοιτητικά τους χρόνια, που η παρέα δεν είχε καταφέρει να επισκεφθεί το χωριό έστω για λίγες μέρες. Είχε μπει πια για τα καλά ο Σεπτέμβρης δίχως όμως να καταλάβουν πώς πέρασε το καλοκαίρι. Σαν να τους προσπέρασε και μπήκαν ολομόναχοι κατευθείαν στο φθινόπωρο. Η θάλασσα τους περίμενε με μελαγχολική ηρεμία. Αυτή τη φορά για κάτι διαφορετικό απ’ όσα συνήθιζαν να κάνουν.
Πήρε τη φωτογραφία της παρέας και την ακούμπισε δίπλα στα ξύλινα βαρκάκια. Ο Πέτρος, η Λένα, ο Βασίλης, η Χαρά κι ο Γρηγόρης, φοιτητές ακόμα, φορώντας φαρδιά ψάθινα καπέλα, χαμογελούσαν στον φακό περήφανοι για την πλούσια ψαριά τους μπροστά στην ΜΑΡΙΓΩ. Είχε ακόμα στ’ αυτιά του το γάργαρο γέλιο της Λένας κάθε φορά που έβλεπε ψάρι να σπαρταράει, τη γκρίνια του Βασίλη που από μια ώρα και μετά βαριόταν το ψάρεμα, τις ιαχές του Γρηγόρη όταν τσίμπαγε μεγάλο ψάρι και τις παρακλήσεις της Χαράς να κοιτάξουν τον φακό για μοναδικά, όπως έλεγε, πορτρέτα στο ηλιοβασίλεμα. Κουβέντες και σιωπές, μυστικά κι εξομολογήσεις, γέλια και κλάματα, έρωτες και χωρισμοί, επιτυχίες κι αποτυχίες, τσακωμοί και μονιάσματα, η ζωή μια παρέας που άφηνε το αποτύπωμά της στο χρόνο κάθε καλοκαίρι σ’ αυτό το ψαροχώρι. Ήταν το δικό τους κομμάτι ζωής που το κρατούσαν φυλαχτό, να τους θυμίζει πως στις δύσκολες στιγμές υπήρχε για εκείνους το αντίδοτο της φιλίας τους. Ήταν άραγε αρκετό;
Μεσήλικες τώρα πια, είχαν ανανεώσει το περασμένο καλοκαίρι το ραντεβού τους για τα τέλη του φετινού Ιούλη. Παρόλο που ήταν πολυτέλεια για κείνους να ξεκλέψουν έστω τρεις μέρες από οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις μόνο για την παρέα, το είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλο αλλά και στον εαυτό τους. Ο προηγούμενος Οκτώβρης όμως είχε άλλα σχέδια γι’ αυτούς. Τους βρήκε απροετοίμαστους μπροστά σε μια αδιέξοδη περιπέτεια που θα τους οδηγούσε σε μια πρωτόγνωρη θλίψη. Μήνα το μήνα η ελπίδα τους στέρευε και τα παρήγορα λόγια έδιναν τη θέση τους στη βουβή αποδοχή του αναπόφευκτου. Λέξεις άγνωστες από επίσημα και αυστηρά χείλη σωρεύονταν σε λευκά ψυχρά δωμάτια και διαδρόμους, δοκιμάζοντας την αγωνία τους και παίζοντας με την άγνοιά τους. Τα μόνο τους όπλα, η υπομονή και η αγάπη απέναντι στη δοκιμαζόμενη ζωή. Μέχρι που έφτασε ο Αύγουστος για να τους μάθει πώς να ζουν δίχως καλοκαίρι, βυθισμένοι στην απόγνωση της απώλειας.
Είδε το αυτοκίνητο να πλησιάζει και τους περίμενε όπως πάντα στην αυλόπορτα. Η τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί μόνο οι τέσσερις τους ένα μήνα πριν, ήταν για όλους οδυνηρή. Ήθελε να τους αγκαλιάσει ξανά έναν έναν κι ας ήξερε πως στο μέτρημα θα έβγαινε από δω και πέρα πάντα χαμένος. Το αυθόρμητο χαμόγελο στα πρόσωπά τους όταν τους υποδέχτηκε, του έδωσε κουράγιο. Κάθισαν στην αυλή. Η ματιά όλων έπεσε στα μικρά ξύλινα βαρκάκια. «Αυτά είναι; Πόσο χαριτωμένα!», δήλωσε η Λένα με ενθουσιασμό. «Λοιπόν η ιδέα σου φίλε, με άφησε άφωνο. Πώς το σκέφτηκες ρε μπαγάσα;», ήταν το σχόλιο του Γρηγόρη συνοδευμένο μ’ ένα χτύπημα στην πλάτη του Πέτρου. Ο Βασίλης δεν μίλησε, η ματιά του έκανε ένα γρήγορο πέρασμα απ΄ τα βαρκάκια, στάθηκε για λίγο στη φωτογραφία κι έπειτα γατζώθηκε στο λευκό πορσελάνινο βάζο με το καπάκι που ήταν τοποθετημένο δίπλα της. «Εκεί μέσα είναι;». Δεν ακούστηκε σαν ερώτηση μα σαν επιβεβαίωση μιας αναπόφευκτης διαπίστωσης. Τα χαμόγελα των άλλων πάγωσαν και η προηγούμενη προσπάθειά τους να δώσουν μια εύθυμη νότα στο καλωσόρισμα, έπεσε ξαφνικά στο κενό. Την απόλυτη σιωπή διέκοψε η πρόταση του Πέτρου: «Τι θα λέγατε να ξεκινήσουμε τώρα που η θάλασσα είναι ήρεμη;»
Πήραν ο καθένας από ένα σκαφάκι και προχώρησαν προς την ακτή. Ο ήλιος στο βάθος του πελάγους έτοιμος να βουτήξει στα νερά, έντυνε με χρώμα πορφυρό τον ορίζοντα. «Πάντα άρεσε στην Χαρά το ηλιοβασίλεμα από δω», είπε σιγανά η Λένα και γέμισε το βαρκάκι της με λίγη από την τέφρα του βάζου κι ύστερα το έριξε προσεκτικά στο νερό. Ακολούθησε ο Βασίλης κι έπειτα ο Γρηγόρης. Ένα απαλό αεράκι έσπρωχνε τα βαρκάκια προς τα βαθιά. Τελευταίος ο Πέτρος έριξε το δικό του βαρκάκι και το είδε να επιπλέει με κατεύθυνση προς τον ήλιο που έδυε.
Έκατσαν εκεί για ώρα να τα κοιτούν μέχρι που χάθηκαν απ΄ τα μάτια τους.
«Καλό σου ταξίδι Χαρά! Θα μας λείπεις πάντα!».
Πηγή: https://storywits.com/issues/
Το σπίτι μπροστά στον γιαλό τού εξασφάλιζε παιχνίδι και ανεμελιά χτίζοντας τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων. Αξημέρωτα έβγαιναν με τον παππού του για ψάρεμα στ΄ ανοιχτά με την ΜΑΡΙΓΩ, το καϊκι που είχε τ΄ όνομα της γυναίκας του, διαλαλώντας στο πέλαγος την αγάπη του γι’ αυτήν. Γέμιζαν τότε τα μάτια του Πέτρου γαλάζιο κι έπλεκε με το μυαλό του ιστορίες θαλασσινές που αφηγούνταν το βράδυ στην αγοροπαρέα της πλατείας του χωριού.
Είχε μέρες που παιδευόταν για να τελειώσει τα βαρκάκια, μα τώρα που τα έβλεπε και τα τέσσερα στη σειρά, έτοιμα να σαλπάρουν με το πολύτιμο φορτίο τους, ανυπομονούσε. Εξάλλου δεν είχε άλλα περιθώρια χρόνου. Τους περίμενε όλους μαζί το απόγευμα της επόμενης μέρας κι έπρεπε όλα να είναι οργανωμένα.
Ήταν το μοναδικό καλοκαίρι από τα φοιτητικά τους χρόνια, που η παρέα δεν είχε καταφέρει να επισκεφθεί το χωριό έστω για λίγες μέρες. Είχε μπει πια για τα καλά ο Σεπτέμβρης δίχως όμως να καταλάβουν πώς πέρασε το καλοκαίρι. Σαν να τους προσπέρασε και μπήκαν ολομόναχοι κατευθείαν στο φθινόπωρο. Η θάλασσα τους περίμενε με μελαγχολική ηρεμία. Αυτή τη φορά για κάτι διαφορετικό απ’ όσα συνήθιζαν να κάνουν.
Πήρε τη φωτογραφία της παρέας και την ακούμπισε δίπλα στα ξύλινα βαρκάκια. Ο Πέτρος, η Λένα, ο Βασίλης, η Χαρά κι ο Γρηγόρης, φοιτητές ακόμα, φορώντας φαρδιά ψάθινα καπέλα, χαμογελούσαν στον φακό περήφανοι για την πλούσια ψαριά τους μπροστά στην ΜΑΡΙΓΩ. Είχε ακόμα στ’ αυτιά του το γάργαρο γέλιο της Λένας κάθε φορά που έβλεπε ψάρι να σπαρταράει, τη γκρίνια του Βασίλη που από μια ώρα και μετά βαριόταν το ψάρεμα, τις ιαχές του Γρηγόρη όταν τσίμπαγε μεγάλο ψάρι και τις παρακλήσεις της Χαράς να κοιτάξουν τον φακό για μοναδικά, όπως έλεγε, πορτρέτα στο ηλιοβασίλεμα. Κουβέντες και σιωπές, μυστικά κι εξομολογήσεις, γέλια και κλάματα, έρωτες και χωρισμοί, επιτυχίες κι αποτυχίες, τσακωμοί και μονιάσματα, η ζωή μια παρέας που άφηνε το αποτύπωμά της στο χρόνο κάθε καλοκαίρι σ’ αυτό το ψαροχώρι. Ήταν το δικό τους κομμάτι ζωής που το κρατούσαν φυλαχτό, να τους θυμίζει πως στις δύσκολες στιγμές υπήρχε για εκείνους το αντίδοτο της φιλίας τους. Ήταν άραγε αρκετό;
Μεσήλικες τώρα πια, είχαν ανανεώσει το περασμένο καλοκαίρι το ραντεβού τους για τα τέλη του φετινού Ιούλη. Παρόλο που ήταν πολυτέλεια για κείνους να ξεκλέψουν έστω τρεις μέρες από οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις μόνο για την παρέα, το είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλο αλλά και στον εαυτό τους. Ο προηγούμενος Οκτώβρης όμως είχε άλλα σχέδια γι’ αυτούς. Τους βρήκε απροετοίμαστους μπροστά σε μια αδιέξοδη περιπέτεια που θα τους οδηγούσε σε μια πρωτόγνωρη θλίψη. Μήνα το μήνα η ελπίδα τους στέρευε και τα παρήγορα λόγια έδιναν τη θέση τους στη βουβή αποδοχή του αναπόφευκτου. Λέξεις άγνωστες από επίσημα και αυστηρά χείλη σωρεύονταν σε λευκά ψυχρά δωμάτια και διαδρόμους, δοκιμάζοντας την αγωνία τους και παίζοντας με την άγνοιά τους. Τα μόνο τους όπλα, η υπομονή και η αγάπη απέναντι στη δοκιμαζόμενη ζωή. Μέχρι που έφτασε ο Αύγουστος για να τους μάθει πώς να ζουν δίχως καλοκαίρι, βυθισμένοι στην απόγνωση της απώλειας.
Είδε το αυτοκίνητο να πλησιάζει και τους περίμενε όπως πάντα στην αυλόπορτα. Η τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί μόνο οι τέσσερις τους ένα μήνα πριν, ήταν για όλους οδυνηρή. Ήθελε να τους αγκαλιάσει ξανά έναν έναν κι ας ήξερε πως στο μέτρημα θα έβγαινε από δω και πέρα πάντα χαμένος. Το αυθόρμητο χαμόγελο στα πρόσωπά τους όταν τους υποδέχτηκε, του έδωσε κουράγιο. Κάθισαν στην αυλή. Η ματιά όλων έπεσε στα μικρά ξύλινα βαρκάκια. «Αυτά είναι; Πόσο χαριτωμένα!», δήλωσε η Λένα με ενθουσιασμό. «Λοιπόν η ιδέα σου φίλε, με άφησε άφωνο. Πώς το σκέφτηκες ρε μπαγάσα;», ήταν το σχόλιο του Γρηγόρη συνοδευμένο μ’ ένα χτύπημα στην πλάτη του Πέτρου. Ο Βασίλης δεν μίλησε, η ματιά του έκανε ένα γρήγορο πέρασμα απ΄ τα βαρκάκια, στάθηκε για λίγο στη φωτογραφία κι έπειτα γατζώθηκε στο λευκό πορσελάνινο βάζο με το καπάκι που ήταν τοποθετημένο δίπλα της. «Εκεί μέσα είναι;». Δεν ακούστηκε σαν ερώτηση μα σαν επιβεβαίωση μιας αναπόφευκτης διαπίστωσης. Τα χαμόγελα των άλλων πάγωσαν και η προηγούμενη προσπάθειά τους να δώσουν μια εύθυμη νότα στο καλωσόρισμα, έπεσε ξαφνικά στο κενό. Την απόλυτη σιωπή διέκοψε η πρόταση του Πέτρου: «Τι θα λέγατε να ξεκινήσουμε τώρα που η θάλασσα είναι ήρεμη;»
Πήραν ο καθένας από ένα σκαφάκι και προχώρησαν προς την ακτή. Ο ήλιος στο βάθος του πελάγους έτοιμος να βουτήξει στα νερά, έντυνε με χρώμα πορφυρό τον ορίζοντα. «Πάντα άρεσε στην Χαρά το ηλιοβασίλεμα από δω», είπε σιγανά η Λένα και γέμισε το βαρκάκι της με λίγη από την τέφρα του βάζου κι ύστερα το έριξε προσεκτικά στο νερό. Ακολούθησε ο Βασίλης κι έπειτα ο Γρηγόρης. Ένα απαλό αεράκι έσπρωχνε τα βαρκάκια προς τα βαθιά. Τελευταίος ο Πέτρος έριξε το δικό του βαρκάκι και το είδε να επιπλέει με κατεύθυνση προς τον ήλιο που έδυε.
Έκατσαν εκεί για ώρα να τα κοιτούν μέχρι που χάθηκαν απ΄ τα μάτια τους.
«Καλό σου ταξίδι Χαρά! Θα μας λείπεις πάντα!».
Πηγή: https://storywits.com/issues/
Εκδόσεις Παράξενες μέρες
Μαύρο ταγιέρ
(Απόσπασμα)
Μαύρο ταγιέρ
(Απόσπασμα)
-Θα βάλεις μαύρα τελικά;
-Δεν ξέρω. Ακόμα το σκέφτομαι. Εσύ;
-Ξέρεις πως θα το σχολιάσουν. Εγώ θα βάλω. Έτσι κι αλλιώς πενθώ χρόνια τώρα.
-Τον εαυτό σου πενθείς, όχι εκείνη.
-Μπορεί κι εκείνη.
-Και να ΄θελα, δεν έχω τίποτε μαύρο να φορέσω. Ξέρεις πως το αντιπαθώ αυτό το χρώμα.
-Πάντα υπάρχει η λύση του δικού της μαύρου ταγιέρ. Θα το βρεις κρεμασμένο στην ντουλάπα. Η μόνη μας κληρονομιά από εκείνη.
-Δεν υπάρχει περίπτωση να φορέσω κάτι δικό της.
-Τέλος πάντων! Αποφάσισε! Η ώρα περνάει. Θα συναντηθούμε εκεί. Σε φιλώ!
Έκλεισε το τηλέφωνο με το βλέμμα άδειο. Το χέρι της δεν άφηνε το ακουστικό, λες και την είχε ηλεκτρίσει. Κοίταξε προς το παράθυρο. Η μέρα ήταν βροχερή. Ο ουρανός έκλαιγε κι εκείνη δεν μπορούσε να χύσει ούτε ένα δάκρυ. Σαν να είχαν στερέψει τα μάτια της από τότε, που το κλάμα της είχε διαρκέσει μέρες.
Πήγε προς το καθρέφτη. Μπορεί να μην είχε κλάψει, μα έβλεπε τα μάτια της βαριά, κουρασμένα. Πέντε μέρες απ΄ όταν έμαθε τα νέα, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ούτε στο σπίτι ούτε στη δουλειά. Κινούνταν μηχανικά, περισσότερο γιατί έπρεπε παρά επειδή ήθελε. Η επιστολή βρισκόταν ακόμη ανοιχτή πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ο άγνωστος σ΄ εκείνη αποστολέας, από διεύθυνση σε προάστιο της Στοκχόλμης, την παραξένεψε όταν το έλαβε. Αυτό το γράμμα ήταν το μοναδικό και το τελευταίο χνάρι της μετά από τόσα χρόνια, για να δηλώσει την παντοτινή απουσία της. Η συγκεκριμένη διεύθυνση, υπήρξε, όπως έμαθε, ο τελευταίος σταθμός μιας περιπλάνησης στην αναζήτηση του ονείρου της ελευθερίας. Άραγε την είχε βρει;
...................................................................................................................................................................................................
-Δεν ξέρω. Ακόμα το σκέφτομαι. Εσύ;
-Ξέρεις πως θα το σχολιάσουν. Εγώ θα βάλω. Έτσι κι αλλιώς πενθώ χρόνια τώρα.
-Τον εαυτό σου πενθείς, όχι εκείνη.
-Μπορεί κι εκείνη.
-Και να ΄θελα, δεν έχω τίποτε μαύρο να φορέσω. Ξέρεις πως το αντιπαθώ αυτό το χρώμα.
-Πάντα υπάρχει η λύση του δικού της μαύρου ταγιέρ. Θα το βρεις κρεμασμένο στην ντουλάπα. Η μόνη μας κληρονομιά από εκείνη.
-Δεν υπάρχει περίπτωση να φορέσω κάτι δικό της.
-Τέλος πάντων! Αποφάσισε! Η ώρα περνάει. Θα συναντηθούμε εκεί. Σε φιλώ!
Έκλεισε το τηλέφωνο με το βλέμμα άδειο. Το χέρι της δεν άφηνε το ακουστικό, λες και την είχε ηλεκτρίσει. Κοίταξε προς το παράθυρο. Η μέρα ήταν βροχερή. Ο ουρανός έκλαιγε κι εκείνη δεν μπορούσε να χύσει ούτε ένα δάκρυ. Σαν να είχαν στερέψει τα μάτια της από τότε, που το κλάμα της είχε διαρκέσει μέρες.
Πήγε προς το καθρέφτη. Μπορεί να μην είχε κλάψει, μα έβλεπε τα μάτια της βαριά, κουρασμένα. Πέντε μέρες απ΄ όταν έμαθε τα νέα, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ούτε στο σπίτι ούτε στη δουλειά. Κινούνταν μηχανικά, περισσότερο γιατί έπρεπε παρά επειδή ήθελε. Η επιστολή βρισκόταν ακόμη ανοιχτή πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Ο άγνωστος σ΄ εκείνη αποστολέας, από διεύθυνση σε προάστιο της Στοκχόλμης, την παραξένεψε όταν το έλαβε. Αυτό το γράμμα ήταν το μοναδικό και το τελευταίο χνάρι της μετά από τόσα χρόνια, για να δηλώσει την παντοτινή απουσία της. Η συγκεκριμένη διεύθυνση, υπήρξε, όπως έμαθε, ο τελευταίος σταθμός μιας περιπλάνησης στην αναζήτηση του ονείρου της ελευθερίας. Άραγε την είχε βρει;
...................................................................................................................................................................................................
Όσο διαρκεί ένα σπίρτο
18.12. 2023
18.12. 2023
Ήταν θυμωμένος με τα Χριστούγεννα. Το παραδεχόταν. Ένιωθε αταίριαστος, σχεδόν παρείσακτος όταν όλοι γύρω του γελούσαν, εύχονταν, στόλιζαν, αντάλλασσαν αγκαλιές και δώρα. Όλη αυτή η πολύχρωμη, φωτεινή, πληθωρική ατμόσφαιρα γύρω του, στα καταστήματα, στους δρόμους και στα σπίτια, του έδινε στα νεύρα. Στη δουλειά δεν συμμεριζόταν ούτε στο ελάχιστο τη χαρά των συναδέλφων για το στόλισμα του δέντρου, το τρέξιμο για την επιλογή και την αγορά των δώρων, την αγωνιώδη αναμονή τους για την παραμονή των Χριστουγέννων, τις ατέρμονες συζητήσεις για τις περίτεχνες συνταγές και τα εδέσματα του γιορτινού τραπεζιού ή το ξεφύλλισμα των περιοδικών στα διαλείμματα, με τις ενδυματολογικές προτάσεις για επίσημες εξόδους σε μοδάτα στέκια. Με το ζόρι κατάφερνε να ανταποκριθεί στις ευχές των συναδέλφων με ένα νεύμα ή με ένα συγκρατημένο χαμόγελο που έσβηνε αμέσως μετά, αποφεύγοντας τον επόμενο που θα του ευχόταν ξανά. «Καλά Χριστούγεννα!» και «Χρόνια πολλά!» ήταν γι’ αυτόν φράσεις ξεχασμένες και πλέον άνευ σημασίας.
Ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χέρια και το σφίξιμο των δοντιών ήταν οι πρώτες ενδείξεις του εκνευρισμού του ήδη από τις αρχές του Νοέμβρη, όταν η εμπορική κίνηση των καταστημάτων επέβαλλε τις πρώτες διαφημίσεις σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και τον καθιερωμένο στολισμό της πόλης. Η εικόνα μάλιστα των Αγιοβασίληδων με τις κόκκινες φθαρμένες στολές τους στις πλατείες και τα πεζοδρόμια, να διαλαλούν την πραμάτεια τους ή να φωτογραφίζονται με μικρά παιδιά δίπλα σε παιχνίδια και μπαλόνια, τον ενοχλούσε τόσο, που άλλαζε δρόμο όταν τους συναντούσε.
Και να τώρα που ερχόταν αντιμέτωπος με την πρόσκληση της Σοφίας, της νεαρής συναδέλφου με το γλυκό χαμόγελο και τα χαμογελαστά μάτια, για χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στο σπίτι της. Περπατούσε στο χειμωνιάτικο κρύο επιστρέφοντας απ΄ τη δουλειά κι εκείνο το «Θα χαιρόμουν πολύ να έρθεις», τριβέλιζε διαρκώς το μυαλό του. Τι να της έλεγε; Πως είχε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις Χριστούγεννα; Της χρωστούσε ωστόσο μιαν απάντηση…
Είχε συνηθίσει τόσα χρόνια την απουσία των Χριστουγέννων απ΄ τη ζωή του, που δεν ήξερε αν μπορούσε πάλι να τα αναζητήσει. Ο καιρός που μικρό αγόρι έγραφε γράμμα στο Αη Βασίλη και το τοποθετούσε στο δέντρο περιμένοντας να πραγματοποιηθεί η ευχή του τη νύχτα της παραμονής και που δάκρυζε απαρηγόρητος στην αγκαλιά της μητέρας του λίγο πριν κοιμηθεί, όταν του διάβαζε «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» του Άντερσεν, ήταν η πρώτη του χριστουγεννιάτικη ανάμνηση. Θυμάται που μετρούσε ένα ένα τα σπίρτα του μικρού κοριτσιού που άναβαν κι ύστερα από λίγο έσβηναν, δίνοντας κάθε φορά ελάχιστη θαλπωρή στη μικρή ηρωίδα κι από μέσα του ευχόταν να μην τελειώσουν τα σπίρτα, για να την κρατήσουν ζεστή μέχρι να την βρει κάποιος να την πάρει μαζί του σ΄ ένα σπίτι γεμάτο αγάπη σαν το δικό του. Στιγμές της παιδικής του ηλικίας καλά θαμμένες από χρόνια στον πυθμένα της μνήμης του.
Και πιο βαθιά απ΄ όλες, εκείνη η παραμονή Πρωτοχρονιάς που ήταν δεν ήταν οκτώ χρόνων. Είχαν καλεσμένους στο σπίτι. Το κάτασπρο τραπεζομάντηλο, η ξεροψημένη γαλοπούλα, τα καλά σερβίτσια, τα λαμπιόνια στο δέντρο, τα δώρα με τα περίτεχνα κουτιά και τα πολύχρωμα περιτυλίγματα, φάνταζαν όλα μαγικά στα παιδικά μάτια του, σαν τα γιορτινά δωμάτια που κοιτούσε με τη φαντασία της η μικρή ηρωίδα του Άντερσεν στο άναμμα κάθε σπίρτου. Ζούσε την απόλυτη ευτυχία! Φαίνεται όμως πως η ευτυχία θα διαρκούσε και γι΄ αυτόν εξίσου λίγο. Μόλις είχε καταφέρει να ξετυλίξει το δώρο που είχε ζητήσει στο γράμμα του από τον Άγιο Βασίλη, ένα υπέροχο συναρμολογούμενο πειρατικό πλοίο, που, ω ανέλπιστη χαρά, του έδωσε ο ίδιος ο άγιος μπαίνοντας ξαφνικά στην αλλαγή του χρόνου από την μπαλκονόπορτα του σπιτιού, φωνάζοντας μάλιστα τ΄ όνομά του μαζί με τα χαρακτηριστικά ξεφωνητά του «Χο!Χο!Χο!». Με ασυγκράτητο ενθουσιασμό και το μεγάλο δώρο στα μικρά του χέρια έτρεξε στην κουζίνα αναζητώντας τη μητέρα του για να της το δείξει και να της πει για την ξαφνική επίσκεψη του αγίου, όταν την είδε να κρυφογελά, καθώς ο Αη Βασίλης την φιλούσε στο λαιμό κρατώντας την αγκαλιά, ενώ η λευκή του γενειάδα κι ο κόκκινος σκούφος του βρίσκονταν παραπεταμένα σε μιαν άκρη του πάγκου. Το πλοίο του γλίστρησε απ΄ τα χέρια χωρίς να το καταλάβει, σπάζοντας σε μικρά μικρά κομμάτια, μαζί με την καρδιά του. Η ξαφνιασμένη ματιά της μητέρας του συνοδευόμενη από ένα παρατεταμένο «Σσσσσστ! του ‘κοψε τα πόδια και τη μιλιά, ενώ στο πρόσωπο του Αη Βασίλη που είχε γυρίσει αποσβολωμένος προς το μέρος του, αναγνώρισε τον προσκεκλημένο στο γιορτινό τραπέζι συνέταιρο του πατέρα του. Η μαγεία των Χριστουγέννων είχε γι’ αυτόν χαθεί για πάντα. Ένιωθε σαν ήρωας μιας ακόμα θλιβερής Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν παραμύθι. Δυστυχώς τα σπίρτα είχαν τελειώσει και για εκείνον και η ευχή του δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα.
Δεν ξανάγραψε ποτέ πια γράμμα στον Άγιο Βασίλη ούτε και έκανε ξανά άλλη ευχή. Οι συζητήσεις με τους συμμαθητές του για παιχνίδια, επιθυμίες και Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν παραμύθι. Δυστυχώς τα σπίρτα είχαν τελειώσει και για εκείνον και η ευχή του δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα.
Δεν ξανάγραψε ποτέ πια γράμμα στον Άγιο Βασίλη ούτε και έκανε ξανά άλλη ευχή. Οι συζητήσεις με τους συμμαθητές του για παιχνίδια, επιθυμίες και Χριστουγεννιάτικη ευτυχία τον άφηναν από τότε αδιάφορο. Κάτω απ΄ το δέντρο έβρισκε πάντα κάθε χρόνο ένα ξεχωριστό δώρο αγορασμένο απ΄ τους γονείς του. Ποτέ όμως δεν ξανάνιωσε την πλημμύρα της αληθινής χαράς εκείνου του πειρατικού πλοίου που δεν το συναρμολόγησε ποτέ. Ούτε και την καρδιά του.
Το τσουχτερό κρύο του Δεκέμβρη τον ανάγκασε να σηκώσει τα πέτα του παλτού του και να βάλει τα χέρια του στις τσέπες. Ξάφνου κοντοστάθηκε ψηλαφώντας με το δεξί του ένα ξεχασμένο κουτάκι σπίρτα. Το κράτησε γερά στη φούχτα του και συνέχισε το δρόμο του με βήμα πιο γοργό.
Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/vania-syrmoy/
Ένα ελαφρύ τρέμουλο στα χέρια και το σφίξιμο των δοντιών ήταν οι πρώτες ενδείξεις του εκνευρισμού του ήδη από τις αρχές του Νοέμβρη, όταν η εμπορική κίνηση των καταστημάτων επέβαλλε τις πρώτες διαφημίσεις σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και τον καθιερωμένο στολισμό της πόλης. Η εικόνα μάλιστα των Αγιοβασίληδων με τις κόκκινες φθαρμένες στολές τους στις πλατείες και τα πεζοδρόμια, να διαλαλούν την πραμάτεια τους ή να φωτογραφίζονται με μικρά παιδιά δίπλα σε παιχνίδια και μπαλόνια, τον ενοχλούσε τόσο, που άλλαζε δρόμο όταν τους συναντούσε.
Και να τώρα που ερχόταν αντιμέτωπος με την πρόσκληση της Σοφίας, της νεαρής συναδέλφου με το γλυκό χαμόγελο και τα χαμογελαστά μάτια, για χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στο σπίτι της. Περπατούσε στο χειμωνιάτικο κρύο επιστρέφοντας απ΄ τη δουλειά κι εκείνο το «Θα χαιρόμουν πολύ να έρθεις», τριβέλιζε διαρκώς το μυαλό του. Τι να της έλεγε; Πως είχε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις Χριστούγεννα; Της χρωστούσε ωστόσο μιαν απάντηση…
Είχε συνηθίσει τόσα χρόνια την απουσία των Χριστουγέννων απ΄ τη ζωή του, που δεν ήξερε αν μπορούσε πάλι να τα αναζητήσει. Ο καιρός που μικρό αγόρι έγραφε γράμμα στο Αη Βασίλη και το τοποθετούσε στο δέντρο περιμένοντας να πραγματοποιηθεί η ευχή του τη νύχτα της παραμονής και που δάκρυζε απαρηγόρητος στην αγκαλιά της μητέρας του λίγο πριν κοιμηθεί, όταν του διάβαζε «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» του Άντερσεν, ήταν η πρώτη του χριστουγεννιάτικη ανάμνηση. Θυμάται που μετρούσε ένα ένα τα σπίρτα του μικρού κοριτσιού που άναβαν κι ύστερα από λίγο έσβηναν, δίνοντας κάθε φορά ελάχιστη θαλπωρή στη μικρή ηρωίδα κι από μέσα του ευχόταν να μην τελειώσουν τα σπίρτα, για να την κρατήσουν ζεστή μέχρι να την βρει κάποιος να την πάρει μαζί του σ΄ ένα σπίτι γεμάτο αγάπη σαν το δικό του. Στιγμές της παιδικής του ηλικίας καλά θαμμένες από χρόνια στον πυθμένα της μνήμης του.
Και πιο βαθιά απ΄ όλες, εκείνη η παραμονή Πρωτοχρονιάς που ήταν δεν ήταν οκτώ χρόνων. Είχαν καλεσμένους στο σπίτι. Το κάτασπρο τραπεζομάντηλο, η ξεροψημένη γαλοπούλα, τα καλά σερβίτσια, τα λαμπιόνια στο δέντρο, τα δώρα με τα περίτεχνα κουτιά και τα πολύχρωμα περιτυλίγματα, φάνταζαν όλα μαγικά στα παιδικά μάτια του, σαν τα γιορτινά δωμάτια που κοιτούσε με τη φαντασία της η μικρή ηρωίδα του Άντερσεν στο άναμμα κάθε σπίρτου. Ζούσε την απόλυτη ευτυχία! Φαίνεται όμως πως η ευτυχία θα διαρκούσε και γι΄ αυτόν εξίσου λίγο. Μόλις είχε καταφέρει να ξετυλίξει το δώρο που είχε ζητήσει στο γράμμα του από τον Άγιο Βασίλη, ένα υπέροχο συναρμολογούμενο πειρατικό πλοίο, που, ω ανέλπιστη χαρά, του έδωσε ο ίδιος ο άγιος μπαίνοντας ξαφνικά στην αλλαγή του χρόνου από την μπαλκονόπορτα του σπιτιού, φωνάζοντας μάλιστα τ΄ όνομά του μαζί με τα χαρακτηριστικά ξεφωνητά του «Χο!Χο!Χο!». Με ασυγκράτητο ενθουσιασμό και το μεγάλο δώρο στα μικρά του χέρια έτρεξε στην κουζίνα αναζητώντας τη μητέρα του για να της το δείξει και να της πει για την ξαφνική επίσκεψη του αγίου, όταν την είδε να κρυφογελά, καθώς ο Αη Βασίλης την φιλούσε στο λαιμό κρατώντας την αγκαλιά, ενώ η λευκή του γενειάδα κι ο κόκκινος σκούφος του βρίσκονταν παραπεταμένα σε μιαν άκρη του πάγκου. Το πλοίο του γλίστρησε απ΄ τα χέρια χωρίς να το καταλάβει, σπάζοντας σε μικρά μικρά κομμάτια, μαζί με την καρδιά του. Η ξαφνιασμένη ματιά της μητέρας του συνοδευόμενη από ένα παρατεταμένο «Σσσσσστ! του ‘κοψε τα πόδια και τη μιλιά, ενώ στο πρόσωπο του Αη Βασίλη που είχε γυρίσει αποσβολωμένος προς το μέρος του, αναγνώρισε τον προσκεκλημένο στο γιορτινό τραπέζι συνέταιρο του πατέρα του. Η μαγεία των Χριστουγέννων είχε γι’ αυτόν χαθεί για πάντα. Ένιωθε σαν ήρωας μιας ακόμα θλιβερής Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν παραμύθι. Δυστυχώς τα σπίρτα είχαν τελειώσει και για εκείνον και η ευχή του δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα.
Δεν ξανάγραψε ποτέ πια γράμμα στον Άγιο Βασίλη ούτε και έκανε ξανά άλλη ευχή. Οι συζητήσεις με τους συμμαθητές του για παιχνίδια, επιθυμίες και Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν παραμύθι. Δυστυχώς τα σπίρτα είχαν τελειώσει και για εκείνον και η ευχή του δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα.
Δεν ξανάγραψε ποτέ πια γράμμα στον Άγιο Βασίλη ούτε και έκανε ξανά άλλη ευχή. Οι συζητήσεις με τους συμμαθητές του για παιχνίδια, επιθυμίες και Χριστουγεννιάτικη ευτυχία τον άφηναν από τότε αδιάφορο. Κάτω απ΄ το δέντρο έβρισκε πάντα κάθε χρόνο ένα ξεχωριστό δώρο αγορασμένο απ΄ τους γονείς του. Ποτέ όμως δεν ξανάνιωσε την πλημμύρα της αληθινής χαράς εκείνου του πειρατικού πλοίου που δεν το συναρμολόγησε ποτέ. Ούτε και την καρδιά του.
Το τσουχτερό κρύο του Δεκέμβρη τον ανάγκασε να σηκώσει τα πέτα του παλτού του και να βάλει τα χέρια του στις τσέπες. Ξάφνου κοντοστάθηκε ψηλαφώντας με το δεξί του ένα ξεχασμένο κουτάκι σπίρτα. Το κράτησε γερά στη φούχτα του και συνέχισε το δρόμο του με βήμα πιο γοργό.
Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/vania-syrmoy/
Συνεντεύξεις-Κριτικές