Μεταφράσεις
Τζέιν Μπόουλς
Όλα είναι ωραία περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 12, Παιανία 1997 Βιρτζίνια Γούλφ
Η κυρία στον καθρέφτη περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 55, Παιανία 2006 Βιρτζίνια Γούλφ
Η κληρονομιά περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 68, Παιανία 2011 Βιρτζίνια Γουλφ
Το καινούργιο φόρεμα περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 86, Παιανία 2017 Τζαίημς Τζόυς
Πανσιόν περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 91, Παιανία 2018 Σάμουελ Μπέκετ
7 Διηγήματα Κρατιέμαι σφιχτά απ' τους φράχτες περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 106, Παιανία 2020 |
Ντέιβιντ Χ. Λώρενς
Η δαχτυλήθρα Μπιλιέτο, Παιανία 2001 Ε.Μ.Φόστερ
Ο δρόμος για τον Κολωνό Μπιλιέτο, Παιανία 2006. Έντγκαρ Άλαν Πόε
Ελεονόρα - Το ωοειδές πορτρέτο, διηγήματα περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 74-75, Παιανία 2012 Όσκαρ Ουάιλντ
Ο αφοσιωμένος φίλος και άλλες ιστορίες Δ' Έκδοση, Μπιλιέτο, Παιανία 2017 Βιρτζίνια Γουλφ
Στοιχειωμένο σπίτι Ο προβολέας περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 93, Παιανία 2018 Τενεσσή Ουίλλιαμς
Προς κατεδάφιση Μονόπρακτο περ. το Οκτασέλιδο υου Μπιλιέτου+, τχ.110, Παιανία 2021 |
Άλις Γουόκερ
Καθημερινής χρήσης περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, τχ. 40, Παιανία 2004 Όσκαρ Ουάιλντ
Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας και άλλες ιστορίες Μπιλιέτο, Παιανία 2007 Έρνεστ Χέμινγουέι
Στην προκυμαία της Σμύρνης και άλλα δύο διηγήματα περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 84, Παιανία 2017 Όσκαρ Ουάιλντ
Ο Καλλιτέχνης και άλλα πέντε πεζά ποιήματα περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+ τχ. 92, Παιανία 2018 Κάθρην Μάνσφηλντ
Εξ αρχής το πρόβλημα... περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 96, Παιανία 2019 |
Όσκαρ Ουάιλντ
Η σπουδαία ρουκέτα περ.το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου τχ. 47, Παιανία 2005 Τζαίημς Τζόυς
Αραβία περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 62, Παιανία 2010 Τζαίημς Τζόυς
Οδυνηρή Υπόθεση περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου+, τχ. 85, Παιανία 2017 Όσκαρ Ουάιλντ Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο Θεατρική παράσταση ατο Θέατρο Φούρνος 16.4 - 15.5 2018 Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κίτσος Τζαίημς Τζόυς
Αραβία περ. το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, τχ 62, Παιανία 2020, Β΄Έκδοση |
"Έβελιν" του Τζέιμς Τζόις
Εκείνη καθόταν στο παράθυρο παρακολουθώντας το σούρουπο να εισβάλλει στη λεωφόρο. Το κεφάλι της ακουμπούσε στις κουρτίνες του παραθύρου και στα ρουθούνια της ερχόταν η μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Ήταν κουρασμένη.
Λίγοι άνθρωποι περνούσαν. Ο άνδρας από το τελευταίο σπίτι πέρασε πηγαίνοντας σπίτι του. Άκουσε τα βήματά του να αντηχούν στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο και έπειτα να τρίζουν στο χαλικωτό μονοπάτι μπροστά από τα καινούργια κόκκινα σπίτια. Κάποτε υπήρχε εκεί μία αλάνα όπου έπαιζαν κάθε απόγευμα με τ’ άλλα παιδιά. Έπειτα, κάποιος από το Μπέλφαστ αγόρασε το οικόπεδο κι έχτισε εκεί σπίτια – όχι σαν τα δικά τους, μικρά καφετιά, αλλά καινούργια σπίτια από τούβλα, με γυαλιστερές στέγες. Τα παιδιά της λεωφόρου συνήθιζαν να παίζουν μαζί σ’ εκείνη την αλάνα – οι Ντιβάιν, οι Γουότερ, οι Νταν, ο μικρός Κίο ο κουτσός, εκείνη με τους αδερφούς και τις αδερφές της. Ο Έρνεστ ωστόσο δεν έπαιζε ποτέ· ήταν αρκετά μεγάλος. Ο πατέρας της τους έπαιρνε συχνά στο κυνήγι με το μαύρο μπαστούνι του, αλλά ο μικρός Κίο κρατούσε συνήθως τσίλιες και τους ειδοποιούσε όταν έβλεπε τον πατέρα της να έρχεται. Έδειχναν ωστόσο να ’ναι πολύ ευτυχισμένοι εκείνον τον καιρό. Ο πατέρας της δεν ήταν τόσο κακός τότε. Εξάλλου, ζούσε ακόμη η μητέρα της. Αυτό ήταν όμως πολύ παλιά. Αυτή και οι αδερφοί και οι αδερφές της ήταν όλοι μεγάλοι πια και η μητέρα της είχε πεθάνει. Η Τίζι Νταν είχε κι αυτή πεθάνει και οι Γουότερ είχαν επιστρέψει στην Αγγλία. Όλα αλλάζουν. Τώρα επρόκειτο κι αυτή να φύγει μακριά όπως όλοι οι άλλοι, να εγκαταλείψει το σπίτι της.
Το σπίτι της! Κοίταξε ολόγυρα το δωμάτιό της, παρατηρώντας όλα τα γνώριμα αντικείμενα που ξεσκόνιζε μια φορά την εβδομάδα τόσα χρόνια τώρα και αναρωτιόταν από πού στο καλό ερχόταν όλη αυτή η σκόνη. Ίσως να μην ξανάβλεπε ποτέ αυτά τα τόσο οικεία αντικείμενα, που ούτε στο όνειρό της δε φανταζόταν ότι θα τα αποχωριζόταν ποτέ. Κι όμως, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε ανακαλύψει ακόμα το όνομα αυτού του ιερέα, του οποίου η κιτρινισμένη φωτογραφία κρεμόταν πάνω από το σπασμένο αρμόνιο, δίπλα στα έγχρωμα τυπωμένα τάματα προς την Αγία Μαργαρίτα Μαρία Αλακόκ. Υπήρξε φίλος του πατέρα της από το σχολείο. Όποτε έδειχνε τη φωτογραφία σε κάποιον επισκέπτη ο πατέρας της, την προσπερνούσε λέγοντας:
«Αυτός τώρα βρίσκεται στη Μελβούρνη».
Είχε συμφωνήσει να φύγει, ν’ αφήσει το σπίτι της. Ήταν άραγε φρόνιμο κάτι τέτοιο; Προσπάθησε να ζυγίσει το ζήτημα και από τις δύο πλευρές. Στο σπίτι είχε σίγουρα στέγη και τροφή. Είχε γύρω της εκείνους που γνώριζε μια ζωή. Οπωσδήποτε θα έπρεπε να δουλέψει σκληρά, και στο σπίτι και στη δουλειά. Τι θα ’λεγαν γι’ αυτήν στο κατάστημα όταν μάθαιναν ότι το ’σκασε με έναν νεαρό; Θα ’λεγαν ίσως πως ήταν ανόητη και η θέση της θα αναπληρωνόταν με μια αγγελία στην εφημερίδα. Η δεσποινίς Γκάβαν θα χαιρόταν. Εκνευριζόταν πάντα μαζί της, ιδιαίτερα όταν ήταν κι άλλοι μπροστά που άκουγαν.
«Δεσποινίς Χιλ, δε βλέπετε πως οι κυρίες περιμένουν;»
«Δείξτε παρακαλώ λίγη ζωντάνια, δεσποινίς Χιλ!»
Σίγουρα η δεσποινίς Γκάβαν δε θα ’βαζε τα κλάματα που εκείνη θα ’φευγε απ’ το κατάστημα.
Αλλά στο νέο της σπίτι σε μια άγνωστη μακρινή πατρίδα, τα πράγματα δε θα ’ταν έτσι. Έπειτα, θα μπορούσε να παντρευτεί. Ναι, αυτή, η Έβελιν. Οι άνθρωποι θα της φέρονταν με σεβασμό. Δε θα της φέρονταν όπως στη μητέρα της. Ακόμα και τώρα που είχε περάσει τα δεκαεννιά, μερικές φορές ένιωθε ότι κινδυνεύει από τη βιαιότητα του πατέρα της. Ήξερε πως αυτό της προκαλούσε την ταχυπαλμία της. Καθώς μεγάλωναν, εκείνη ποτέ δεν τη χτυπούσε ο πατέρας της, όπως συνήθως χτυπούσε τον Χάρι και τον Έρνεστ, γιατί ήταν κορίτσι, αλλά αργότερα άρχισε να την απειλεί λέγοντάς της πως είχε χάρη που ’ταν πεθαμένη η μάνα της αλλιώς θα ’βλεπε τι θα της έκανε. Και τώρα δεν είχε κανέναν να την προστατέψει. Ο Έρνεστ είχε πεθάνει και ο Χάρι, που ασχολούνταν με διακοσμήσεις εκκλησιών, ήταν σχεδόν πάντα κάπου στην επαρχία. Εξάλλου, οι αναπόφευκτοι καβγάδες για λεφτά τα σαββατόβραδα είχαν αρχίσει να την κουράζουν τρομερά. Πάντα έδινε ολόκληρο το βδομαδιάτικό της –εφτά σελίνια– και ο Χάρι πάντα έστελνε όσα μπορούσε, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι δεν έπαιρνε δεκάρα από τον πατέρα της. Της έλεγε πως σπαταλούσε τα λεφτά της, ότι δεν είχε μυαλό στο κεφάλι της, ότι δεν επρόκειτο να της δώσει τα μαζεμένα με ιδρώτα λεφτά του για να τα σκορπίσει στους δρόμους και πολλά άλλα, γιατί ήταν ιδιαίτερα κακός τα σαββατόβραδα. Στο τέλος τής τα έδινε και τη ρωτούσε αν είχε πρόθεση να αγοράσει κάτι για το κυριακάτικο δείπνο. Έπειτα, έπρεπε να τρέξει έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να προλάβει να ψωνίσει, κρατώντας τη μαύρη δερμάτινη τσάντα σφιχτά στο χέρι της, σπρώχνοντας το πλήθος για να ανοίξει δρόμο και μετά να επιστρέψει αργά στο σπίτι φορτωμένη με το βάρος των φροντίδων. Κουραζόταν πολύ για να κρατήσει το σπίτι συγυρισμένο και να φροντίζει τα δυο παιδιά που είχαν μείνει υπό την επίβλεψή της, να πηγαίνουν στο σχολείο και να τρώνε κανονικά τα γεύματά τους. Ήταν δύσκολη δουλειά –δύσκολη ζωή– αλλά τώρα που ετοιμαζόταν να φύγει, δεν έβρισκε τη ζωή της εντελώς ανεπιθύμητη.
Ήταν έτοιμη να ανακαλύψει μια καινούργια ζωή με τον Φρανκ. Ο Φρανκ ήταν ευγενικός, αρρενωπός, ανοιχτόκαρδος. Επρόκειτο να φύγει μαζί του με το νυχτερινό πλοίο, να γίνει γυναίκα του και να ζήσει μαζί του στο Μπουένος Άιρες, όπου είχε ένα σπίτι να την περιμένει. Πόσο καλά θυμάται την πρώτη φορά που τον είδε! Νοίκιαζε δωμάτιο σ’ ένα φιλικό σπίτι στον κεντρικό δρόμο, στο οποίο εκείνη έκανε συχνά επισκέψεις. Λες και ήταν μονάχα μερικές βδομάδες πριν. Εκείνος στεκόταν στην αυλόπορτα, με το κασκέτο του σπρωγμένο προς τα πίσω και τα μαλλιά του ριγμένα μπροστά στο ηλιοκαμένο πρόσωπό του. Ύστερα γνωρίστηκαν. Τη συναντούσε συνήθως κάθε βράδυ έξω από το κατάστημα και τη συνόδευε ως το σπίτι. Την πήγε να δει την Τσιγγάνα[1] κι εκείνη ένιωθε γεμάτη χαρά που καθόταν μαζί του στο θέατρο. Του άρεσε πολύ η μουσική και τραγουδούσε λιγάκι. Ο κόσμος καταλάβαινε ότι τη φλέρταρε και όταν έλεγε εκείνο το τραγούδι για την κοπέλα που αγαπά τον ναύτη, εκείνη ένιωθε μια ευχάριστη αναστάτωση. Συνήθιζε να τη φωνάζει Πόπινς, γι’ αστείο. Στην αρχή ήταν συναρπαστική εμπειρία για εκείνη να έχει αγόρι κι έπειτα άρχισε να της αρέσει. Της έλεγε ιστορίες από μακρινές χώρες. Είχε ξεκινήσει σαν μούτσος με μισθό μια λίρα τον μήνα, σε ένα πλοίο της εταιρείας Άλαν Λάιν στη γραμμή για Καναδά. Της έλεγε τα ονόματα των καραβιών όπου είχε δουλέψει και τις διάφορες υπηρεσίες. Είχε περάσει από τα στενά του Μαγγελάνου και της διηγούνταν ιστορίες για τους τρομερούς κατοίκους της Παταγονίας. Είχε εγκατασταθεί στο Μπουένος Άιρες, είπε, και είχε έρθει στην πατρίδα μονάχα για διακοπές. Φυσικά, ο πατέρας της ανακάλυψε τη σχέση τους και της απαγόρεψε να του ξαναμιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα.
«Τους ξέρω εγώ αυτούς τους ναυτικούς!» της είπε.
Μια μέρα ο πατέρας της τσακώθηκε με τον Φρανκ, κι έτσι ύστερα απ’ αυτό αναγκάστηκε να τον συναντά κρυφά.
Το σκοτάδι πύκνωνε στη λεωφόρο. Το λευκό των δύο επιστολών που ήταν ακουμπισμένες στα γόνατά της άρχισε να μην το διακρίνει πια. Η μία ήταν για τον Χάρι. Η άλλη ήταν για τον πατέρα της. Ο Έρνεστ ήταν ο αγαπημένος της αδερφός, αλλά αγαπούσε και τον Χάρι. Είχε παρατηρήσει ότι ο πατέρας της είχε παραγεράσει τελευταία. Θα του έλειπε. Μερικές φορές ήταν πολύ καλός. Όχι πολύ παλιά, όταν εκείνη είχε μείνει άρρωστη στο κρεβάτι όλη μέρα, εκείνος της είχε διαβάσει μια ιστορία με φαντάσματα και της είχε φρυγανίσει ψωμί στο τζάκι. Μια άλλη μέρα, όταν η μητέρα της ζούσε ακόμα, είχαν πάει όλοι μαζί για πικ νικ στον λόφο Χόουθ. Θυμόταν που ο πατέρας της φορούσε τη σκούφια της μητέρας της, για να κάνει τα παιδιά να γελάσουν.
Η ώρα περνούσε αλλά εκείνη εξακολουθούσε να κάθεται κοντά στο παράθυρο, ακουμπώντας το κεφάλι της στην κουρτίνα, εισπνέοντας τη μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Κάτω, πέρα στη λεωφόρο, άκουγε τον ήχο μιας ρομβίας. Γνώριζε τον σκοπό. Περίεργο που έπρεπε να έρθει αυτή ακριβώς η νύχτα για να της θυμίσει την υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα της να κρατήσει όσο μπορούσε περισσότερο το σπιτικό ενωμένο.
Θυμήθηκε την τελευταία μέρα της αρρώστιας της μητέρας της. Βρισκόταν πάλι στο διπλανό σκοτεινό δωμάτιο, στην άλλη πλευρά του χολ, και άκουγε έξω έναν μελαγχολικό ιταλικό σκοπό. Έδωσαν στον οργανοπαίχτη έξι πένες και του είπαν να φύγει. Θυμήθηκε τον πατέρα της να επιστρέφει αγέρωχος στο δωμάτιο της άρρωστης λέγοντας:
«Καταραμένοι Ιταλοί! Φτάσατε ίσαμε δω!»
Καθώς αναπολούσε τα περασμένα, η θλιβερή θύμηση της ζωής της μητέρας της έριξε κατευθείαν τα μάγια της μέσα στο είναι της – αυτή η γεμάτη άστοχες θυσίες ζωή που τέλειωσε μέσα στην τρέλα. Ρίγησε καθώς άκουσε ξανά τη φωνή της μητέρας της να λέει ακατάπαυστα με ανόητη επιμονή:
«Derevaun Seraun! Derevaun Seraun!»[2]
Πετάχτηκε πάνω από μια ξαφνική αίσθηση τρόμου. Να γλιτώσει! Έπρεπε να γλιτώσει! Ο Φρανκ θα την έσωζε. Θα της έδινε ζωή, ίσως μαζί και αγάπη. Αυτή ήθελε να ζήσει. Γιατί θα ’πρεπε να είναι δυστυχισμένη; Είχε κι εκείνη δικαίωμα στην ευτυχία. Ο Φρανκ θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του και θα την κρατούσε σφιχτά. Θα την έσωζε.
Στεκόταν ανάμεσα στο πλήθος που ταλαντευόταν στον σταθμό του Νορθ Γουόλ. Εκείνος της κρατούσε το χέρι κι εκείνη ήξερε ότι της μιλούσε, λέγοντάς της κάτι για το ταξίδι ξανά και ξανά. Ο σταθμός ήταν γεμάτος φαντάρους με καφετιά σακίδια. Ανάμεσα απ’ τις φαρδιές πόρτες του υπόστεγου έριξε μια ματιά στον μαύρο όγκο του πλοίου, που είχε αράξει δίπλα στον μόλο, με φωτισμένα τα φινιστρίνια. Δεν του απαντούσε. Ένιωθε τα μάγουλά της ωχρά και κρύα και μέσα από έναν κυκεώνα αγωνίας παρακαλούσε τον Θεό να την κατευθύνει, να της δείξει ποιο ήταν το καθήκον της. Από το πλοίο ακούστηκε ένα μακρόσυρτο μελαγχολικό σφύριγμα μέσα στην ομίχλη. Αν έφευγε, αύριο θα βρισκόταν στη θάλασσα με τον Φρανκ, πλέοντας για Μπουένος Άιρες. Είχαν βγάλει τα εισιτήρια. Θα μπορούσε τώρα να κάνει πίσω, ύστερα απ’ όσα είχε κάνει για εκείνη; Η αγωνία τής προκάλεσε ναυτία και τα χείλη της ψιθύριζαν διαρκώς με θέρμη μια σιωπηρή προσευχή.
Μια καμπάνα σήμανε στην καρδιά της. Ένιωσε τον Φρανκ να την τραβά απ’ το χέρι: «Έλα!»
Όλες οι θάλασσες του κόσμου στοβιλίζονταν πάνω στην καρδιά της. Εκείνος την τραβούσε μέσα τους. Θα την έπνιγε. Άρπαξε με τα δυο της χέρια τα σιδερένια κάγκελα.
«Έλα!»
Όχι! Όχι! Όχι! Ήταν αδύνατο. Τα χέρια της κρατούσαν σφιχτά τα κάγκελα με μανία. Ανάμεσα στις θάλασσες που την τύλιγαν, έστελνε μια κραυγή αγωνίας.
«Έβελιν! Έβι!»
Ο Φρανκ έτρεξε πίσω από τα κάγκελα και της φώναζε να τον ακολουθήσει. Αυτή του φώναζε να φύγει, αλλά εκείνος επέμενε να τη φωνάζει. Γύρισε το κάτωχρο πρόσωπό της προς το μέρος του, ανέκφραστο, σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της δεν του έδειξαν κανένα σημάδι αγάπης, αποχαιρετισμού ή αναγνώρισης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
[1] The Bohemian Girl: Όπερα του Δουβλινέζου συνθέτη Michael William Balfe (1808-1870) σε λιμπρέτο του Alfred Bunn.
[2] Φράση της ιρλανδικής γαελικής γλώσσας, που σημαίνει: «Στο τέλος της ευχαρίστησης περιμένει ο πόνος».
Ο Ιρλανδός Τζέιμς Τζόις (1882-1941) συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Είναι κορυφαίος εκπρόσωπος του μοντερνιστικού κινήματος, πεμπτουσία του οποίου θεωρείται ο Οδυσσέας(1922), όπου ο Τζόις χρησιμοποιεί κατά κόρον τεχνικές όπως οι κεκαλυμμέ
νες λογοτεχνικές νύξεις και ο ελεύθερος συνειρμός. Άλλα έργα του: Οι Δουβλινέζοι, Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, Η αγρύπνια των Φίνεγκαν.
Πηγή:https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/12650-ebelin
Λίγοι άνθρωποι περνούσαν. Ο άνδρας από το τελευταίο σπίτι πέρασε πηγαίνοντας σπίτι του. Άκουσε τα βήματά του να αντηχούν στο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο και έπειτα να τρίζουν στο χαλικωτό μονοπάτι μπροστά από τα καινούργια κόκκινα σπίτια. Κάποτε υπήρχε εκεί μία αλάνα όπου έπαιζαν κάθε απόγευμα με τ’ άλλα παιδιά. Έπειτα, κάποιος από το Μπέλφαστ αγόρασε το οικόπεδο κι έχτισε εκεί σπίτια – όχι σαν τα δικά τους, μικρά καφετιά, αλλά καινούργια σπίτια από τούβλα, με γυαλιστερές στέγες. Τα παιδιά της λεωφόρου συνήθιζαν να παίζουν μαζί σ’ εκείνη την αλάνα – οι Ντιβάιν, οι Γουότερ, οι Νταν, ο μικρός Κίο ο κουτσός, εκείνη με τους αδερφούς και τις αδερφές της. Ο Έρνεστ ωστόσο δεν έπαιζε ποτέ· ήταν αρκετά μεγάλος. Ο πατέρας της τους έπαιρνε συχνά στο κυνήγι με το μαύρο μπαστούνι του, αλλά ο μικρός Κίο κρατούσε συνήθως τσίλιες και τους ειδοποιούσε όταν έβλεπε τον πατέρα της να έρχεται. Έδειχναν ωστόσο να ’ναι πολύ ευτυχισμένοι εκείνον τον καιρό. Ο πατέρας της δεν ήταν τόσο κακός τότε. Εξάλλου, ζούσε ακόμη η μητέρα της. Αυτό ήταν όμως πολύ παλιά. Αυτή και οι αδερφοί και οι αδερφές της ήταν όλοι μεγάλοι πια και η μητέρα της είχε πεθάνει. Η Τίζι Νταν είχε κι αυτή πεθάνει και οι Γουότερ είχαν επιστρέψει στην Αγγλία. Όλα αλλάζουν. Τώρα επρόκειτο κι αυτή να φύγει μακριά όπως όλοι οι άλλοι, να εγκαταλείψει το σπίτι της.
Το σπίτι της! Κοίταξε ολόγυρα το δωμάτιό της, παρατηρώντας όλα τα γνώριμα αντικείμενα που ξεσκόνιζε μια φορά την εβδομάδα τόσα χρόνια τώρα και αναρωτιόταν από πού στο καλό ερχόταν όλη αυτή η σκόνη. Ίσως να μην ξανάβλεπε ποτέ αυτά τα τόσο οικεία αντικείμενα, που ούτε στο όνειρό της δε φανταζόταν ότι θα τα αποχωριζόταν ποτέ. Κι όμως, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε ανακαλύψει ακόμα το όνομα αυτού του ιερέα, του οποίου η κιτρινισμένη φωτογραφία κρεμόταν πάνω από το σπασμένο αρμόνιο, δίπλα στα έγχρωμα τυπωμένα τάματα προς την Αγία Μαργαρίτα Μαρία Αλακόκ. Υπήρξε φίλος του πατέρα της από το σχολείο. Όποτε έδειχνε τη φωτογραφία σε κάποιον επισκέπτη ο πατέρας της, την προσπερνούσε λέγοντας:
«Αυτός τώρα βρίσκεται στη Μελβούρνη».
Είχε συμφωνήσει να φύγει, ν’ αφήσει το σπίτι της. Ήταν άραγε φρόνιμο κάτι τέτοιο; Προσπάθησε να ζυγίσει το ζήτημα και από τις δύο πλευρές. Στο σπίτι είχε σίγουρα στέγη και τροφή. Είχε γύρω της εκείνους που γνώριζε μια ζωή. Οπωσδήποτε θα έπρεπε να δουλέψει σκληρά, και στο σπίτι και στη δουλειά. Τι θα ’λεγαν γι’ αυτήν στο κατάστημα όταν μάθαιναν ότι το ’σκασε με έναν νεαρό; Θα ’λεγαν ίσως πως ήταν ανόητη και η θέση της θα αναπληρωνόταν με μια αγγελία στην εφημερίδα. Η δεσποινίς Γκάβαν θα χαιρόταν. Εκνευριζόταν πάντα μαζί της, ιδιαίτερα όταν ήταν κι άλλοι μπροστά που άκουγαν.
«Δεσποινίς Χιλ, δε βλέπετε πως οι κυρίες περιμένουν;»
«Δείξτε παρακαλώ λίγη ζωντάνια, δεσποινίς Χιλ!»
Σίγουρα η δεσποινίς Γκάβαν δε θα ’βαζε τα κλάματα που εκείνη θα ’φευγε απ’ το κατάστημα.
Αλλά στο νέο της σπίτι σε μια άγνωστη μακρινή πατρίδα, τα πράγματα δε θα ’ταν έτσι. Έπειτα, θα μπορούσε να παντρευτεί. Ναι, αυτή, η Έβελιν. Οι άνθρωποι θα της φέρονταν με σεβασμό. Δε θα της φέρονταν όπως στη μητέρα της. Ακόμα και τώρα που είχε περάσει τα δεκαεννιά, μερικές φορές ένιωθε ότι κινδυνεύει από τη βιαιότητα του πατέρα της. Ήξερε πως αυτό της προκαλούσε την ταχυπαλμία της. Καθώς μεγάλωναν, εκείνη ποτέ δεν τη χτυπούσε ο πατέρας της, όπως συνήθως χτυπούσε τον Χάρι και τον Έρνεστ, γιατί ήταν κορίτσι, αλλά αργότερα άρχισε να την απειλεί λέγοντάς της πως είχε χάρη που ’ταν πεθαμένη η μάνα της αλλιώς θα ’βλεπε τι θα της έκανε. Και τώρα δεν είχε κανέναν να την προστατέψει. Ο Έρνεστ είχε πεθάνει και ο Χάρι, που ασχολούνταν με διακοσμήσεις εκκλησιών, ήταν σχεδόν πάντα κάπου στην επαρχία. Εξάλλου, οι αναπόφευκτοι καβγάδες για λεφτά τα σαββατόβραδα είχαν αρχίσει να την κουράζουν τρομερά. Πάντα έδινε ολόκληρο το βδομαδιάτικό της –εφτά σελίνια– και ο Χάρι πάντα έστελνε όσα μπορούσε, αλλά το πρόβλημα ήταν ότι δεν έπαιρνε δεκάρα από τον πατέρα της. Της έλεγε πως σπαταλούσε τα λεφτά της, ότι δεν είχε μυαλό στο κεφάλι της, ότι δεν επρόκειτο να της δώσει τα μαζεμένα με ιδρώτα λεφτά του για να τα σκορπίσει στους δρόμους και πολλά άλλα, γιατί ήταν ιδιαίτερα κακός τα σαββατόβραδα. Στο τέλος τής τα έδινε και τη ρωτούσε αν είχε πρόθεση να αγοράσει κάτι για το κυριακάτικο δείπνο. Έπειτα, έπρεπε να τρέξει έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να προλάβει να ψωνίσει, κρατώντας τη μαύρη δερμάτινη τσάντα σφιχτά στο χέρι της, σπρώχνοντας το πλήθος για να ανοίξει δρόμο και μετά να επιστρέψει αργά στο σπίτι φορτωμένη με το βάρος των φροντίδων. Κουραζόταν πολύ για να κρατήσει το σπίτι συγυρισμένο και να φροντίζει τα δυο παιδιά που είχαν μείνει υπό την επίβλεψή της, να πηγαίνουν στο σχολείο και να τρώνε κανονικά τα γεύματά τους. Ήταν δύσκολη δουλειά –δύσκολη ζωή– αλλά τώρα που ετοιμαζόταν να φύγει, δεν έβρισκε τη ζωή της εντελώς ανεπιθύμητη.
Ήταν έτοιμη να ανακαλύψει μια καινούργια ζωή με τον Φρανκ. Ο Φρανκ ήταν ευγενικός, αρρενωπός, ανοιχτόκαρδος. Επρόκειτο να φύγει μαζί του με το νυχτερινό πλοίο, να γίνει γυναίκα του και να ζήσει μαζί του στο Μπουένος Άιρες, όπου είχε ένα σπίτι να την περιμένει. Πόσο καλά θυμάται την πρώτη φορά που τον είδε! Νοίκιαζε δωμάτιο σ’ ένα φιλικό σπίτι στον κεντρικό δρόμο, στο οποίο εκείνη έκανε συχνά επισκέψεις. Λες και ήταν μονάχα μερικές βδομάδες πριν. Εκείνος στεκόταν στην αυλόπορτα, με το κασκέτο του σπρωγμένο προς τα πίσω και τα μαλλιά του ριγμένα μπροστά στο ηλιοκαμένο πρόσωπό του. Ύστερα γνωρίστηκαν. Τη συναντούσε συνήθως κάθε βράδυ έξω από το κατάστημα και τη συνόδευε ως το σπίτι. Την πήγε να δει την Τσιγγάνα[1] κι εκείνη ένιωθε γεμάτη χαρά που καθόταν μαζί του στο θέατρο. Του άρεσε πολύ η μουσική και τραγουδούσε λιγάκι. Ο κόσμος καταλάβαινε ότι τη φλέρταρε και όταν έλεγε εκείνο το τραγούδι για την κοπέλα που αγαπά τον ναύτη, εκείνη ένιωθε μια ευχάριστη αναστάτωση. Συνήθιζε να τη φωνάζει Πόπινς, γι’ αστείο. Στην αρχή ήταν συναρπαστική εμπειρία για εκείνη να έχει αγόρι κι έπειτα άρχισε να της αρέσει. Της έλεγε ιστορίες από μακρινές χώρες. Είχε ξεκινήσει σαν μούτσος με μισθό μια λίρα τον μήνα, σε ένα πλοίο της εταιρείας Άλαν Λάιν στη γραμμή για Καναδά. Της έλεγε τα ονόματα των καραβιών όπου είχε δουλέψει και τις διάφορες υπηρεσίες. Είχε περάσει από τα στενά του Μαγγελάνου και της διηγούνταν ιστορίες για τους τρομερούς κατοίκους της Παταγονίας. Είχε εγκατασταθεί στο Μπουένος Άιρες, είπε, και είχε έρθει στην πατρίδα μονάχα για διακοπές. Φυσικά, ο πατέρας της ανακάλυψε τη σχέση τους και της απαγόρεψε να του ξαναμιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα.
«Τους ξέρω εγώ αυτούς τους ναυτικούς!» της είπε.
Μια μέρα ο πατέρας της τσακώθηκε με τον Φρανκ, κι έτσι ύστερα απ’ αυτό αναγκάστηκε να τον συναντά κρυφά.
Το σκοτάδι πύκνωνε στη λεωφόρο. Το λευκό των δύο επιστολών που ήταν ακουμπισμένες στα γόνατά της άρχισε να μην το διακρίνει πια. Η μία ήταν για τον Χάρι. Η άλλη ήταν για τον πατέρα της. Ο Έρνεστ ήταν ο αγαπημένος της αδερφός, αλλά αγαπούσε και τον Χάρι. Είχε παρατηρήσει ότι ο πατέρας της είχε παραγεράσει τελευταία. Θα του έλειπε. Μερικές φορές ήταν πολύ καλός. Όχι πολύ παλιά, όταν εκείνη είχε μείνει άρρωστη στο κρεβάτι όλη μέρα, εκείνος της είχε διαβάσει μια ιστορία με φαντάσματα και της είχε φρυγανίσει ψωμί στο τζάκι. Μια άλλη μέρα, όταν η μητέρα της ζούσε ακόμα, είχαν πάει όλοι μαζί για πικ νικ στον λόφο Χόουθ. Θυμόταν που ο πατέρας της φορούσε τη σκούφια της μητέρας της, για να κάνει τα παιδιά να γελάσουν.
Η ώρα περνούσε αλλά εκείνη εξακολουθούσε να κάθεται κοντά στο παράθυρο, ακουμπώντας το κεφάλι της στην κουρτίνα, εισπνέοντας τη μυρωδιά του σκονισμένου κρετόν. Κάτω, πέρα στη λεωφόρο, άκουγε τον ήχο μιας ρομβίας. Γνώριζε τον σκοπό. Περίεργο που έπρεπε να έρθει αυτή ακριβώς η νύχτα για να της θυμίσει την υπόσχεση που έδωσε στη μητέρα της να κρατήσει όσο μπορούσε περισσότερο το σπιτικό ενωμένο.
Θυμήθηκε την τελευταία μέρα της αρρώστιας της μητέρας της. Βρισκόταν πάλι στο διπλανό σκοτεινό δωμάτιο, στην άλλη πλευρά του χολ, και άκουγε έξω έναν μελαγχολικό ιταλικό σκοπό. Έδωσαν στον οργανοπαίχτη έξι πένες και του είπαν να φύγει. Θυμήθηκε τον πατέρα της να επιστρέφει αγέρωχος στο δωμάτιο της άρρωστης λέγοντας:
«Καταραμένοι Ιταλοί! Φτάσατε ίσαμε δω!»
Καθώς αναπολούσε τα περασμένα, η θλιβερή θύμηση της ζωής της μητέρας της έριξε κατευθείαν τα μάγια της μέσα στο είναι της – αυτή η γεμάτη άστοχες θυσίες ζωή που τέλειωσε μέσα στην τρέλα. Ρίγησε καθώς άκουσε ξανά τη φωνή της μητέρας της να λέει ακατάπαυστα με ανόητη επιμονή:
«Derevaun Seraun! Derevaun Seraun!»[2]
Πετάχτηκε πάνω από μια ξαφνική αίσθηση τρόμου. Να γλιτώσει! Έπρεπε να γλιτώσει! Ο Φρανκ θα την έσωζε. Θα της έδινε ζωή, ίσως μαζί και αγάπη. Αυτή ήθελε να ζήσει. Γιατί θα ’πρεπε να είναι δυστυχισμένη; Είχε κι εκείνη δικαίωμα στην ευτυχία. Ο Φρανκ θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του και θα την κρατούσε σφιχτά. Θα την έσωζε.
Στεκόταν ανάμεσα στο πλήθος που ταλαντευόταν στον σταθμό του Νορθ Γουόλ. Εκείνος της κρατούσε το χέρι κι εκείνη ήξερε ότι της μιλούσε, λέγοντάς της κάτι για το ταξίδι ξανά και ξανά. Ο σταθμός ήταν γεμάτος φαντάρους με καφετιά σακίδια. Ανάμεσα απ’ τις φαρδιές πόρτες του υπόστεγου έριξε μια ματιά στον μαύρο όγκο του πλοίου, που είχε αράξει δίπλα στον μόλο, με φωτισμένα τα φινιστρίνια. Δεν του απαντούσε. Ένιωθε τα μάγουλά της ωχρά και κρύα και μέσα από έναν κυκεώνα αγωνίας παρακαλούσε τον Θεό να την κατευθύνει, να της δείξει ποιο ήταν το καθήκον της. Από το πλοίο ακούστηκε ένα μακρόσυρτο μελαγχολικό σφύριγμα μέσα στην ομίχλη. Αν έφευγε, αύριο θα βρισκόταν στη θάλασσα με τον Φρανκ, πλέοντας για Μπουένος Άιρες. Είχαν βγάλει τα εισιτήρια. Θα μπορούσε τώρα να κάνει πίσω, ύστερα απ’ όσα είχε κάνει για εκείνη; Η αγωνία τής προκάλεσε ναυτία και τα χείλη της ψιθύριζαν διαρκώς με θέρμη μια σιωπηρή προσευχή.
Μια καμπάνα σήμανε στην καρδιά της. Ένιωσε τον Φρανκ να την τραβά απ’ το χέρι: «Έλα!»
Όλες οι θάλασσες του κόσμου στοβιλίζονταν πάνω στην καρδιά της. Εκείνος την τραβούσε μέσα τους. Θα την έπνιγε. Άρπαξε με τα δυο της χέρια τα σιδερένια κάγκελα.
«Έλα!»
Όχι! Όχι! Όχι! Ήταν αδύνατο. Τα χέρια της κρατούσαν σφιχτά τα κάγκελα με μανία. Ανάμεσα στις θάλασσες που την τύλιγαν, έστελνε μια κραυγή αγωνίας.
«Έβελιν! Έβι!»
Ο Φρανκ έτρεξε πίσω από τα κάγκελα και της φώναζε να τον ακολουθήσει. Αυτή του φώναζε να φύγει, αλλά εκείνος επέμενε να τη φωνάζει. Γύρισε το κάτωχρο πρόσωπό της προς το μέρος του, ανέκφραστο, σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της δεν του έδειξαν κανένα σημάδι αγάπης, αποχαιρετισμού ή αναγνώρισης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
[1] The Bohemian Girl: Όπερα του Δουβλινέζου συνθέτη Michael William Balfe (1808-1870) σε λιμπρέτο του Alfred Bunn.
[2] Φράση της ιρλανδικής γαελικής γλώσσας, που σημαίνει: «Στο τέλος της ευχαρίστησης περιμένει ο πόνος».
Ο Ιρλανδός Τζέιμς Τζόις (1882-1941) συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα. Είναι κορυφαίος εκπρόσωπος του μοντερνιστικού κινήματος, πεμπτουσία του οποίου θεωρείται ο Οδυσσέας(1922), όπου ο Τζόις χρησιμοποιεί κατά κόρον τεχνικές όπως οι κεκαλυμμέ
νες λογοτεχνικές νύξεις και ο ελεύθερος συνειρμός. Άλλα έργα του: Οι Δουβλινέζοι, Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, Η αγρύπνια των Φίνεγκαν.
Πηγή:https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/12650-ebelin
Βιρτζίνια Γουλφ: Αντικατοπρτισμοί γραφής και μετάφρασης
Bookpress.gr
ΠΕΜΠΤΗ, 22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2019
Πέντε διηγήματα της Virginia Woolf, σε μετάφραση Βάνιας Σύρμου-Βεκρή από τις εκδόσεις Μπιλιέτο, σε ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών για την ποιητική της Woolf.
Της Ιωάννας Σπηλιοπούλου
ΠΕΜΠΤΗ, 22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2019
Πέντε διηγήματα της Virginia Woolf, σε μετάφραση Βάνιας Σύρμου-Βεκρή από τις εκδόσεις Μπιλιέτο, σε ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών για την ποιητική της Woolf.
Της Ιωάννας Σπηλιοπούλου
Πολύχρωμα κι αυτόνομα στη συναρμογή τους τα πέντε διηγήματα της Γουλφ, μεταφρασμένα από τη Βάνια Σύρμου-Βεκρή στις καλαίσθητες εκδόσεις του Μπιλιέτου, συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών για την ποιητική της συγγραφέως. Καθρέφτης: επιφάνεια αναζήτησης του βάθους, εστίαση στην εσωτερική αλήθεια, αφετηρία διαδρομής από το σώμα στο κατώφλι του σκοτεινού δάσους μέσα μας, δίοδος για το ψυχικό μάγμα. Καλύπτοντας αποκαλύπτοντας, κατακερματίζοντας ενοποιώντας, παρακολουθώντας την ανατροπή του σκηνικού ανάλογα με την οπτική γωνία, σκηνοθετεί τη θεατρική πράξη του πεζογραφήματος1 διαμέσου φευγαλέων εικόνων, διαθλώμενου φωτός και αέναων μεταμορφώσεων.
Στο δικό της διήγημα-δωμάτιο η συγγραφέας υπερασπίζεται τον συσσωρευόμενο υλικό μικρόκοσμο του οικιακού (άρα γυναικείου) σύμπαντος, που συχνά πλαισιώνεται από την κορνίζα ενός καθρέφτη. Επίσης, οι γυναίκες λειτουργούν σαν ένας «καθρέφτης» για τους άνδρες τους, και μάλιστα παραμορφωτικός, στον οποίο ο άνδρας φαίνεται «υπερμεγέθης» και σπουδαιότερος από ό,τι στην πραγματικότητα2. Παράλληλα, ο καθρέφτης ενσαρκώνει την επιθυμία της ηρωίδας να δημιουργήσει τάξη, σταθερότητα, συμπάγεια ‒ ενάντια στη φθορά, την εντροπία του κυματώδους χρόνου, τη θνητότητα. Τα αυτάρκη άψυχα αντικείμενα, δοχεία της χρονικότητας, μάρτυρες του ανθρώπινου παρελθόντος, καθιστούν τη γραφή αρχιτεκτόνημα της μνήμης: ο καθρέφτης απαθανατίζει. Όπως γράφει η Μέλπω Αξιώτη: «οι πάχνες ίσως είναι που σταλάζουνε τα καθρεφτίσματα στους αιώνες…»3. Κυρίως όμως τα πράγματα αποτελούν διάφανους σηματωρούς της γυναικείας αυτοσυνειδησίας. Η Σύλβια Πλαθ δίνει φωνή στον δικό της «Καθρέφτη» (1961):
«Τώρα είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει από πάνω μου,
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου για το ποια είναι στ' αλήθεια.
Έπειτα γυρνά σ' αυτούς τους ψεύτες,
Τα κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω την ράχη της και την καθρεφτίζω πιστά.
Με ανταμείβει με δάκρυα
Κι ένα αγωνιώδες σφίξιμο των χεριών.
Είμαι σημαντικός για εκείνη.
Έρχεται και φεύγει»4.
Εκκινώντας από την «Κυρία στον καθρέπτη» θα ιχνηλατήσουμε μονοπάτια και για τα άλλα διηγήματά της. Παρατηρούμε (μαζί με τον αφηγητή-αθέατο οπερατέρ πίσω από την κάμερα) τη μεσήλικη Ισαβέλλα Τυσόν να εργάζεται στον κήπο, διαμέσου της αντανάκλασής της στον καθρέφτη του σπιτιού, σαν να τακτοποιεί σε μια εικόνα τα αντικείμενα του δωματίου καθιστώντας τα αθάνατα: «σαν να ʼτανε η φωνή του πρόσκαιρου και του φθαρτού, να ʼρχεται και να φεύγει σαν ανθρώπινη ανάσα, καθώς μέσα στον καθρέφτη τα πράγματα είχαν σταματήσει να ανασαίνουν κι έμεναν ακίνητα στην έκσταση της αθανασίας» (σελ. 2). Ό,τι όμως αντιφεγγίζει στη συνειδησιακή ροή είναι η αγωνιώδης πρόσβαση στους πολλαπλούς εαυτούς του υποκειμένου, στα σπαράγματα του είναι, στο σημείο έντασης/διχοτομίας μεταξύ της δημόσιας εικόνας και της προσωπικής αυτοεικόνας, στις περιχαρακωμένες ταυτότητες, στη μοναξιά. Το συγκεκριμένο διήγημα θεωρήθηκε μια μεταφορά για τη γραφή και ειδικότερα για την (αυτο)βιογραφία, για τις παραμελημένες ζώνες της γυναικείας εμπειρίας στη λογοτεχνία ‒ δηλαδή για ένα θέμα που και στα θεωρητικά κείμενά της έχει απασχολήσει τη Γουλφ. Παίζοντας με τη φαντασία του αναγνώστη ο αφηγητής υφαίνει ένα αόρατο παράλληλο σύμπαν που κείται πίσω από τη σιωπή: τις κρυφές ζωές των γυναικών, ανοιχτές στο ενδεχόμενο, αγκαλιασμένες με την πληθυντικότητα. Τα αντικείμενα γνωρίζουν περισσότερα για την ηρωίδα από ό,τι όσοι τη συναναστρέφονται επί χρόνια. Η Γουλφ αγαπά το μικρό, το λανθάνον, το ήσσον, το καταφύγιο όπου ο άνθρωπος κλειδαμπαρώνει ή καταχωνιάζει τα μυστικά του: «κι έπειτα γέμισε με κλειδωμένα συρτάρια, γεμάτα με γράμματα, όπως τα κομό της» (σελ. 7). «Το ντουλάπι με τα ράφια του, το γραφείο με τα συρτάρια του, το σεντούκι με τον διπλό πάτο του, είναι πραγματικά όργανα της μυστικής ψυχολογικής ζωής» σημειώνει στην Ποιητική του χώρου ο Γκαστόν Μπασελάρ. «Έχουν, σαν εμάς, από εμάς, για εμάς, μια οικειότητα»5.
«Αμέσως ο καθρέφτης άρχισε να διαχέει πάνω της ένα φως που την καθήλωσε, σαν κάποιο οξύ να κατέφαγε καθετί ασήμαντο και επιφανειακό και να άφησε μόνο την αλήθεια. Η γυναίκα αυτή καθαυτή».
Τα χορευτικά μοτίβα στον καθρέφτη συμβολίζουν ακριβώς την ανεξιχνίαστη ένδον κινητικότητα, καθώς η ηρωίδα βρίσκεται γυμνή στο ανελέητο φως… άδεια, χωρίς σκέψεις, χωρίς φίλους, χωρίς φροντίδες. «Αμέσως ο καθρέφτης άρχισε να διαχέει πάνω της ένα φως που την καθήλωσε, σαν κάποιο οξύ να κατέφαγε καθετί ασήμαντο και επιφανειακό και να άφησε μόνο την αλήθεια. Η γυναίκα αυτή καθαυτή» (σελ. 8). Και το διήγημα κλείνει με την εναρκτήρια πρόταση: «Οι άνθρωποι δε θα ʼπρεπε να αφήνουν καθρέφτες κρεμασμένους στα δωμάτιά τους» ‒ όπως και στα καβαφικά «Παράθυρα», «Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία». Το πλήρες εγώ λιώνει στον ήλιο της αφήγησης – ρωγμές, ραβδώσεις, κοστούμια συνθέτουν την ευαλωτότητα των προσώπων. Γιατί, σχολιάζει σε ένα αμάλγαμα λογοτεχνίας και δοκιμιακού λόγου η συγγραφέας, «Η ζωή δεν είναι μια σειρά από φώτα αμαξών παρατεταγμένα, η ζωή είναι ένα λαμπερό φωτοστέφανο, ένα ημιδιαφανές πέπλο που μας περιβάλλει από την αρχή της συνείδησής μας μέχρι το τέλος»6, πρωτεϊκή και ρευστή, ένα «πρόχειρα χιλιομπαλωμένο ύφασμα». Κατά συνέπεια, «Ο μυθιστοριογράφος φροντίζει απλώς "να στρώνει προσεκτικά το μετάξι των ψυχών", να απελευθερωθεί από την τυραννία των συμβάντων και της φόρμας, για νʼ αδράξει μέσα στη στιγμή τη μυστηριώδη ροή αυτού του φθαρτού πράγματος: τη ζωή»7. Ή, με τα λόγια της Βραζιλιάνας μυθιστοριογράφου Κλαρίσε Λισπέκτορ: «Κι επειδή η ψυχή μου είναι τόσο απεριόριστη που πλέον δεν είναι εγώ, κι επειδή είναι τόσο πέρα από εμένα – γι’ αυτό είμαι πάντα τόσο μακριά από τον ίδιο μου τον εαυτό, είμαι για τον εαυτό μου τόσο άπιαστη όσο άπιαστο είναι για μένα ένα αστέρι»8.
Στο διήγημα «Η κληρονομιά» η Άντζελα Κλάντον, μια γυναίκα που σκοτώθηκε σε τροχαίο υπό μυστηριώδεις συνθήκες, έχει κληροδοτήσει στον ισχυρό πολιτικό σύζυγό της (στη σκιά του οποίου ζούσε) δεκαπέντε τόμους ημερολογίων της. Συζητώντας με τη γραμματέα της εκείνος συνειδητοποιεί ότι η γυναίκα του είχε τόσο μια ανεξάρτητη ζωή από συναισθηματική άποψη όσο και πολιτικά πιστεύω που συγκρούονταν με τα δικά του. Και ανακαλύπτει ότι ο θάνατός της ήταν αυτοκτονία. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες των ημερολογίων της αναδύονται εύγλωττα κάτοπτρα της ενδόμυχης αλήθειας της ίδιας και επομένως της σχέσης τους.
Ένα αόρατο ζευγάρι-φάντασμα στο «Στοιχειωμένο σπίτι» διαστέλλει τον κοινό χώρο νεκρών και ζωντανών: θέατρο του παρελθόντος, εμπεριέχει τα προγονικά χνώτα, όντας ένας παλλόμενος οργανισμός που αναζητεί τον θαμμένο θησαυρό ‒ την αλήθεια της σχέσης, τη βιωμένη πεμπτουσία της επικοινωνίας. Το ζωντανό ζευγάρι μυείται στο «φως μες στην καρδιά», εμπεδώνεται η «κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη». Και το σώμα του σπιτιού επαναλαμβάνει το μουσικό μοτίβο: «Ασφαλής, ασφαλής, ασφαλής».
Στο «Καινούργιο φόρεμα» η Μέιμπελ αντικρίζει στον καθρέφτη την ανεπάρκειά της, την αμφιθυμία, το αίσθημα ντροπής που τη διακατέχει, –«το κίτρινο φόρεμα ήταν η τιμωρία που της άξιζε» (σελ. 11)–, σπάνια τον «πυρήνα της ύπαρξής της, την ψυχή του εαυτού της» (σελ. 5). Στο σαλόνι της κυρίας Νταλογουέι, σε μια ανιαρή κοσμική συνάθροιση, νιώθει σαν μύγα που προσπαθεί να συρθεί έξω από το πιατάκι του φλιτζανιού, το είναι της συρρικνώνεται σε κουμπί. «Σηκώθηκε από τον μπλε καναπέ, και το κίτρινο κουμπί στον καθρέφτη σηκώθηκε κι αυτό» (σελ. 14). Ατενίζει με μάτια μισόκλειστα την άτονη, υφέρπουσα ζωή της, την αποξενωμένη ύπαρξή της.
Στον «Προβολέα» παρακολουθούμε σε λέσχη του Λονδίνου στις αρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου την κυρία Αϊβιμέι να αφηγείται στους φίλους της μια ιστορία για τον προπαππού της, ο οποίος έστρεφε το τηλεσκόπιό του από τα αστέρια στους χερσότοπους. Ενώ η πολεμική αεροπορία κάνει ασκήσεις, ενώ το φως του προβολέα κινείται γύρω της σαν να πρωταγωνιστεί σε θεατρική παράσταση, ενώ τα άστρα σιωπούν, εκρήγνυνται απρόσμενες αποκαλύψεις, λεπτομέρειες, γρίφοι.
Στην πεζογραφία της Γουλφ οι ίσκιοι, τα πηγάδια της σιωπής, οι άνεμοι μάχονται με τις αχτίδες του φεγγαρόφωτου, τη φλόγα του κεριού, τις ριπές του φάρου. Και η ίδια σκοτώνει το φάντασμα του εαυτού, τον Άγγελο του Σπιτιού, που ρίχνει τη βαριά σκιά των φτερών του στο έργο της («θα άρπαζε την καρδιά από τα κείμενά μου»), θεωρώντας ότι η αποστολή της γυναίκας συγγραφέως συνθλίβεται κάτω από τα εύθραυστα προσωπικά αδιέξοδα9. Πυξίδα της ψυχικής ενδοχώρας για τη μετουσίωση της γυναικείας εμπειρίας, της «εξαιρετικά περίπλοκης δύναμης της θηλυκότητας», είναι μόνο η ελεύθερη δημιουργικότητα. Ιχνηλατώντας την έμφυλη ταυτότητα, τον γυναικείο λόγο, εξ ορισμού επαναστατικό, αφού ξεφεύγει από την προκαθορισμένη λογοτεχνική γλώσσα, όπως σημειώνει, αρνείται τη μίμηση ανδρικών προτύπων και τις πολιτισμικές αναπαραστάσεις της πατριαρχίας, ανατρέπει τα δίπολα. Στην εγκιβωτισμένη αφήγηση για την υποτιθέμενη αδελφή του Σαίξπηρ που περιέχεται στο Ένα δικό σου δωμάτιο η χαρισματική Τζούντιθ, η οποία «είχε μια εξαιρετικά γρήγορη φαντασία για τη μουσική των λέξεων», αυτοκτονεί: «Ποιος μπορεί να μετρήσει την έξαψη και τη βία στην καρδιά ενός ποιητή όταν έχει παγιδευτεί σε γυναικείο σώμα;»10
«Πιθανόν ο συντομότερος δρόμος για την κατανόηση των μέσων που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας δεν είναι το διάβασμα, αλλά η γραφή. Πρέπει να πειραματιστείς και να εξοικειωθείς με τους κινδύνους και τις δυσκολίες των λέξεων».
Επάλληλους κύκλους διαγράφουν το έργο και η μετάφραση. Με τη θεωρητική σκευή της, με ευαισθησία τόσο προς την ουσία όσο και προς τις αντηχήσεις, με αγάπη η μεταφράστρια φρόντισε το κειμενικό ένδυμα, ως γράφουσα και η ίδια. Κυρίως με εντιμότητα ‒ αρετή που η Γουλφ θεωρούσε τη σπονδυλική στήλη της γραφής. Όπως σημειώνει η συγγραφέας στο δοκίμιό της «Πώς πρέπει να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο;»: «Πιθανόν ο συντομότερος δρόμος για την κατανόηση των μέσων που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας δεν είναι το διάβασμα, αλλά η γραφή. Πρέπει να πειραματιστείς και να εξοικειωθείς με τους κινδύνους και τις δυσκολίες των λέξεων»11. Ο Άρης Μπερλής εξάλλου, αναφερόμενος στις ιδιαίτερες δυσκολίες της μετάφρασης μοντερνιστικών πεζογραφημάτων, παρατηρούσε: «Εμείς δεν είχαμε μοντερνιστές. Όταν λοιπόν μεταφράζεις Γουλφ αναγκάζεσαι να πλουτίσεις την ελληνική γλώσσα με περιεχόμενα, μορφές κι ευαισθησίες που δεν υπήρχαν και τις οποίες αποτυπώνεις πια στη δική σου γλώσσα»12. Και η αρμόζουσα γλώσσα στην πεζογραφία της Γουλφ είναι διάφανη, ο λόγος του νερού, «μια γοργή αίσθηση ζεστασιάς, ρευστότητας, ένα κύμα φράσεων που η μια κυλάει μέσα στην άλλη σαν λάβα»13, οι μεταφορές εκβάλλουν η μια στην άλλη. «Μʼ αρέσουν οι φράσεις που δεν υποχωρούν έστω κι αν δεχτούν βίαιη επίθεση. Μʼ αρέσουν οι σκληρές λέξεις...»14 σημειώνει η Γουλφ· και στο ημερολόγιο που κρατά, ενώ γράφει το μυθιστόρημα Τα κύματα ονειρεύεται «να διευκολύνει το αίμα να τρέχει από τη μια άκρη στην άλλη, σα χείμαρρος»15. Η σάρκα της γλώσσας ένα ασυνεχές ρεύμα που κλυδωνίζεται, σαν το κύμα που χορεύει ρυθμικά γεννώντας συμπαγή ροή και ραγισμένες προτάσεις: «Οφείλουμε να πλάθουμε τις φράσεις μας ώσπου να γίνουν άυλος χιτώνας των σκέψεών μας»16.
«Ο συγγραφέας δεν μπορεί ν’ αντέξει τη μοναξιά. Αμείβει πλουσιοπάροχα αυτούς που τυχαίνει να τον πλησιάσουν… Πηγαίνει σε όποιο τόπο τον καλούν όποια εποχή του ζητήσουν (…) Συγγραφέας είναι μια τερατώδης ανάγκη του τίποτε…»17 γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς στο Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ. Η ίδια πάντως το 1932 ενθουσιάζεται με τους «ζωντανούς, αυτούς τους εξαντλημένους, αιώνια οδοιπόρους Έλληνες, που δεν μπορούν πια να δαμάσουνε την Ελλάδα»18, με το συμπυκνωμένο φως της αρχαίας χώρας μας. Ίσως γιατί λίγα χρόνια πιο πριν, στο μυθιστόρημα Στο φάρο, αποθησαυρίζει το νόημα της ζωής στην έκρηξη μικρών θαυμάτων: «Η μεγάλη αποκάλυψη ποτέ δεν ήρθε. Αντί γι’ αυτήν, έρχονταν μικρά καθημερινά θαύματα, εκλάμψεις, σπίρτα που άναβαν απροσδόκητα στο σκοτάδι»19.
* Η ΙΩΑΝΝΑ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ είναι φιλόλογος.
1. «Γι' αυτό μισώ τους καθρέφτες που μου δείχνουν το αληθινό μου πρόσωπο» λέει η Ρόντα στα Κύματα (μτφρ. Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1997, σελ. 33). Ιδιαίτερη σχέση με τον καθρέφτη έχει και η κυρία Ράμζυ, ηρωίδα του μυθιστορήματος Στο φάρο (μτφρ. Άρης Μπερλής, Η΄ έκδοση, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2019)
2. Βιρτζίνια Γουλφ, Ένα δικό σου δωμάτιο, μτφρ. Μίνα Δαλαμάγκα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993, σελ. 48. Βλ. και Ευγενία Σηφάκη, Σπουδές φύλου και λογοτεχνία, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015, σελ. 35
3. Δύσκολες νύχτες, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1988, σελ. 98
4. Sylvia Plath, «Mirror», μτφρ. Κατερίνα Ηλιοπούλου, στο ιστολόγιό της.
5. Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, μτφρ. Ελένη Βέλτσου - Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή, εκδ. Βασδέκη, Αθήνα 2014, 7η έκδοση, σελ. 105
6. Virginia Woolf, Δοκίμια, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, επιμέλεια: Σπύρος Τσακνιάς, εκδ. Scripta, Αθήνα 1999, σελ. 86
7. Μονίκ Νατάν, Γουλφ, μτφρ. Κατερίνα Μαρινάκη, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986, σελ. 139
8. Τα κατά Α.Γ. πάθη, μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2018, σελ. 139
9. Virginia Woolf, Δοκίμια, ό.π., σελ. 44
10. Βιρτζίνια Γουλφ, Ένα δικό σου δωμάτιο, ό.π., σελ. 65-66
11. Virginia Woolf, Δοκίμια, ό.π., σελ. 19
12. Γιούλη Κουγιά, «Άρης Μπερλής (1944-2018): Η ζωή μου και τα πιστεύω μου», Lifo, 28-1-2018. https://www.lifo.gr/articles/obituaries/178245/aris-mperlis-1944-2018-i-zoi-moy-kai-ta-pisteyo-moy
13. Μονίκ Νατάν, Γουλφ, ό.π., σελ. 147
14. Ό.π., σελ. 160 (απόσπασμα από το Δωμάτιο του Τζέικομπ)
15. Ό.π., σελ. 153 (από το ημερολόγιο των Κυμάτων)
16. Ό.π., σελ. 155
17. Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σελ. 12
18. Βιρτζίνια Γουλφ, Ελλάδα και Μάης μαζί! – Εγγραφές ημερολογίου και γράμματα, μτφρ. Μαρία Τσάτσου, επιμέλεια: Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον, 2η έκδοση, Αθήνα 1996, σελ. 25
19. Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, ό.π., σελ. 180
Πηγή:https://www.bookpress.gr/stiles/eponimos/woolf-virginia-mpilieto-stoicheiomeno-spiti-o-proboleas-to-kainourgio-forema-i-klironomia-i-kuria-ston-kathrefti-spiliopoulou
Στο δικό της διήγημα-δωμάτιο η συγγραφέας υπερασπίζεται τον συσσωρευόμενο υλικό μικρόκοσμο του οικιακού (άρα γυναικείου) σύμπαντος, που συχνά πλαισιώνεται από την κορνίζα ενός καθρέφτη. Επίσης, οι γυναίκες λειτουργούν σαν ένας «καθρέφτης» για τους άνδρες τους, και μάλιστα παραμορφωτικός, στον οποίο ο άνδρας φαίνεται «υπερμεγέθης» και σπουδαιότερος από ό,τι στην πραγματικότητα2. Παράλληλα, ο καθρέφτης ενσαρκώνει την επιθυμία της ηρωίδας να δημιουργήσει τάξη, σταθερότητα, συμπάγεια ‒ ενάντια στη φθορά, την εντροπία του κυματώδους χρόνου, τη θνητότητα. Τα αυτάρκη άψυχα αντικείμενα, δοχεία της χρονικότητας, μάρτυρες του ανθρώπινου παρελθόντος, καθιστούν τη γραφή αρχιτεκτόνημα της μνήμης: ο καθρέφτης απαθανατίζει. Όπως γράφει η Μέλπω Αξιώτη: «οι πάχνες ίσως είναι που σταλάζουνε τα καθρεφτίσματα στους αιώνες…»3. Κυρίως όμως τα πράγματα αποτελούν διάφανους σηματωρούς της γυναικείας αυτοσυνειδησίας. Η Σύλβια Πλαθ δίνει φωνή στον δικό της «Καθρέφτη» (1961):
«Τώρα είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει από πάνω μου,
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου για το ποια είναι στ' αλήθεια.
Έπειτα γυρνά σ' αυτούς τους ψεύτες,
Τα κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω την ράχη της και την καθρεφτίζω πιστά.
Με ανταμείβει με δάκρυα
Κι ένα αγωνιώδες σφίξιμο των χεριών.
Είμαι σημαντικός για εκείνη.
Έρχεται και φεύγει»4.
Εκκινώντας από την «Κυρία στον καθρέπτη» θα ιχνηλατήσουμε μονοπάτια και για τα άλλα διηγήματά της. Παρατηρούμε (μαζί με τον αφηγητή-αθέατο οπερατέρ πίσω από την κάμερα) τη μεσήλικη Ισαβέλλα Τυσόν να εργάζεται στον κήπο, διαμέσου της αντανάκλασής της στον καθρέφτη του σπιτιού, σαν να τακτοποιεί σε μια εικόνα τα αντικείμενα του δωματίου καθιστώντας τα αθάνατα: «σαν να ʼτανε η φωνή του πρόσκαιρου και του φθαρτού, να ʼρχεται και να φεύγει σαν ανθρώπινη ανάσα, καθώς μέσα στον καθρέφτη τα πράγματα είχαν σταματήσει να ανασαίνουν κι έμεναν ακίνητα στην έκσταση της αθανασίας» (σελ. 2). Ό,τι όμως αντιφεγγίζει στη συνειδησιακή ροή είναι η αγωνιώδης πρόσβαση στους πολλαπλούς εαυτούς του υποκειμένου, στα σπαράγματα του είναι, στο σημείο έντασης/διχοτομίας μεταξύ της δημόσιας εικόνας και της προσωπικής αυτοεικόνας, στις περιχαρακωμένες ταυτότητες, στη μοναξιά. Το συγκεκριμένο διήγημα θεωρήθηκε μια μεταφορά για τη γραφή και ειδικότερα για την (αυτο)βιογραφία, για τις παραμελημένες ζώνες της γυναικείας εμπειρίας στη λογοτεχνία ‒ δηλαδή για ένα θέμα που και στα θεωρητικά κείμενά της έχει απασχολήσει τη Γουλφ. Παίζοντας με τη φαντασία του αναγνώστη ο αφηγητής υφαίνει ένα αόρατο παράλληλο σύμπαν που κείται πίσω από τη σιωπή: τις κρυφές ζωές των γυναικών, ανοιχτές στο ενδεχόμενο, αγκαλιασμένες με την πληθυντικότητα. Τα αντικείμενα γνωρίζουν περισσότερα για την ηρωίδα από ό,τι όσοι τη συναναστρέφονται επί χρόνια. Η Γουλφ αγαπά το μικρό, το λανθάνον, το ήσσον, το καταφύγιο όπου ο άνθρωπος κλειδαμπαρώνει ή καταχωνιάζει τα μυστικά του: «κι έπειτα γέμισε με κλειδωμένα συρτάρια, γεμάτα με γράμματα, όπως τα κομό της» (σελ. 7). «Το ντουλάπι με τα ράφια του, το γραφείο με τα συρτάρια του, το σεντούκι με τον διπλό πάτο του, είναι πραγματικά όργανα της μυστικής ψυχολογικής ζωής» σημειώνει στην Ποιητική του χώρου ο Γκαστόν Μπασελάρ. «Έχουν, σαν εμάς, από εμάς, για εμάς, μια οικειότητα»5.
«Αμέσως ο καθρέφτης άρχισε να διαχέει πάνω της ένα φως που την καθήλωσε, σαν κάποιο οξύ να κατέφαγε καθετί ασήμαντο και επιφανειακό και να άφησε μόνο την αλήθεια. Η γυναίκα αυτή καθαυτή».
Τα χορευτικά μοτίβα στον καθρέφτη συμβολίζουν ακριβώς την ανεξιχνίαστη ένδον κινητικότητα, καθώς η ηρωίδα βρίσκεται γυμνή στο ανελέητο φως… άδεια, χωρίς σκέψεις, χωρίς φίλους, χωρίς φροντίδες. «Αμέσως ο καθρέφτης άρχισε να διαχέει πάνω της ένα φως που την καθήλωσε, σαν κάποιο οξύ να κατέφαγε καθετί ασήμαντο και επιφανειακό και να άφησε μόνο την αλήθεια. Η γυναίκα αυτή καθαυτή» (σελ. 8). Και το διήγημα κλείνει με την εναρκτήρια πρόταση: «Οι άνθρωποι δε θα ʼπρεπε να αφήνουν καθρέφτες κρεμασμένους στα δωμάτιά τους» ‒ όπως και στα καβαφικά «Παράθυρα», «Ίσως το φως θα ’ναι μια νέα τυραννία». Το πλήρες εγώ λιώνει στον ήλιο της αφήγησης – ρωγμές, ραβδώσεις, κοστούμια συνθέτουν την ευαλωτότητα των προσώπων. Γιατί, σχολιάζει σε ένα αμάλγαμα λογοτεχνίας και δοκιμιακού λόγου η συγγραφέας, «Η ζωή δεν είναι μια σειρά από φώτα αμαξών παρατεταγμένα, η ζωή είναι ένα λαμπερό φωτοστέφανο, ένα ημιδιαφανές πέπλο που μας περιβάλλει από την αρχή της συνείδησής μας μέχρι το τέλος»6, πρωτεϊκή και ρευστή, ένα «πρόχειρα χιλιομπαλωμένο ύφασμα». Κατά συνέπεια, «Ο μυθιστοριογράφος φροντίζει απλώς "να στρώνει προσεκτικά το μετάξι των ψυχών", να απελευθερωθεί από την τυραννία των συμβάντων και της φόρμας, για νʼ αδράξει μέσα στη στιγμή τη μυστηριώδη ροή αυτού του φθαρτού πράγματος: τη ζωή»7. Ή, με τα λόγια της Βραζιλιάνας μυθιστοριογράφου Κλαρίσε Λισπέκτορ: «Κι επειδή η ψυχή μου είναι τόσο απεριόριστη που πλέον δεν είναι εγώ, κι επειδή είναι τόσο πέρα από εμένα – γι’ αυτό είμαι πάντα τόσο μακριά από τον ίδιο μου τον εαυτό, είμαι για τον εαυτό μου τόσο άπιαστη όσο άπιαστο είναι για μένα ένα αστέρι»8.
Στο διήγημα «Η κληρονομιά» η Άντζελα Κλάντον, μια γυναίκα που σκοτώθηκε σε τροχαίο υπό μυστηριώδεις συνθήκες, έχει κληροδοτήσει στον ισχυρό πολιτικό σύζυγό της (στη σκιά του οποίου ζούσε) δεκαπέντε τόμους ημερολογίων της. Συζητώντας με τη γραμματέα της εκείνος συνειδητοποιεί ότι η γυναίκα του είχε τόσο μια ανεξάρτητη ζωή από συναισθηματική άποψη όσο και πολιτικά πιστεύω που συγκρούονταν με τα δικά του. Και ανακαλύπτει ότι ο θάνατός της ήταν αυτοκτονία. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες των ημερολογίων της αναδύονται εύγλωττα κάτοπτρα της ενδόμυχης αλήθειας της ίδιας και επομένως της σχέσης τους.
Ένα αόρατο ζευγάρι-φάντασμα στο «Στοιχειωμένο σπίτι» διαστέλλει τον κοινό χώρο νεκρών και ζωντανών: θέατρο του παρελθόντος, εμπεριέχει τα προγονικά χνώτα, όντας ένας παλλόμενος οργανισμός που αναζητεί τον θαμμένο θησαυρό ‒ την αλήθεια της σχέσης, τη βιωμένη πεμπτουσία της επικοινωνίας. Το ζωντανό ζευγάρι μυείται στο «φως μες στην καρδιά», εμπεδώνεται η «κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη». Και το σώμα του σπιτιού επαναλαμβάνει το μουσικό μοτίβο: «Ασφαλής, ασφαλής, ασφαλής».
Στο «Καινούργιο φόρεμα» η Μέιμπελ αντικρίζει στον καθρέφτη την ανεπάρκειά της, την αμφιθυμία, το αίσθημα ντροπής που τη διακατέχει, –«το κίτρινο φόρεμα ήταν η τιμωρία που της άξιζε» (σελ. 11)–, σπάνια τον «πυρήνα της ύπαρξής της, την ψυχή του εαυτού της» (σελ. 5). Στο σαλόνι της κυρίας Νταλογουέι, σε μια ανιαρή κοσμική συνάθροιση, νιώθει σαν μύγα που προσπαθεί να συρθεί έξω από το πιατάκι του φλιτζανιού, το είναι της συρρικνώνεται σε κουμπί. «Σηκώθηκε από τον μπλε καναπέ, και το κίτρινο κουμπί στον καθρέφτη σηκώθηκε κι αυτό» (σελ. 14). Ατενίζει με μάτια μισόκλειστα την άτονη, υφέρπουσα ζωή της, την αποξενωμένη ύπαρξή της.
Στον «Προβολέα» παρακολουθούμε σε λέσχη του Λονδίνου στις αρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου την κυρία Αϊβιμέι να αφηγείται στους φίλους της μια ιστορία για τον προπαππού της, ο οποίος έστρεφε το τηλεσκόπιό του από τα αστέρια στους χερσότοπους. Ενώ η πολεμική αεροπορία κάνει ασκήσεις, ενώ το φως του προβολέα κινείται γύρω της σαν να πρωταγωνιστεί σε θεατρική παράσταση, ενώ τα άστρα σιωπούν, εκρήγνυνται απρόσμενες αποκαλύψεις, λεπτομέρειες, γρίφοι.
Στην πεζογραφία της Γουλφ οι ίσκιοι, τα πηγάδια της σιωπής, οι άνεμοι μάχονται με τις αχτίδες του φεγγαρόφωτου, τη φλόγα του κεριού, τις ριπές του φάρου. Και η ίδια σκοτώνει το φάντασμα του εαυτού, τον Άγγελο του Σπιτιού, που ρίχνει τη βαριά σκιά των φτερών του στο έργο της («θα άρπαζε την καρδιά από τα κείμενά μου»), θεωρώντας ότι η αποστολή της γυναίκας συγγραφέως συνθλίβεται κάτω από τα εύθραυστα προσωπικά αδιέξοδα9. Πυξίδα της ψυχικής ενδοχώρας για τη μετουσίωση της γυναικείας εμπειρίας, της «εξαιρετικά περίπλοκης δύναμης της θηλυκότητας», είναι μόνο η ελεύθερη δημιουργικότητα. Ιχνηλατώντας την έμφυλη ταυτότητα, τον γυναικείο λόγο, εξ ορισμού επαναστατικό, αφού ξεφεύγει από την προκαθορισμένη λογοτεχνική γλώσσα, όπως σημειώνει, αρνείται τη μίμηση ανδρικών προτύπων και τις πολιτισμικές αναπαραστάσεις της πατριαρχίας, ανατρέπει τα δίπολα. Στην εγκιβωτισμένη αφήγηση για την υποτιθέμενη αδελφή του Σαίξπηρ που περιέχεται στο Ένα δικό σου δωμάτιο η χαρισματική Τζούντιθ, η οποία «είχε μια εξαιρετικά γρήγορη φαντασία για τη μουσική των λέξεων», αυτοκτονεί: «Ποιος μπορεί να μετρήσει την έξαψη και τη βία στην καρδιά ενός ποιητή όταν έχει παγιδευτεί σε γυναικείο σώμα;»10
«Πιθανόν ο συντομότερος δρόμος για την κατανόηση των μέσων που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας δεν είναι το διάβασμα, αλλά η γραφή. Πρέπει να πειραματιστείς και να εξοικειωθείς με τους κινδύνους και τις δυσκολίες των λέξεων».
Επάλληλους κύκλους διαγράφουν το έργο και η μετάφραση. Με τη θεωρητική σκευή της, με ευαισθησία τόσο προς την ουσία όσο και προς τις αντηχήσεις, με αγάπη η μεταφράστρια φρόντισε το κειμενικό ένδυμα, ως γράφουσα και η ίδια. Κυρίως με εντιμότητα ‒ αρετή που η Γουλφ θεωρούσε τη σπονδυλική στήλη της γραφής. Όπως σημειώνει η συγγραφέας στο δοκίμιό της «Πώς πρέπει να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο;»: «Πιθανόν ο συντομότερος δρόμος για την κατανόηση των μέσων που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας δεν είναι το διάβασμα, αλλά η γραφή. Πρέπει να πειραματιστείς και να εξοικειωθείς με τους κινδύνους και τις δυσκολίες των λέξεων»11. Ο Άρης Μπερλής εξάλλου, αναφερόμενος στις ιδιαίτερες δυσκολίες της μετάφρασης μοντερνιστικών πεζογραφημάτων, παρατηρούσε: «Εμείς δεν είχαμε μοντερνιστές. Όταν λοιπόν μεταφράζεις Γουλφ αναγκάζεσαι να πλουτίσεις την ελληνική γλώσσα με περιεχόμενα, μορφές κι ευαισθησίες που δεν υπήρχαν και τις οποίες αποτυπώνεις πια στη δική σου γλώσσα»12. Και η αρμόζουσα γλώσσα στην πεζογραφία της Γουλφ είναι διάφανη, ο λόγος του νερού, «μια γοργή αίσθηση ζεστασιάς, ρευστότητας, ένα κύμα φράσεων που η μια κυλάει μέσα στην άλλη σαν λάβα»13, οι μεταφορές εκβάλλουν η μια στην άλλη. «Μʼ αρέσουν οι φράσεις που δεν υποχωρούν έστω κι αν δεχτούν βίαιη επίθεση. Μʼ αρέσουν οι σκληρές λέξεις...»14 σημειώνει η Γουλφ· και στο ημερολόγιο που κρατά, ενώ γράφει το μυθιστόρημα Τα κύματα ονειρεύεται «να διευκολύνει το αίμα να τρέχει από τη μια άκρη στην άλλη, σα χείμαρρος»15. Η σάρκα της γλώσσας ένα ασυνεχές ρεύμα που κλυδωνίζεται, σαν το κύμα που χορεύει ρυθμικά γεννώντας συμπαγή ροή και ραγισμένες προτάσεις: «Οφείλουμε να πλάθουμε τις φράσεις μας ώσπου να γίνουν άυλος χιτώνας των σκέψεών μας»16.
«Ο συγγραφέας δεν μπορεί ν’ αντέξει τη μοναξιά. Αμείβει πλουσιοπάροχα αυτούς που τυχαίνει να τον πλησιάσουν… Πηγαίνει σε όποιο τόπο τον καλούν όποια εποχή του ζητήσουν (…) Συγγραφέας είναι μια τερατώδης ανάγκη του τίποτε…»17 γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς στο Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ. Η ίδια πάντως το 1932 ενθουσιάζεται με τους «ζωντανούς, αυτούς τους εξαντλημένους, αιώνια οδοιπόρους Έλληνες, που δεν μπορούν πια να δαμάσουνε την Ελλάδα»18, με το συμπυκνωμένο φως της αρχαίας χώρας μας. Ίσως γιατί λίγα χρόνια πιο πριν, στο μυθιστόρημα Στο φάρο, αποθησαυρίζει το νόημα της ζωής στην έκρηξη μικρών θαυμάτων: «Η μεγάλη αποκάλυψη ποτέ δεν ήρθε. Αντί γι’ αυτήν, έρχονταν μικρά καθημερινά θαύματα, εκλάμψεις, σπίρτα που άναβαν απροσδόκητα στο σκοτάδι»19.
* Η ΙΩΑΝΝΑ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ είναι φιλόλογος.
1. «Γι' αυτό μισώ τους καθρέφτες που μου δείχνουν το αληθινό μου πρόσωπο» λέει η Ρόντα στα Κύματα (μτφρ. Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1997, σελ. 33). Ιδιαίτερη σχέση με τον καθρέφτη έχει και η κυρία Ράμζυ, ηρωίδα του μυθιστορήματος Στο φάρο (μτφρ. Άρης Μπερλής, Η΄ έκδοση, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2019)
2. Βιρτζίνια Γουλφ, Ένα δικό σου δωμάτιο, μτφρ. Μίνα Δαλαμάγκα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993, σελ. 48. Βλ. και Ευγενία Σηφάκη, Σπουδές φύλου και λογοτεχνία, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015, σελ. 35
3. Δύσκολες νύχτες, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1988, σελ. 98
4. Sylvia Plath, «Mirror», μτφρ. Κατερίνα Ηλιοπούλου, στο ιστολόγιό της.
5. Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, μτφρ. Ελένη Βέλτσου - Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή, εκδ. Βασδέκη, Αθήνα 2014, 7η έκδοση, σελ. 105
6. Virginia Woolf, Δοκίμια, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, επιμέλεια: Σπύρος Τσακνιάς, εκδ. Scripta, Αθήνα 1999, σελ. 86
7. Μονίκ Νατάν, Γουλφ, μτφρ. Κατερίνα Μαρινάκη, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1986, σελ. 139
8. Τα κατά Α.Γ. πάθη, μτφρ. Μάριος Χατζηπροκοπίου, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2018, σελ. 139
9. Virginia Woolf, Δοκίμια, ό.π., σελ. 44
10. Βιρτζίνια Γουλφ, Ένα δικό σου δωμάτιο, ό.π., σελ. 65-66
11. Virginia Woolf, Δοκίμια, ό.π., σελ. 19
12. Γιούλη Κουγιά, «Άρης Μπερλής (1944-2018): Η ζωή μου και τα πιστεύω μου», Lifo, 28-1-2018. https://www.lifo.gr/articles/obituaries/178245/aris-mperlis-1944-2018-i-zoi-moy-kai-ta-pisteyo-moy
13. Μονίκ Νατάν, Γουλφ, ό.π., σελ. 147
14. Ό.π., σελ. 160 (απόσπασμα από το Δωμάτιο του Τζέικομπ)
15. Ό.π., σελ. 153 (από το ημερολόγιο των Κυμάτων)
16. Ό.π., σελ. 155
17. Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1995, σελ. 12
18. Βιρτζίνια Γουλφ, Ελλάδα και Μάης μαζί! – Εγγραφές ημερολογίου και γράμματα, μτφρ. Μαρία Τσάτσου, επιμέλεια: Άρης Μπερλής, εκδ. Ύψιλον, 2η έκδοση, Αθήνα 1996, σελ. 25
19. Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, ό.π., σελ. 180
Πηγή:https://www.bookpress.gr/stiles/eponimos/woolf-virginia-mpilieto-stoicheiomeno-spiti-o-proboleas-to-kainourgio-forema-i-klironomia-i-kuria-ston-kathrefti-spiliopoulou
Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο
του Όσκαρ Ουάιλντ
του Όσκαρ Ουάιλντ
στο Θέατρο Φούρνος 16/4-15/5 2018
Μετάφραση: Βάνια Σύρμου-Βεκρή
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κίτσος
Μετάφραση: Βάνια Σύρμου-Βεκρή
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κίτσος
Αντί σκηνοθετικού σημειώματος
«Όταν βρίσκομαι στο βυθό, αισθάνομαι καλά. Αισθάνομαι μια απίστευτη ευεξία. Ίσως επειδή δεν έχω καμία ένταση κι έχω αφεθεί εντελώς. Η βουτιά αυτή είναι μια περιπέτεια στα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ένα ταξίδι στο άγνωστο. Κυρίως όμως, είναι ένα εσωτερικό ταξίδι, όπου συμβαίνει μια σειρά πραγμάτων στο σώμα και στο πνεύμα. Αισθάνομαι ωραία, χωρίς την ανάγκη να αναπνεύσω. Σαν μια μικρή τελεία, μια μικρή σταγόνα νερού, κάπου στη μέση του ωκεανού. Σαν ένας κόκκος σκόνης, αστερόσκονης, κάπου στη μέση του σύμπαντος. Στη μέση του τίποτα, στο άπειρο του διαστήματος. Εκείνη τη στιγμή, κάθε φορά, χτίζεται το ίδιο πράγμα μέσα μου – η ταπεινότητα. Αισθάνομαι ταπεινός, γιατί δεν είμαι τίποτα. Είμαι ένα σημείο του τίποτα, χαμένο στο χώρο και στο χρόνο.
Αναπνέουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που πεθαίνουμε. Η αναπνοή δίνει ρυθμό στη ζωή μας. Το να αναπνέεις καλύτερα σημαίνει να ζεις καλύτερα. Το να κρατάς την αναπνοή σου μέσα στη θάλασσα, σημαίνει να επισκέπτεσαι ένα άλλο σύμπαν, απολύτως μαγικό. Σημαίνει να βρίσκεις τον εαυτό σου. Η μνήμη του σώματος έχει στο ιστορικό της εκατομμύρια χρόνια και καταγόμαστε από οργανισμούς που ζούσαν μέσα στη θάλασσα. Όταν λοιπόν επιστρέφεις μέσα στο νερό, όταν κρατάς την αναπνοή σου για μερικά δευτερόλεπτα, συνδέεσαι ξανά με εκείνους τους προγόνους σου. Παρακολουθείς αυτόν τον κόσμο διακριτικά, γλιστρώντας μέσα στο νερό, κοιτάζοντας τριγύρω κι ύστερα επιστρέφεις στην επιφάνεια χωρίς ν’ αφήσεις κανένα ίχνος..»
Η παράσταση «Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο», θα φιλοξενηθεί αμέσως μετά από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ στις 21 & 22 Απριλίου στο Καμπέρειο Θέατρο.
Πηγές: https://www.monopoli.gr/2018/03/20/showtimes/theatre/164053/to-ahdoni-kai-to-triantafyllo-toy-oskar-oyailnt-sto-theatro-foyrnos/
https://www.youtube.com/watch?v=bhjUPwPv0T8
https://www.ert.gr/radiotileorasi/politismos-radiotileorasi/technes-radiotileorasi/to-ahdoni-kai-to-triantafyllo-toy-oskar-ouaild-sto-theatro-fournos/
https://www.musiccorner.gr/to-aidoni-ke-to-triantafyllo-tou-oskar-ouailnt-aneveni-sto-theatro-fournos-148263/
«Όταν βρίσκομαι στο βυθό, αισθάνομαι καλά. Αισθάνομαι μια απίστευτη ευεξία. Ίσως επειδή δεν έχω καμία ένταση κι έχω αφεθεί εντελώς. Η βουτιά αυτή είναι μια περιπέτεια στα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ένα ταξίδι στο άγνωστο. Κυρίως όμως, είναι ένα εσωτερικό ταξίδι, όπου συμβαίνει μια σειρά πραγμάτων στο σώμα και στο πνεύμα. Αισθάνομαι ωραία, χωρίς την ανάγκη να αναπνεύσω. Σαν μια μικρή τελεία, μια μικρή σταγόνα νερού, κάπου στη μέση του ωκεανού. Σαν ένας κόκκος σκόνης, αστερόσκονης, κάπου στη μέση του σύμπαντος. Στη μέση του τίποτα, στο άπειρο του διαστήματος. Εκείνη τη στιγμή, κάθε φορά, χτίζεται το ίδιο πράγμα μέσα μου – η ταπεινότητα. Αισθάνομαι ταπεινός, γιατί δεν είμαι τίποτα. Είμαι ένα σημείο του τίποτα, χαμένο στο χώρο και στο χρόνο.
Αναπνέουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που πεθαίνουμε. Η αναπνοή δίνει ρυθμό στη ζωή μας. Το να αναπνέεις καλύτερα σημαίνει να ζεις καλύτερα. Το να κρατάς την αναπνοή σου μέσα στη θάλασσα, σημαίνει να επισκέπτεσαι ένα άλλο σύμπαν, απολύτως μαγικό. Σημαίνει να βρίσκεις τον εαυτό σου. Η μνήμη του σώματος έχει στο ιστορικό της εκατομμύρια χρόνια και καταγόμαστε από οργανισμούς που ζούσαν μέσα στη θάλασσα. Όταν λοιπόν επιστρέφεις μέσα στο νερό, όταν κρατάς την αναπνοή σου για μερικά δευτερόλεπτα, συνδέεσαι ξανά με εκείνους τους προγόνους σου. Παρακολουθείς αυτόν τον κόσμο διακριτικά, γλιστρώντας μέσα στο νερό, κοιτάζοντας τριγύρω κι ύστερα επιστρέφεις στην επιφάνεια χωρίς ν’ αφήσεις κανένα ίχνος..»
Η παράσταση «Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο», θα φιλοξενηθεί αμέσως μετά από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ στις 21 & 22 Απριλίου στο Καμπέρειο Θέατρο.
Πηγές: https://www.monopoli.gr/2018/03/20/showtimes/theatre/164053/to-ahdoni-kai-to-triantafyllo-toy-oskar-oyailnt-sto-theatro-foyrnos/
https://www.youtube.com/watch?v=bhjUPwPv0T8
https://www.ert.gr/radiotileorasi/politismos-radiotileorasi/technes-radiotileorasi/to-ahdoni-kai-to-triantafyllo-toy-oskar-ouaild-sto-theatro-fournos/
https://www.musiccorner.gr/to-aidoni-ke-to-triantafyllo-tou-oskar-ouailnt-aneveni-sto-theatro-fournos-148263/
Μανδραγόρας
Βάνια Σύρμου-Βεκρή
Τερματικός Σταθμός και άλλα διηγήματα
εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, 2019
Λόγω του μεγέθους του κάποιος θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει «βιβλίο τσέπης» όμως θα του ταίριαζε καλύτερα «εισιτήριο για τη γνώση». Μέσα στις δεκαέξι σελίδες του ξεδιπλώνονται εκτός από την ομότιτλη ακόμα πέντε μικρές ιστορίες: «Ο καζαμίας», «Η υπόσχεση», «Το σημάδι», «Χωρίς απάντηση» και «Στρώμα διπλό».
Η Βάνια Σύρμου-Βεκρή με τον συμπυκνωμένο λόγο της μας ξεναγεί στα σύντομα αφηγηματικά ταξίδια της, τα γεμάτα βιώματα, συναισθήματα, προσδοκίες αλλά και αναθεωρήσεις. Η στέρεα γραφή της, με διάχυτο το λυρικό στοιχείο, υποστηρίζει την αλήθεια των ιστοριών της, οι οποίες χτίζονται με αναδρομές στο παρελθόν αλλά και με σύγχρονες αφηγηματικές εικόνες.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η συγγραφέας είναι φιλόλογος, μεταφράστρια, έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές σχετικές με «Το Φύλλο και τα Νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας» καθώς και ότι έχει μεταφράσει έργα πολλών μεγάλων, σε αξία και σε έργο, ξένων λογοτεχνών μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως η βοήθεια, που προσφέρει στους μαθητές της για την αξιοποίηση κάθε δυνατότητας, από την εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη της λογοτεχνικής γραφής μέχρι την διεύρυνση της δημιουργικότητάς τους, είναι ανυπολόγιστη.
***
Κάθριν Μάνσφηλντ
Εξ αρχής το πρόβλημα, δύο διηγήματα
εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, 2019, μετάφραση Βάνια Σύρμου-Βεκρή
Πρόκειται για επιλεγμένη μετάφραση των διηγημάτων «Υπηρέτρια» και «Μία ιδανική οικογένεια», από την πρωτότυπη συλλογή «The Garden Party» της Νεοζηλανδής διηγηματογράφου Κάθριν Μάνσφηλντ.
Η ευαισθησία αντίληψης των πραγμάτων και οι ψυχολογικές συγκρούσεις των χαρακτήρων, που αναπτύσσονται από την συγγραφέα στα διηγήματα, τροφοδοτούνται από μία άλλη εποχή με διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και εθνικές συνήθειες και συνθήκες. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η όλη διαδικασία να μεταφερθούν αυτούσια και άμεσα στο μεταφρασμένο κείμενο θα πρέπει να παρουσίασε δυσκολίες. Παρ’ όλα αυτά το αποτέλεσμα μας ανταμείβει με την αλήθεια του. Η μεταφράστρια των διηγημάτων, Βάνια Σύρμου-Βεκρή, κατόρθωσε να διατηρήσει το ξεχωριστό ύφος γραφής της Μάνσφηλντ, το οποίο παραπέμπει σε ποιητικό, και να αποδώσει θαυμάσια τα κείμενά της.
Επίσης, εκ του αποτελέσματος, ο μεταφρασμένος λόγος της Μάνσφηλντ θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως θεατρικός, δηλαδή με δυνατότητες να αποδοθεί ως θεατρικό δρώμενο.
***
Τζαίημς Τζόυς
Οδυνηρή Υπόθεση, διήγημα
εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, 2016, μετάφραση Βάνια Σύρμου-Βεκρή
Ο διάσημος Ιρλανδός συγγραφέας θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς λογοτέχνες της εποχής και του είδους του τόσο από πλευράς επιλογής των θεμάτων του όσο και από τον τρόπο ανάπτυξης των κειμένων του. Επιπλέον, ο Τζόυς χειρίζεται τη μητρική του γλώσσα ιδιοφυώς διαφορετικά και διαμορφώνει νέες και δυσκολότερες μεθόδους λογοτεχνικής γραφής. Ως εκ τούτου, η ροή της αφήγησής του δεν είναι εύκολα κατανοητή από τον αναγνώστη. Αυτό τον χρήζει αυτόματα ως τον πιο δύσκολο προς μετάφραση συγγραφέα. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια, δεξιότητες ή μόχθος για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Η «Οδυνηρή Υπόθεση» του Τζόυς είναι ένα διήγημα με τόσες απαιτήσεις ώστε η μετάφρασή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «οδυνηρή υπόθεση» για κάθε μεταφραστή. Το αποτέλεσμα όμως που προέκυψε από την προσπάθεια της Βάνιας Σύρμου-Βεκρή αποδεικνύεται επιτυχές.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Πηγή:mandragoras-magazine.gr/%cf%84%cf%81%ce%af%ce%b1-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%bf%cf%85%cf%83%ce%af%ce%b1%cf%83%ce%b7/17083?fbclid=IwAR13A3nvOB1zxh1nFN17gQyk8ynOOYGQYvrHRkyUW8-tWoVlvkEXVqq_Hl0
Τερματικός Σταθμός και άλλα διηγήματα
εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, 2019
Λόγω του μεγέθους του κάποιος θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει «βιβλίο τσέπης» όμως θα του ταίριαζε καλύτερα «εισιτήριο για τη γνώση». Μέσα στις δεκαέξι σελίδες του ξεδιπλώνονται εκτός από την ομότιτλη ακόμα πέντε μικρές ιστορίες: «Ο καζαμίας», «Η υπόσχεση», «Το σημάδι», «Χωρίς απάντηση» και «Στρώμα διπλό».
Η Βάνια Σύρμου-Βεκρή με τον συμπυκνωμένο λόγο της μας ξεναγεί στα σύντομα αφηγηματικά ταξίδια της, τα γεμάτα βιώματα, συναισθήματα, προσδοκίες αλλά και αναθεωρήσεις. Η στέρεα γραφή της, με διάχυτο το λυρικό στοιχείο, υποστηρίζει την αλήθεια των ιστοριών της, οι οποίες χτίζονται με αναδρομές στο παρελθόν αλλά και με σύγχρονες αφηγηματικές εικόνες.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η συγγραφέας είναι φιλόλογος, μεταφράστρια, έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές σχετικές με «Το Φύλλο και τα Νέα Εκπαιδευτικά και Εργασιακά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας» καθώς και ότι έχει μεταφράσει έργα πολλών μεγάλων, σε αξία και σε έργο, ξένων λογοτεχνών μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως η βοήθεια, που προσφέρει στους μαθητές της για την αξιοποίηση κάθε δυνατότητας, από την εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη της λογοτεχνικής γραφής μέχρι την διεύρυνση της δημιουργικότητάς τους, είναι ανυπολόγιστη.
***
Κάθριν Μάνσφηλντ
Εξ αρχής το πρόβλημα, δύο διηγήματα
εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, 2019, μετάφραση Βάνια Σύρμου-Βεκρή
Πρόκειται για επιλεγμένη μετάφραση των διηγημάτων «Υπηρέτρια» και «Μία ιδανική οικογένεια», από την πρωτότυπη συλλογή «The Garden Party» της Νεοζηλανδής διηγηματογράφου Κάθριν Μάνσφηλντ.
Η ευαισθησία αντίληψης των πραγμάτων και οι ψυχολογικές συγκρούσεις των χαρακτήρων, που αναπτύσσονται από την συγγραφέα στα διηγήματα, τροφοδοτούνται από μία άλλη εποχή με διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και εθνικές συνήθειες και συνθήκες. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η όλη διαδικασία να μεταφερθούν αυτούσια και άμεσα στο μεταφρασμένο κείμενο θα πρέπει να παρουσίασε δυσκολίες. Παρ’ όλα αυτά το αποτέλεσμα μας ανταμείβει με την αλήθεια του. Η μεταφράστρια των διηγημάτων, Βάνια Σύρμου-Βεκρή, κατόρθωσε να διατηρήσει το ξεχωριστό ύφος γραφής της Μάνσφηλντ, το οποίο παραπέμπει σε ποιητικό, και να αποδώσει θαυμάσια τα κείμενά της.
Επίσης, εκ του αποτελέσματος, ο μεταφρασμένος λόγος της Μάνσφηλντ θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί και ως θεατρικός, δηλαδή με δυνατότητες να αποδοθεί ως θεατρικό δρώμενο.
***
Τζαίημς Τζόυς
Οδυνηρή Υπόθεση, διήγημα
εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, 2016, μετάφραση Βάνια Σύρμου-Βεκρή
Ο διάσημος Ιρλανδός συγγραφέας θεωρείται από τους πλέον σημαντικούς λογοτέχνες της εποχής και του είδους του τόσο από πλευράς επιλογής των θεμάτων του όσο και από τον τρόπο ανάπτυξης των κειμένων του. Επιπλέον, ο Τζόυς χειρίζεται τη μητρική του γλώσσα ιδιοφυώς διαφορετικά και διαμορφώνει νέες και δυσκολότερες μεθόδους λογοτεχνικής γραφής. Ως εκ τούτου, η ροή της αφήγησής του δεν είναι εύκολα κατανοητή από τον αναγνώστη. Αυτό τον χρήζει αυτόματα ως τον πιο δύσκολο προς μετάφραση συγγραφέα. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια, δεξιότητες ή μόχθος για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Η «Οδυνηρή Υπόθεση» του Τζόυς είναι ένα διήγημα με τόσες απαιτήσεις ώστε η μετάφρασή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «οδυνηρή υπόθεση» για κάθε μεταφραστή. Το αποτέλεσμα όμως που προέκυψε από την προσπάθεια της Βάνιας Σύρμου-Βεκρή αποδεικνύεται επιτυχές.
Κατερίνα Παναγιωτοπούλου
Πηγή:mandragoras-magazine.gr/%cf%84%cf%81%ce%af%ce%b1-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%b1-%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%bf%cf%85%cf%83%ce%af%ce%b1%cf%83%ce%b7/17083?fbclid=IwAR13A3nvOB1zxh1nFN17gQyk8ynOOYGQYvrHRkyUW8-tWoVlvkEXVqq_Hl0
Σάμουελ Μπέκετ
Μακριά ένα πουλί
Μετάφραση:Βάνια Σύρμου-Βεκρή
- Γη σπαρμένη με ερείπια, εκείνος την περπάτησε όλη τη νύχτα, εγώ τα παράτησα, να κρατιέμαι σφιχτά απ’ τους φράχτες, ανάμεσα στο δρόμο και το χαντάκι, στο λιγοστό χορτάρι, μικρά αργά βήματα, ήχος κανείς, σταματώντας ξανά και ξανά, ας πούμε κάθε δέκα βήματα, μικρά διστακτικά βήματα, για να μη λαχανιάσει, έπειτα ν’ ακούσει, γη σπαρμένη με ερείπια, εγώ τα παράτησα πριν από τη γέννηση, δεν γίνεται αλλιώς, έπρεπε όμως να υπάρξει γέννηση, ήταν εκείνος, εγώ ήμουν εντός,τώρα εκείνος σταματά ξανά, ας πούμε για εκατοστή φορά αυτήν τη νύχτα, τούτο δείχνει και την απόσταση που έχει διανύσει, είναι η τελευταία, σκυφτός πάνω στο μπαστούνι του, εγώ είμαι εντός, εκείνος ήταν που έκλαιγε γοερά, εκείνος που είδε το φως, εγώ δεν έκλαψα γοερά, εγώ δεν είδα το φως, το ένα πάνω στ’ άλλο τα χέρια ζυγιάζονται στο μπαστούνι, το κεφάλι ζυγιάζεται στα χέρια, έχει βρει ξανά την αναπνοή του, μπορεί ν’ ακούσει τώρα, ο κορμός οριζόντιος, τα πόδια ανοιχτά, πεσμένα στα γόνατα, το ίδιο παλιό παλτό, άκαμπτες οι άκρες προβάλλουν από πίσω, η μέρα χαράζει, δεν έχει παρά να σηκώσει τα μάτια του, να ανοίξει τα μάτια του, να σηκώσει τα μάτια του, γίνεται ένα με τον φράχτη, μακριά ένα πουλί, ένα λεπτό μετά γραπώνεται και το βάζει στα πόδια, ήταν εκείνος που είχε ζωή, εγώ δεν είχα ζωή, μια ζωή που δεν άξιζε, εξαιτίας μου, αδύνατο να είχα μυαλό κι εγώ έχω, κάποιος με μαντεύει, μας μαντεύει, εκεί κατέληξε εκείνος, κατέληξε στο τέλος, τον βλέπω με τον νου μου, εκεί να μας μαντεύει, χέρια και κεφάλι ένα μικρός σωρός, οι ώρες περνούν,εκείνος είναι ακίνητος, αναζητά μια φωνή για μένα, είναι αδύνατο να είχα φωνή, και δεν έχω καμιά, θα βρει εκείνος για μένα, δεν θα μου ταιριάζει, θα εξυπηρετεί την ανάγκη, τη δική του ανάγκη, αλλά αρκετά γι’ αυτόν, εκείνη η εικόνα, ο μικρός σωρός από χέρια και κεφάλι, ο οριζόντιος κορμός, οι αγκώνες που προεξέχουν, τα μάτια κλειστά, και το πρόσωπο ανέκφραστο ν’ακούει, τα μάτια κρυμμένα κι όλο το πρόσωπο κρυμμένο, εκείνη η εικόνα και τίποτ’ άλλο, να μην αλλάζει ποτέ, γη σπαρμένη με ερείπια, η νύχτα χάνεται, εκείνος το ’χει βάλει στα πόδια, θα οδηγηθεί στον θάνατο, εξαιτίας μου, θα τον ζήσω μαζί του, θα ζήσω τον θάνατό του, το τέλος της ζωής του κι έπειτα τον θάνατό του, βήμα βήμα, τώρα, πώς θα τα βγάλει πέρα, είναι αδύνατο να το γνωρίζω, θα το γνωρίζω, βήμα βήμα, είναι που θα πεθάνει, εγώ δεν θα πεθάνω, δεν θα απομείνει τίποτα από κείνον παρά μόνο κόκαλα, εγώ θα είμαι εντός, τίποτα παρά μόνο λίγα πετραδάκια, εγώ θα είμαι εντός, δεν γίνεται αλλιώς, γη σπαρμένη με ερείπια, εκείνος το ’βαλε στα πόδια μέσα από τον φράχτη, όχι άλλες στάσεις πια, δεν θα ξαναπεί ποτέ εγώ,εξαιτίας μου, δεν θα μιλήσει σε κανέναν, κανείς δεν θα του μιλήσει, δεν θα μιλήσει στον εαυτό του, δεν έχει απομείνει τίποτα στο κεφάλι του, θα το γεμίζω εγώ με ό,τι χρειάζεται, ό,τι χρειάζεται για να τελειώνει, για να μη λέει πλέον εγώ, για να μην ανοίγει πλέον το στόμα, σύγχυση μνήμης και θρήνου, των αγαπημένων και της ανέφικτης νιότης, κρατώντας γερά το μπαστούνι στη μέση, σκοντάφτει σκυφτός πάνω απ’ τους αγρούς, για μια ζωή δική μου προσπάθησα, μάταια, ποτέ καμιά παρά μόνο η δική του, χωρίς να αξίζει τίποτα, εξαιτίας μου, εκείνος είπε ότι δεν ήταν ζωή, ήταν, ακόμα είναι, η ίδια, εγώ είμαι εντός, ο ίδιος, θα βάλω πρόσωπα στο κεφάλι του, ονόματα, τόπους, θα τα ανακατέψω όλα μαζί, όλα όσα χρειάζεται για να τελειώνει, φαντάσματα για να τους ξεφύγει, τελευταία φαντάσματα για να τους ξεφύγει και να τα καταδιώκει, θα μπερδέψει τη μητέρα του με πόρνες, τον πατέρα του μ’ έναν εργάτη δρόμων ονόματι Balfe, θα του δώσω ένα γέρικο κοπρόσκυλο, ένα ψωριάρικο κοπρόσκυλο, που να μπορεί να αγαπήσει ξανά, να χάσει ξανά, γη σπαρμένη με ερείπια, μικρά βήματα πανικού.
Τίτλος πρωτοτύπου: Samuel Beckett, «Αfar a bird» από το The complete short prose 1929-1989Σάμουελ Μπέκετ, Μακριά ένα πουλί, από το βιβλίο, Κρατιέμαι σφιχτά απ’ τους φράχτες, 7 διηγήματα, μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Το οκτασέλιδο του μπιλιέτου, 2020
Πηγή:https://ifigeneiasiafaka.com/2021/12/02/klkjkjlkj/
Κάθρην Μάνσφηλντ
Η υπηρέτρια(απόσπασμα)
Μετάφραση Βάνια Σύρμου-Βεκρή
Έντεκα η ώρα. Χτύπημα στην πόρτα.
…Ελπίζω να μη σας ενόχλησα κυρία. Δεν κοιμόσαστε, έτσι δεν είναι; Μα τώρα μόλις σέρβιρα το τσάι στην κυρά μου και περίσσεψε ένα φλυτζάνι τόσο ωραίο τσάι που σκέφτηκα , ίσως...
… Κάθε άλλο κυρία. Πάντα το τελευταίο που κάνω είναι να της ετοιμάσω ένα φλυτζάνι τσάι . Το πίνει στο κρεβάτι μετά την προσευχή για να ζεσταθεί. Βάζω το τσαγερό στη φωτιά κι όταν εκείνη γονατίζει του λέω: «Τώρα εσύ δε χρειάζεται να βιαστείς να πεις τη δική σου προσευχή». Μα αυτό πάντα βράζει προτού η κυρά μου φτάσει στα μισά. Βλέπετε, κυρία, γνωρίζουμε τόσο κόσμο και πρέπει να προσευχηθούμε για όλους. Η κυρά μου κρατά μια λίστα με ονόματα σ΄ ένα μικρό κόκκινο βιβλίο. Ω, Θεέ μου! Κάθε φορά που κάποιος καινούριος θα ’ρθει να μας δει, η κυρά μου μού λέει μετά: «Έλεν, δώσε μου το κόκκινο βιβλιαράκι», και εγώ τρελαίνομαι, πραγματικά. «Να, ακόμα ένας», σκέφτομαι, «που θα την κρατάει ξάγρυπνη βρέξει χιονίσει». Και δεν βάζει, ξέρετε κυρία, μαξιλάρι˙ γονατίζει πάνω στο σκληρό χαλί. Την ξέρω καλά και με εκνευρίζει πολύ που τη βλέπω έτσι. Προσπάθησα να τη ξεγελάσω˙ έβαλα χάμω το πουπουλένιο πάπλωμα. Την πρώτη όμως φορά που το έκανα – ω! μου ’ριξε ένα βλέμμα – σαν αγίας, κυρία. «Είχε ο Κύριός μας πουπουλένιο στρώμα, Έλεν;» είπε. Μα εγώ, που ήμουν νεότερη τότε, ένιωσα την ανάγκη να της πω: «Όχι, αλλά ο Κύριός μας δεν είχε την ηλικία σας και δεν ήξερε πώς είναι να έχει κανείς το λουμπάγκο σας». Χυδαίο, ε; Μα είναι τόσο καλή, ξέρετε, κυρία. Τώρα που την τακτοποίησα στο κρεβάτι και την είδα ξαπλωμένη με τα χέρια έξω απ’ το σεντόνι και το κεφάλι της στο μαξιλάρι –τόσο όμορφη– δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ: «Τώρα μοιάζεις σαν την αγαπημένη σου μητέρα όταν την ετοίμασα νεκρή».
…Ναι κυρία, τ’ άφησαν όλα πάνω μου. Αχ, πράγματι έδειχνε τόσο γλυκιά. Της χτένισα τα μαλλιά, αφήνοντας γύρω από το μέτωπό της απαλές μπουκλίτσες και μόνο στη μια πλευρά του λαιμού της έβαλα ένα μπουκετάκι όμορφους μωβ πανσέδες. Αυτοί οι πανσέδες την έκαναν να μοιάζει με ζωγραφιά, κυρία. Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Και απόψε που κοίταξα την κυρά μου σκέφτηκα: «Αν τώρα υπήρχαν και οι πανσέδες, κανείς δεν θα τις ξεχώριζε».
… Μόνο πέρσι, κυρία. Μόνο πέρσι που, όπως λέμε, τα ’χασε λιγάκι. Βέβαια, ποτέ δεν έγινε επικίνδυνη˙ ήταν μια γλυκύτατη γριά κυρία. Μα σαν να της μπήκε η ιδέα πως κάτι είχε χάσει. Δεν μπορούσε να κάτσει σε ησυχία, δεν είχε στασιό. Όλη μέρα πάνω κάτω, πάνω κάτω˙ τη συναντούσες παντού, στις σκάλες, στη βεράντα, πηγαίνοντας για την κουζίνα. Και σε κοιτούσε στα μάτια και σου ’λεγε σαν μικρό παιδί: «Το έχασα, το έχασα». «Ελάτε τώρα», της έλεγα, «ελάτε και θα σας ρίξω εγώ την πασιέντζα σας». Μα μ’ έπιανε απ’ το χέρι, ήμουν βλέπετε η συμπάθειά της, και μου ψιθύριζε: «Βρες το μου Έλεν. Βρες μου το». Λυπηρό, δεν είναι;
…Όχι, δεν συνήλθε ποτέ, κυρία. Στο τέλος έπαθε εγκεφαλικό. Τα τελευταία της λόγια ήταν – πολύ σιγανά: «Κοίταξε μέσα – στο– Κοίταξε μέσα –». Και ξεψύχησε.
Κάθριν Μάνσφηλντ, Η υπηρέτρια, από το βιβλίο Εξ αρχής το πρόβλημα, δύο διηγήματα, μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Το οκτασέλιδο του μπιλιέτου, 2019
Πηγή:https://ifigeneiasiafaka.com/2021/12/02/%ce%ba%ce%ac%ce%b8%cf%81%ce%b9%ce%bd-%ce%bc%ce%ac%ce%bd%cf%83%cf%86%ce%b7%ce%bb%ce%bd%cf%84-%ce%b7-%cf%85%cf%80%ce%b7%cf%81%ce%ad%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%b1/
Τεννεσσή Ουίλλιαμς
Προς κατεδάφιση(απόσπασμα)
Μετάφραση:Βάνια Σύρμου Βεκρή
ΠΡΟΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ
ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ
Πρόσωπα του έργου
Γουίλλυ (Κορίτσι) - Τομ (Αγόρι)
Σιδηροδρομική γραμμή σε ανάχωμα στα περίχωρα μιας πόλης του Μισσισσιπή. Ένα από κείνα τα κατάλευκα πρωινά, χαρακτηριστικά αυτής της περιοχής. Ο αέρας υγρός και παγωμένος. Πίσω απ’ τις γραμμές του τραίνου ένα μεγάλο κίτρινο σπίτι που δείχνει τραγικά εγκαταλελειμμένο. Κάποια από τα επάνω παράθυρα είναι καλυμμένα με σανίδες και ένα μέρος της στέγης έχει καταρρεύσει. Το έδαφος είναι εντελώς επίπεδο. Στο βάθος αριστερά υπάρχει μια ταμπέλα που γράφει: «ΤΖΙΝ ΤΖΕΗΚ», μερικοί τηλεφωνικοί στύλοι και λίγα γυμνά δέντρα. Ο ουρανός έχει μια ιδαίτερη γαλακτόμορφη λευκότητα. Ακούγονται πότε πότε κρωξίματα κορακιών, σαν ύφασμα που σκίζεται απότομα.
Ένα κορίτσι, η Γουίλλυ, περπατά επικίνδυνα πάνω στη ράγα του τρένου ισορροπώντας με τα χέρια τεντωμένα σε έκταση. Στο ένα χέρι κρατά σφιχτά μια μπανάνα και στο άλλο μια παλιά κούκλα με αχτένιστα ξανθά μαλλιά. Η εμφάνισή της περίεργη, αδύνατη σαν στέκα και με ρούχα φανταχτερά αλλά φθαρμένα. Φοράει ένα μακρύ φόρεμα από μπλε βελούδο με βρώμικο δαντελωτό γιακά και στρας. Στα πόδια της φορά παλιωμένα ασημένια παιδικά παπούτσια, στολισμένα με μεγάλες αγκράφες.Οι καρποί και τα δάχτυλά της είναι γεμάτα με αστραφτερά, ψεύτικα κοσμήματα. Έχει πασαλείψει άτσαλα με έντονο ρουζ το παιδικό πρόσωπό της και έχει βάψει υπερβολικά τα χείλη της. Είναι περίπου δεκατριών χρόνων και παρά το μακιγιάζ της η παιδικότητα και η αθωότητα στην παρουσία της είναι εμφανής. Γελάει συχνά και δυνατά με ένα τρόπο που φανερώνει κάποια πρώιμη τραγική εγκατάλειψη.
Το αγόρι, ο Τομ, λίγο μεγαλύτερος, στέκεται πάνω απ’ το ανάχωμα και την κοιτάζει. Φοράει κοτλέ παντελόνι, μπλε πουκάμισο και από πάνω πουλόβερ. Στο χέρι του κρατά έναν κόκκινο χαρταετό με παρδαλή ουρά.
ΤΟΜ: Γεια! Ποια είσαι εσύ;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Μη μου μιλάς. Θα πέσω. (Προχωρεί σαν ζαλισμένη. Ο Τομ την κοιτάζει σιωπηλά γοητευμένος. Οι περιστροφές της Γουίλλυ γίνονται όλο και μεγαλύτερες. Μιλάει λαχανιασμένη). Κρατάς την τρελοκούκλα μου σε παρακαλώ;
ΤΟΜ: (Σκαρφαλώνοντας στο ανάχωμα). Φερ’ τη μου.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Δεν θέλω να μου σπάσει άμα πέσω. Δεν νομίζω ότι θα αντέξω για πολλή ώρα ακόμα. Εσύ τι λες;
ΤΟΜ: Μπα!
ΓΟΥΙΛΛΥ: Tώρα όμως πέφτω! (Ο Τομ προσπαθεί να τη βοηθήσει). Όχι, μη μ’ αγγίζεις! Δεν είναι σωστό να με βοηθάς. Πρέπει να τα καταφέρω μόνη μου. Ωχ! Θεέ μου, χάνω την ισορροπία μου! Δεν ξέρω τι μου έφταιξε; Βλέπεις εκεί πέρα το ντεπόζιτο νερού;
ΤΟΜ: Ναι, και;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Από ‘κει ξεκίνησα. Είναι η μεγαλύτερη απόσταση που έχω κάνει χωρίς να πέσω. Θέλω να πω θα είναι η μεγαλύτερη απόσταση, αν καταφέρω να φτάσω μέχρι τον στύλο του τηλεφώνου. Ωχ! Πέφτω! (Χάνει εντελώς την ισορροπία της και κυλάει κάτω από τ’ ανάχωμα).
ΤΟΜ: (Καθώς στέκεται πιο ψηλά από εκείνη). Χτύπησες;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Έγδαρα λίγο το γόνατό μου. Ευτυχώς που δεν έβαλα τις μεταξωτές μου κάλτσες.
ΤΟΜ: (Κατεβαίνοντας από τ’ ανάχωμα). Φτύσε πάνω του. Με το σάλιο περνάει το τσούξιμο.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Εντάξει.
ΤΟΜ: Αυτό ξέρεις, είναι το φάρμακο των ζώων. Πάντα γλείφουν τις πληγές τους.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Το ξέρω. Τη μεγαλύτερη ζημιά νομίζω, την έπαθε το βραχιόλι μου. Του ‘φυγε ένα διαμάντι. Πού να πήγε;
ΤΟΜ: Δεν πρόκειται να το βρεις μέσα στις στάχτες.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Δεν ξέρω. Άστραφτε πολύ.
ΤΟΜ: Δεν ήταν αληθινό διαμάντι.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Πού το ξέρεις;
ΤΟΜ: Το φαντάζομαι. Γιατί αν ήταν αληθινό δεν θα περπάταγες πάνω στις γραμμές του τραίνου με μια σπασμένη κούκλα στο ένα χέρι και μια σάπια μπανάνα στο άλλο.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Α, μην είσαι τόσο σίγουρος. Μπορεί να είμαι παράξενη. Δεν μπορείς να ξέρεις, Πώς σε λένε;
ΤΟΜ: Τομ.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Εμένα Γουίλλυ. Έχουμε κι οι δυο αγορίστικα ονόματα.
ΤΟΜ: Πώς κι έτσι;.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Περίμεναν πως θα ‘μαι αγόρι αλλά δεν ήμουν. Είχαν ήδη ένα κορίτσι. Την Άλβα. Ήταν αδερφή μου. Εσύ γιατί δεν είσαι στο σχολείο;
ΤΟΜ: Νόμιζα πως θα είχε αέρα κι ήρθα να πετάξω τον αετό μου.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Πώς και το νόμισες;
ΤΟΜ: Επειδή ο ουρανός είναι τόσο λευκός.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Κι αυτό είναι σημάδι;
ΤΟΜ: Ναι.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Κατάλαβα. Ο ουρανός μοιάζει σαν να το έχουν σκουπίσει, έτσι;
ΤΟΜ: Ναι.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Είναι κάτασπρος. Σαν ένα καθαρό κομμάτι χαρτί.
ΤΟΜ: Α-χα!
ΓΟΥΙΛΛΥ: Μα δεν έχει αέρα.
ΤΟΜ: Όχι.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Ο αέρας είναι πολύ ψηλά για να τον νιώσουμε. Είναι ψηλά, πολύ ψηλά στη σοφίτα και ξεσκονίζει τα έπιπλα εκεί πάνω!
ΤΟΜ: Α-χα! Εσύ γιατί δεν είσαι στο σχολείο;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Σταμάτησα. Πρόπερσι τον χειμώνα.
ΤΟΜ: Σε ποια τάξη πήγαινες;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Στην πέμπτη.
ΤΟΜ: Είχες τη δεσποινίδα Πρέστον δασκάλα;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Ναι. Μου έλεγε συνήθως ότι τα χέρια μου ήταν βρώμικα μέχρι που της εξήγησα ότι ήταν από τις στάχτες, επειδή έπεφτα συνέχεια από τις γραμμές του τραίνου.
ΤΟΜ: Είναι πολύ αυστηρή.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Μπα, δεν είναι! Απογοητευμένη είναι, γιατί δεν παντρεύτηκε. Η κακομοίρα, μάλλον ποτέ δεν της δόθηκε η ευκαιρία. Έτσι έμεινε να διδάσκει στην πέμπτη για το υπόλοιπο της ζωής της. Αρχίσαμε να κάνουμε Άλγεβρα κι εγώ δεν καταλάβαινα τι στο διάβολο είναι αυτός ο άγνωστος x κι έτσι τα παράτησα.
ΤΟΜ: Ναι, αλλά ποτέ δεν θα μορφωθείς περπατώντας πάνω στις γραμμές του τραίνου.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Ούτε κι εσύ με το να πετάς ένα κόκκινο αετό. Εξάλλου...
ΤΟΜ: Τι;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Αυτό που χρειάζεται ένα κορίτσι για να τα βγάλει πέρα είναι κοινωνική μόρφωση. Αυτό το έμαθα από την αδερφή μου την Άλβα. Ήταν πολύ δημοφιλής στους σιδηροδρομικούς.
Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Προς κατεδάφιση, μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Το οκτασέλιδο του μπιλιέτου, 2021
Πηγή:https://ifigeneiasiafaka.com/2021/12/01/%cf%84%ce%b5%ce%bd%ce%bd%ce%b5%cf%83%cf%83%ce%ae-%ce%bf%cf%85%ce%af%ce%bb%ce%bb%ce%b9%ce%b1%ce%bc%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b5%ce%b4%ce%ac%cf%86%ce%b9%cf%83%ce%b7/
ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ
Πρόσωπα του έργου
Γουίλλυ (Κορίτσι) - Τομ (Αγόρι)
Σιδηροδρομική γραμμή σε ανάχωμα στα περίχωρα μιας πόλης του Μισσισσιπή. Ένα από κείνα τα κατάλευκα πρωινά, χαρακτηριστικά αυτής της περιοχής. Ο αέρας υγρός και παγωμένος. Πίσω απ’ τις γραμμές του τραίνου ένα μεγάλο κίτρινο σπίτι που δείχνει τραγικά εγκαταλελειμμένο. Κάποια από τα επάνω παράθυρα είναι καλυμμένα με σανίδες και ένα μέρος της στέγης έχει καταρρεύσει. Το έδαφος είναι εντελώς επίπεδο. Στο βάθος αριστερά υπάρχει μια ταμπέλα που γράφει: «ΤΖΙΝ ΤΖΕΗΚ», μερικοί τηλεφωνικοί στύλοι και λίγα γυμνά δέντρα. Ο ουρανός έχει μια ιδαίτερη γαλακτόμορφη λευκότητα. Ακούγονται πότε πότε κρωξίματα κορακιών, σαν ύφασμα που σκίζεται απότομα.
Ένα κορίτσι, η Γουίλλυ, περπατά επικίνδυνα πάνω στη ράγα του τρένου ισορροπώντας με τα χέρια τεντωμένα σε έκταση. Στο ένα χέρι κρατά σφιχτά μια μπανάνα και στο άλλο μια παλιά κούκλα με αχτένιστα ξανθά μαλλιά. Η εμφάνισή της περίεργη, αδύνατη σαν στέκα και με ρούχα φανταχτερά αλλά φθαρμένα. Φοράει ένα μακρύ φόρεμα από μπλε βελούδο με βρώμικο δαντελωτό γιακά και στρας. Στα πόδια της φορά παλιωμένα ασημένια παιδικά παπούτσια, στολισμένα με μεγάλες αγκράφες.Οι καρποί και τα δάχτυλά της είναι γεμάτα με αστραφτερά, ψεύτικα κοσμήματα. Έχει πασαλείψει άτσαλα με έντονο ρουζ το παιδικό πρόσωπό της και έχει βάψει υπερβολικά τα χείλη της. Είναι περίπου δεκατριών χρόνων και παρά το μακιγιάζ της η παιδικότητα και η αθωότητα στην παρουσία της είναι εμφανής. Γελάει συχνά και δυνατά με ένα τρόπο που φανερώνει κάποια πρώιμη τραγική εγκατάλειψη.
Το αγόρι, ο Τομ, λίγο μεγαλύτερος, στέκεται πάνω απ’ το ανάχωμα και την κοιτάζει. Φοράει κοτλέ παντελόνι, μπλε πουκάμισο και από πάνω πουλόβερ. Στο χέρι του κρατά έναν κόκκινο χαρταετό με παρδαλή ουρά.
ΤΟΜ: Γεια! Ποια είσαι εσύ;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Μη μου μιλάς. Θα πέσω. (Προχωρεί σαν ζαλισμένη. Ο Τομ την κοιτάζει σιωπηλά γοητευμένος. Οι περιστροφές της Γουίλλυ γίνονται όλο και μεγαλύτερες. Μιλάει λαχανιασμένη). Κρατάς την τρελοκούκλα μου σε παρακαλώ;
ΤΟΜ: (Σκαρφαλώνοντας στο ανάχωμα). Φερ’ τη μου.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Δεν θέλω να μου σπάσει άμα πέσω. Δεν νομίζω ότι θα αντέξω για πολλή ώρα ακόμα. Εσύ τι λες;
ΤΟΜ: Μπα!
ΓΟΥΙΛΛΥ: Tώρα όμως πέφτω! (Ο Τομ προσπαθεί να τη βοηθήσει). Όχι, μη μ’ αγγίζεις! Δεν είναι σωστό να με βοηθάς. Πρέπει να τα καταφέρω μόνη μου. Ωχ! Θεέ μου, χάνω την ισορροπία μου! Δεν ξέρω τι μου έφταιξε; Βλέπεις εκεί πέρα το ντεπόζιτο νερού;
ΤΟΜ: Ναι, και;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Από ‘κει ξεκίνησα. Είναι η μεγαλύτερη απόσταση που έχω κάνει χωρίς να πέσω. Θέλω να πω θα είναι η μεγαλύτερη απόσταση, αν καταφέρω να φτάσω μέχρι τον στύλο του τηλεφώνου. Ωχ! Πέφτω! (Χάνει εντελώς την ισορροπία της και κυλάει κάτω από τ’ ανάχωμα).
ΤΟΜ: (Καθώς στέκεται πιο ψηλά από εκείνη). Χτύπησες;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Έγδαρα λίγο το γόνατό μου. Ευτυχώς που δεν έβαλα τις μεταξωτές μου κάλτσες.
ΤΟΜ: (Κατεβαίνοντας από τ’ ανάχωμα). Φτύσε πάνω του. Με το σάλιο περνάει το τσούξιμο.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Εντάξει.
ΤΟΜ: Αυτό ξέρεις, είναι το φάρμακο των ζώων. Πάντα γλείφουν τις πληγές τους.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Το ξέρω. Τη μεγαλύτερη ζημιά νομίζω, την έπαθε το βραχιόλι μου. Του ‘φυγε ένα διαμάντι. Πού να πήγε;
ΤΟΜ: Δεν πρόκειται να το βρεις μέσα στις στάχτες.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Δεν ξέρω. Άστραφτε πολύ.
ΤΟΜ: Δεν ήταν αληθινό διαμάντι.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Πού το ξέρεις;
ΤΟΜ: Το φαντάζομαι. Γιατί αν ήταν αληθινό δεν θα περπάταγες πάνω στις γραμμές του τραίνου με μια σπασμένη κούκλα στο ένα χέρι και μια σάπια μπανάνα στο άλλο.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Α, μην είσαι τόσο σίγουρος. Μπορεί να είμαι παράξενη. Δεν μπορείς να ξέρεις, Πώς σε λένε;
ΤΟΜ: Τομ.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Εμένα Γουίλλυ. Έχουμε κι οι δυο αγορίστικα ονόματα.
ΤΟΜ: Πώς κι έτσι;.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Περίμεναν πως θα ‘μαι αγόρι αλλά δεν ήμουν. Είχαν ήδη ένα κορίτσι. Την Άλβα. Ήταν αδερφή μου. Εσύ γιατί δεν είσαι στο σχολείο;
ΤΟΜ: Νόμιζα πως θα είχε αέρα κι ήρθα να πετάξω τον αετό μου.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Πώς και το νόμισες;
ΤΟΜ: Επειδή ο ουρανός είναι τόσο λευκός.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Κι αυτό είναι σημάδι;
ΤΟΜ: Ναι.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Κατάλαβα. Ο ουρανός μοιάζει σαν να το έχουν σκουπίσει, έτσι;
ΤΟΜ: Ναι.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Είναι κάτασπρος. Σαν ένα καθαρό κομμάτι χαρτί.
ΤΟΜ: Α-χα!
ΓΟΥΙΛΛΥ: Μα δεν έχει αέρα.
ΤΟΜ: Όχι.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Ο αέρας είναι πολύ ψηλά για να τον νιώσουμε. Είναι ψηλά, πολύ ψηλά στη σοφίτα και ξεσκονίζει τα έπιπλα εκεί πάνω!
ΤΟΜ: Α-χα! Εσύ γιατί δεν είσαι στο σχολείο;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Σταμάτησα. Πρόπερσι τον χειμώνα.
ΤΟΜ: Σε ποια τάξη πήγαινες;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Στην πέμπτη.
ΤΟΜ: Είχες τη δεσποινίδα Πρέστον δασκάλα;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Ναι. Μου έλεγε συνήθως ότι τα χέρια μου ήταν βρώμικα μέχρι που της εξήγησα ότι ήταν από τις στάχτες, επειδή έπεφτα συνέχεια από τις γραμμές του τραίνου.
ΤΟΜ: Είναι πολύ αυστηρή.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Μπα, δεν είναι! Απογοητευμένη είναι, γιατί δεν παντρεύτηκε. Η κακομοίρα, μάλλον ποτέ δεν της δόθηκε η ευκαιρία. Έτσι έμεινε να διδάσκει στην πέμπτη για το υπόλοιπο της ζωής της. Αρχίσαμε να κάνουμε Άλγεβρα κι εγώ δεν καταλάβαινα τι στο διάβολο είναι αυτός ο άγνωστος x κι έτσι τα παράτησα.
ΤΟΜ: Ναι, αλλά ποτέ δεν θα μορφωθείς περπατώντας πάνω στις γραμμές του τραίνου.
ΓΟΥΙΛΛΥ: Ούτε κι εσύ με το να πετάς ένα κόκκινο αετό. Εξάλλου...
ΤΟΜ: Τι;
ΓΟΥΙΛΛΥ: Αυτό που χρειάζεται ένα κορίτσι για να τα βγάλει πέρα είναι κοινωνική μόρφωση. Αυτό το έμαθα από την αδερφή μου την Άλβα. Ήταν πολύ δημοφιλής στους σιδηροδρομικούς.
Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Προς κατεδάφιση, μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Το οκτασέλιδο του μπιλιέτου, 2021
Πηγή:https://ifigeneiasiafaka.com/2021/12/01/%cf%84%ce%b5%ce%bd%ce%bd%ce%b5%cf%83%cf%83%ce%ae-%ce%bf%cf%85%ce%af%ce%bb%ce%bb%ce%b9%ce%b1%ce%bc%cf%82-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b5%ce%b4%ce%ac%cf%86%ce%b9%cf%83%ce%b7/